Η Ευγενία Φακίνου μιλάει στον Κώστα Κατσουλάρη για το τελευταίο της μυθιστόρημα, τους ήρωές της, τις εμμονές της, τη λύτρωση μέσα από τη συντροφικότητα.
Ένα ιδιότυπο, εκ πρώτης ασύμβατο δίδυμο μας συστήνει η Ευγενία Φακίνου στο τελευταίο της μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί αύριο από τις εκδόσεις Καστανιώτη. «Οδυσσέας και Μπλουζ» είναι τα ονόματα των κεντρικών ηρώων: Εκείνος, συγγραφέας του ενός βιβλίου, που όμως είχε κάνει μεγάλη αίσθηση στην εποχή του, ζει τώρα πλήρως απομονωμένος σε κάποιο ορεινό χωριό, γράφοντας το επόμενο βιβλίο του, σε κατάσταση έντονης υπαρξιακής κρίσης. Εκείνη, επιμελήτρια, εν αγνοία του, του πρώτου μέρους βιβλίου του, έχει σταλεί από τον εκδότη του για να ελέγξει την πορεία της συγγραφής. Η συνάντησή τους, παρά τις εκατέρωθεν σκηνοθεσίες (και οι δύο έχουν άλλους σκοπούς από αυτούς που αρχικά αποκαλύπτουν), θα αλλάξει τη ζωή και των δύο, για πάντα…
Οδυσσέας και Μπλουζ, από τον Όμηρο στη μουσική των νέγρων: Δυο διαφορετικοί κόσμοι, εκ πρώτοις ασύμβατοι...
Η ωραιότητα της φύσης συγκρούεται με την κλειστή κοινωνία του χωριού και δεν καταφέρνει να ημερέψει τους ανθρώπους.
Πράγματι πρόκειται για ένα ζευγάρι αντιθέσεων. Ο Οδυσσέας έζησε μια ζωή περιπλανώμενος, γράφει μαγικό ρεαλισμό, έχει βολευτεί στην απομόνωσή του κι απολαμβάνει –φαινομενικά– την ηρεμία του, σκέπτεται και αναλύει το κάθε τι. Η Μπλουζ ζει στα Εξάρχεια μια ζωή χωρίς εναλλαγές, χωρίς ερεθίσματα, δυσανασχετεί με τη μοναξιά της αλλά δεν αντιστέκεται. Οπαδός του σινεμά-βεριτέ και του ρεαλισμού γενικώς, θα έρθει σε σύγκρουση με τον «μαγικό» κόσμο του Οδυσσέα. Επίσης διαχειρίζονται διαφορετικά το χρόνο. Ο Οδυσσέας έχει αφεθεί ή έχει προσαρμοστεί στο χρόνο των εποχών, δεν πλήττει, φροντίζει ώστε η ρουτίνα της καθημερινότητας να μην τον οδηγήσει σε μια μορφή «αλητείας», κάνει ατελείωτους εσωτερικούς διαλόγους, και –πάλι, φαινομενικά– δε δείχνει να καταπιέζεται από τη ροή, το πέρασμα του χρόνου. Μόνο, όμως φαινομενικά. Η Μπλουζ αντιθέτως, προσπαθεί να γεμίζει διαρκώς τα κενά που την τρομάζουν, κάνοντας και λάθος επιλογές. Αν και ζει μέσα στον κόσμο, δε φαίνεται να το απολαμβάνει. Δεν είναι όμως το μόνο «ζεύγος» αντιθέσεων. Η ωραιότητα της φύσης συγκρούεται με την κλειστή κοινωνία του χωριού και δεν καταφέρνει να ημερέψει τους ανθρώπους. Μ’ ενδιέφερε πολύ να δείξω την ιδιοτέλεια που χαρακτηρίζει την αρχή της συνάντησης των δύο ηρώων μου. Εκείνος δέχεται να γυριστεί το ντοκιμαντέρ, επειδή σκοπεύει να «χρησιμοποιήσει» τη Μπλουζ. Κι αυτή δέχεται τον όρο «να φτάσει στα άκρα» προκειμένου να τον πείσει. Με απασχολούσε και ήθελα να φανεί η ώσμωση, η λείανση των διαφορών τους και στο τέλος η συμπόρευσή τους.
Ποιος από τους δύο είναι για εσάς ο πραγματικός ήρωας. Ρωτάω, γιατί ορισμένοι λένε ότι κάθε βιβλίο έχει στο βάθος έναν κεντρικό ήρωα…
Κάθε βιβλίο έχει τους δικούς του κανόνες. Ίσως είναι πιο συνηθισμένο να είναι ένας ο ήρωας ή μία η ηρωίδα. Όμως στο «Έβδομο Ρούχο» είχα τρεις ισάξιες πρωταγωνίστριες. Στο τωρινό βιβλίο, θα έλεγα ότι είναι και οι δύο. Μπορεί ο Οδυσσέας να καταλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος, να γνωρίζουμε περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν, όμως η Μπλουζ παίζει καταλυτικό ρόλο. Ο Οδυσσέας δε θα άλλαζε χωρίς την παρουσία της. Δε θα υπήρχε πρόοδος χωρίς τη Μπλουζ.
Επιλέγετε ονόματα που χαρακτηρίζουν με κάποιο τρόπο τους ήρωες... Ο δικό σας Οδυσσέας εμφανίζεται ωστόσο περισσότερο «Οργισμένος» (σύμφωνα και με την ετοιμολογία του ονόματος), παρά «τιμωρημένος από τους Θεούς», όπως ο ήρωας του Ομήρου. Σε τι οφείλεται η οργή του;
Διάλεξα το όνομα Οδυσσέας για τον ήρωά μου, επειδή είναι σύμβολο του ταξιδιού που γίνεται αυτοσκοπός, και λογοτεχνικά αποτελεί μετωνυμία ενδοσκόπησης, αυτογνωσίας και ανα-αυτοκαθορισμού. Αυτό το διάλεξα συνειδητά. Το «Μπλουζ» μου ήρθε αυθόρμητα, ψάχνοντας να βρω το αντίθετό του. Είναι απ’ αυτά που δε μπορεί να εξηγήσει ένας συγγραφέας πώς έρχονται. Σίγουρα μέσα από μακρές υποσυνείδητες διεργασίες. Ο Ομηρικός Οδυσσέας έλαβε τ’ όνομά του από τον παππού του, τον Αυτόλυκο, επειδή ο τελευταίος είχε ζήσει πολυτάραχη ζωή… Στην Οδύσσεια διαφαίνεται κάποια νύξη για τη σχέση μεταξύ του ονόματός του και την ΟΡΓΗ των θεών εναντίον του, που τον κατέστησε πλάνητα. Αλλά και η αφήγηση της εκδίκησης που έλαβε ο Οδυσσέας από τους μνηστήρες, δικαιολογούν την ετυμολογία. Ο δικός μου Οδυσσέας νομίζω ότι καλύπτει την οργή του και τη μεταλλάσσει σε απογοήτευση. Το κομβικό σημείο για την εξέλιξη του χαρακτήρα του είναι, χωρίς αμφιβολία, η απόρριψή του από τη μητέρα του και η αποξένωσή του απ’ αυτήν. Αναφέρει κάπου ότι δεν την αποκάλεσε ποτέ «μαμά» αλλά πάντα «μητέρα», σαν να πρόκειται για μυθιστορηματική ηρωίδα. Ήταν η μεγάλη απώλεια της ζωής του.
Ο Οδυσσέας σας, προκειμένου να περιγράψει τον εαυτό του, χρησιμοποιεί μια ακόμη ωραία λέξη, του Καρκαβίτσα, αυτή τη φορά. Ποιο νόημα έχει για εσάς η «αειφυγία»;
Ε, τώρα ακουμπάμε τα δύσκολα. Τα προσωπικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που αναφέρομαι στην «αειφυγία». Το έκανα και στο «Εκατό δρόμοι και μία νύχτα», ήδη από το 1997. Αλλά πάει πολύ παλαιότερα. Πάσχω από την ίδια ασθένεια. Μπορεί να βρίσκομαι καθηλωμένη στον ίδιο τόπο αλλά ωσεί παρούσα. Και ισχυρίζομαι, ότι το «φεύγω» δεν έχει να κάνει με τον τόπο αλλά με τον τρόπο. Αυτή τη διάθεση της διαρκούς φυγής, τη δάνεισα σε πολλές ηρωίδες μου σε παλιότερα βιβλία μου.
«Ζω μόνος μου και δεν χρειάζομαι τους άλλους» λέει κάποια στιγμή ο ήρωάς σας. Θεωρείται ότι η μοναξιά είναι μια μορφή ελευθερίας; Μπορούμε πραγματικά να αποδεσμευτούμε από τον «άλλο»;
Αν μπορώ να ισχυριστώ κάτι – τώρα, που μεγάλωσα αρκετά- είναι ότι ο άνθρωπος δε βολεύεται ούτε στη μοναχικότητα, ούτε στη συντροφικότητα. Πάντα κάτι θα του λείπει.
Ασφαλώς η μοναξιά είναι μια μορφή ελευθερίας αλλά με υψηλότατο τίμημα. Άλλοτε μπορεί να είναι θέμα επιλογής κι άλλοτε συγκυρίας. Αν μπορώ να ισχυριστώ κάτι – τώρα, που μεγάλωσα αρκετά- είναι ότι ο άνθρωπος δε βολεύεται ούτε στη μοναχικότητα, ούτε στη συντροφικότητα. Πάντα κάτι θα του λείπει. Και προσθέτω ότι και η συντροφικότητα έχει επίσης υψηλότατο τίμημα. Αν είναι σε θέση κάποιος να επιλέξει, θα το κάνει με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του την ώρα της απόφασης. Αλλά –φευ!- αυτά είναι δυνατόν ν’ αλλάξουν στην πορεία… Μ’ αρέσει η φράση σας: Μπορούμε πραγματικά να αποδεσμευτούμε από τον «άλλο»; Ναι, αλλά ποιον «άλλο»; Εμείς οι ίδιοι είμαστε και «άλλοι». Απόδειξη οι ατελείωτοι εσωτερικοί διάλογοι που κάνουμε με τον «άλλο» μας εαυτό, με τα διαφορετικά πρόσωπα που συναποτελούν το «εγώ» μας.
Φυγή, μοναξιά, θάνατος, αυτοκτονία. Ο ήρωάς σας επιδίδεται κάποια στιγμή σε μια λεπτομερή αναφορά πολλών από τους συγγραφείς ή ποιητές που επέλεξαν το δρόμο της αυτοχειρίας. Μήπως υπάρχει ένα στοιχείο εξιδανίκευσης;
Ασφαλώς. Ο Οδυσσέας είναι συγγραφέας, έχει χαρακτηριστικά Νάρκισσου, και ωραιοποιεί, θαυμάζει τους αυτόχειρες, επειδή σκοπεύει να προστεθεί στη μακρά λίστα. Σκοπεύει αλλά η δύναμη της ζωής υπερισχύει. Έχει κάνει ήδη δυο γελοίες, αποτυχημένες απόπειρες. Αυτό μας δείχνει κάτι για τον χαρακτήρα του. Θα έλεγα όμως, ότι ο θαυμασμός του για τους αυτόχειρες εμπερικλείει περισσότερο ένα φόρο τιμής σ’ εκείνους που είχαν την τόλμη να το πράξουν. Πιο πολύ εκτιμά την αποφασιστικότητά τους, παρά την πράξη τους αυτή καθαυτή.
Θα μπορούσε κανείς να δει στο πρόσωπο του Οδυσσέα Αλεξίου ορισμένες πλευρές της Ευγενίας Φακίνου. Υπάρχει κι αυτή η απολογία για τον «Μαγικό ρεαλισμό», μια ταμπέλα που ως ένα βαθμό έχει «κολλήσει» στο έργο σας. Έχω την αίσθηση ότι με αυτό το βιβλίο σας, αν και τον υπερασπίζεστε εμμέσως, στην πράξη αποστασιοποιείστε κάπως. Με άλλα λόγια, ο ρεαλισμός είναι περισσότερος και λιγότερο «μαγικός»… Τι σκέφτεστε;
Πιστεύω ότι δε γράφω «μαγικό ρεαλισμό». Μάλλον μια ποιητική εκδοχή της πραγματικότητας. Και μπορεί να γοητεύτηκα -τότε- κι εγώ από τον Μάρκες αλλά τώρα θαυμάζω την Χέρτα Μύλλερ με τον «Άγγελο της Πείνας» και τον Βλαντιμίρ Μακάνιν με το «Άντεργκράουντ ή ένας ήρωας του καιρού μας». Ως αναγνώστρια λατρεύω πολλά και διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα.
Σχεδόν σε κάθε ήρωα βιβλίου του ο συγγραφέας δανείζει κάτι δικό του. Με τον Οδυσσέα έχουμε κοινά την αειφυγία, τον απροσδιόριστο τόπο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, τη λατρεία της φύσης. Τις ίδιες φοβίες για τις ασθένειες, τη φθορά, την αγωνία του συγγραφέα για το γραπτό του. Όμως απ’ την άλλη, νομίζω, ότι είμαι δοτική, γενναιόδωρη κι επίμονη στην πραγματοποίηση των στόχων μου, όπως η Μπλουζ. Τώρα για τον «μαγικό ρεαλισμό». Πιστεύω ότι δε γράφω «μαγικό ρεαλισμό». Μάλλον μια ποιητική εκδοχή της πραγματικότητας. Και μπορεί να γοητεύτηκα -τότε- κι εγώ από τον Μάρκες αλλά τώρα θαυμάζω την Χέρτα Μύλλερ με τον «Άγγελο της Πείνας» και τον Βλαντιμίρ Μακάνιν με το «Άντεργκράουντ ή ένας ήρωας του καιρού μας». Ως αναγνώστρια λατρεύω πολλά και διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα. Ως συγγραφέας κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, χωρίς να μ’ ενδιαφέρουν οι ταμπέλες. Είναι πάντως γεγονός, ότι το τωρινό βιβλίο μου είναι ρεαλιστικό , μ’ ένα-δυο μόνο «μαγικούς» υπαινιγμούς.
Από πού αντλήσατε όλες αυτές τις εντυπωσιακές γνώσεις; Για τα κοχύλια, για παράδειγμα, βάζετε στο στόμα του ήρωά σας εκπληκτικά πράγματα… Να το θέσω αλλιώς: Γράφετε για πράγματα που ούτως ή άλλως γνωρίζετε ή ερευνάτε επί τούτου για πράγματα για τα οποία θέλετε να γράψετε;
Είμαι παθιασμένη με την έρευνα. Τη θεωρώ απαραίτητη σε κάθε μου βιβλίο. Είναι τα στοιχεία που επεκτείνουν, διευρύνουν τον ορίζοντα. Τα χρειάζομαι, όσο ο Οδυσσέας χρειάζεται τις συλλογές του στα κλειστά δωμάτια. Πυροδοτούν, όπως και σ’ αυτόν, την έμπνευση. Οι γνώσεις προϋπάρχουν, απλώς πρέπει να γίνει περαιτέρω έρευνα. Σ’ αυτό το βιβλίο έψαξα και βρήκα πληροφορίες για τα πλεχτά κεριά, την κατασκευή σαπουνιού, τα τυριά και τα κοχύλια. Ήξερα όμως από πριν τι ήθελα να βρω. Το δύσκολο σ’ αυτού του τύπου τις έρευνες είναι να μη γοητευτείς από το πλούσιο υλικό και γλιστρήσεις σε φλυαρίες. Ελπίζω να το απέφυγα. Πέταξα –με πόνο καρδιάς- πολλές σελίδες. Να σας αποκαλύψω ότι εκτός από πληροφορίες, κάνω όταν το χρειάζομαι και επιτόπια έρευνα. Στη «Μεγάλη Πράσινη» πήγα στη Μακρυνίτσα και πέρασα μια ολόκληρη νύχτα σ’ ένα ερειπωμένο αρχοντικό (τρέλα; Ναι, τι να κάνουμε…) προκειμένου να «μπω στο πετσί» της ηρωίδας και στον τρόμο της. Μ’ έκπληξη ανακάλυψα ήχους που δεν είχα φανταστεί. Το ρολόι που χτυπούσε τις μισές και τις ώρες, τα πέταλα των μουλαριών στο καλντερίμι, τον ήχο του νερού που στάζει ασταμάτητα.
Πρόκειται για ένα, στη βάση του, ερωτικό μυθιστόρημα. Άσχετα από την κατάληξη στο βιβλίο σας, εσείς τι πιστεύετε; Ο έρωτας μπορεί να μας σώσει, ή μας δίνει την τελευταία σπρωξιά προς την άβυσσο;
Διστάζω να το χαρακτηρίσω ερωτικό μυθιστόρημα. Νομίζω ότι είναι περισσότερο μια ασυνήθιστη ιστορία σχέσεων. Κανένας από τους δύο ήρωες δε θέλει, δεν είναι διατεθειμένος ν’ αφεθεί σ’ έναν έρωτα. Έχουν τις αγκυλώσεις τους. Και παρόλο που μένουν λίγες μέρες μαζί –ο χρόνος είναι συμπυκνωμένος- συμβαίνουν πολλά γεγονότα που τους φέρνουν κοντά. Θα έλεγα ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη σχέση τους είναι η κατανόηση, η στοργή, και η συντροφικότητα. Αλλάζουν παρατηρώντας και κατανοώντας όχι μόνο τον άλλον αλλά και τον εαυτό τους. Και τότε, έρχεται και ο έρωτας. Τι σημασία έχει αν «ο έρωτας μας σώζει ή μας δίνει την τελευταία σπρωξιά προς την άβυσσο;» Σημασία έχει να υπάρχει.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΦΑΚΙΝΟΥ