Για τη συλλογή διηγημάτων της Βίκυς Κλεφτογιάννη 14 ζωές στη Σαλονίκη (εκδ. Κέδρος).
Της Μάρτυς Λάμπρου
Συνήθως η γενέθλια πόλη ακολουθεί. Αλλιώς, η πόλη που ακολουθεί έχει ασκήσει δυναμική στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης. Όταν ο τόπος επηρεάζει τόσο, η μετέπειτα απόσταση είναι που δημιουργεί τη μυθοποίησή του. Η φαντασία χρειάστηκε το περιβάλλον ως αντικείμενο, το οποίο η συγγραφέας Βίκυ Κλεφτογιάννη έπλασε με τη δική της εμπειρία συμπεριλαμβάνοντας και των άλλων, ως φόρο τιμής στη Σαλονίκη στην παρούσα συλλογή διηγημάτων. Στην πόλη όπου έζησε δεκατέσσερα χρόνια ως φοιτήτρια της Βιολογίας. Δεκατέσσερις είναι και οι ιστορίες της.
Στο τελευταίο διήγημα «Ποδηλατάδα», περιπλανώμενη η αφηγήτρια στη Σαλονίκη πατάει το πεντάλ του ποδηλάτου με ορθοπεταλιές και συνενώνει τις δεκατέσσερις ζωές. Με μουσική υπόκρουση τους θορύβους και τους ήχους της πάλλουσας πόλης. Υψώνει τον καθρέφτη απέναντι στην ανθρώπινη κατάσταση, ταυτίζεται μαζί της και της μεταβιβάζει τη δύναμη της ανάσας της. Με προσοχή και ειλικρίνεια κατανοώντας τις αντιθέσεις, τις απογοητεύσεις, τα γηρατειά, τα αθώα λάθη των χαρακτήρων, που όμως δίνουν βάθος και αξία στις εμπειρίες. Έτσι που αν και ο άνθρωπος είναι προκαθορισμένος, δύναται να ανυψωθεί και όχι μόνο να επιβιώνει με τις αναμνήσεις.
Με βλέμμα συμπονετικό και συνωμοτικό αγγίζει τα αισθητήρια του αναγνώστη, εκείνα που απαιτούν τη συμμετοχή του για να δει αυτά που κρύβονται και κανείς δεν τα ψάχνει.
Με βλέμμα συμπονετικό και συνωμοτικό αγγίζει τα αισθητήρια του αναγνώστη, εκείνα που απαιτούν τη συμμετοχή του για να δει αυτά που κρύβονται και κανείς δεν τα ψάχνει. Αντικρυστά οι παλιές εικόνες με τις ζωντανές τωρινές. Συμπυκνωμένη γλώσσα σα φωτογραφία. Ασπρόμαυρη, αλλά με πολλές αποχρώσεις. Απόσπασμα από το διήγημα «Αντικρυστά»:
«Τα χρόνια είχαν κυλήσει σε συνάρτηση με τα μεταβαλλόμενο τοπίο - οικονομικό και πολιτικό. Έκαναν παιδιά, τα μεγάλωσαν, εκεί στις ασβεστωμένες μάντρες, σαν αδέρφια κι αυτά μεταξύ τους, πολλή φτώχεια, κι ο άντρας της κι ο Ιορδάνης αριστεροί, παιδεύτηκαν, έλειψαν, ξαναγύρισαν, ήρθε η χούντα και τους διέλυσε, μαζεύτηκαν και πάλι. Η μεταπολίτευση κρατούσε ελπίδες για εκείνα που η ζωή τους χρωστούσε. Μεσήλικες διαψεύστηκαν, έχασαν τους συντρόφους τους νωρίς, το χέρι του Ιορδάνη ήταν πάλι στο δικό της».
Αυτό το άγγιγμα, το σφίξιμο του χεριού που σήμερα σχεδόν τείνει να ξεχαστεί και έρχεται μόνο χάρη στη δυνατότητα ταύτισης με τον άλλον. Που θα νιώσει τη θέρμη του και ο προσωρινά ανέστιος στο διήγημα «Νεφοσκεπής».
Στο «Άρωμα βιβλίου», πρόκειται για τη Δημοτική βιβλιοθήκη που οι φίλοι της αγωνίζονται να μην κλείσει. Φίλοι και όχι πελάτες για νούμερα στα ευπώλητα των εφημερίδων. Χώρος που γίνεται στέκι, με ψυχή, χώρος που η αύρα του τραβάει, οι υπάλληλοι συντρέχουν και αφουγκράζονται. Απόσπασμα: «Ύστερα στάθηκε καταμεσής της αίθουσας και πήρε μια βαθιά ανάσα. Γράμματα, εικόνες, μελάνι, σημεία στίξης, σκόνη-αιώνες ολόκληροι-χώθηκαν στα ρουθούνια του». Περιγράφονται τίτλοι βιβλίων και ανεξίτηλοι χαρακτήρες. Ίσως όμως να είχαν περάσει από τούτη τη Δημοτική βιβλιοθήκη ο Ν.Γ. Πεντζίκης. Και ο Γιώργος Ιωάννου που του άρεσαν οι μεγάλες άσκοπες βόλτες στο Θερμαϊκό, στην αγορά στο Καπάνι, στη λεωφόρο Νίκης, στο Σέιχ Σου. Κι ύστερα ίσως να στάθηκε στην πλατεία Ελευθερίας δίπλα στο άγαλμα. Απόσπασμα από το «Έμεινε άγαλμα»: «Τα άκουσες όλα, ε; Πάλι καλά που είσαι άγαλμα, γιατί αλλιώς θα είχα γίνει ρόμπα». Είπε ο ελληνάρας, που αφού έχει εξαπατήσει όσους τον αγαπούν, όταν τον εγκαταλείπουν λέει «Τι εννοείς τελειώσαμε; Πιωμένη είσαι;». Με λίγη νηφάλια μέθη στο βλέμμα της η αφηγήτρια.
Το αόρατο σκοινί της κοινής παιδικής ζωής ενώνει πάντα τις ψυχές τους υπεράνω της εμπλοκής τους με την πραγματικότητα.
Στο «Αδελφή ψυχή», δύο αδελφοί ξαναβρίσκονται ύστερα από πολλά χρόνια. Το αόρατο σκοινί της κοινής παιδικής ζωής ενώνει πάντα τις ψυχές τους υπεράνω της εμπλοκής τους με την πραγματικότητα. Οι αμοιβάδες όμως δε γνωρίζουν από τέτοιες καταστάσεις, όπως λέει ο φοιτητής της βιολογίας στο διήγημα «Εξεταστική». Ο οποίος, «Χαλάρωσε το βήμα του, σκέφτηκε την εξεταστική του Ιανουαρίου που δε θα αργούσε, αποφάσισε τι καφέ θα παραγγείλει κι ύστερα στενοχωρήθηκε για τις αμοιβάδες όλου του κόσμου που δεν γνώρισαν τον έρωτα».
Η αφηγήτρια ενώ εξακολουθεί να ποδηλατεί σταματάει ξαφνικά. Βλέπει στα διπλανά τραπέζια να πίνουν τον καφέ τους. Κάποιος που λερώνει το παντελόνι του όταν το καλαμάκι ανυψώνεται, βρίσκει ένα κόκκινο πορτοφόλι, το ανοίγει και όλα του δείχνουν μια άγνωστη νέα γυναίκα. Από τον Εύοσμο, υποβαθμισμένη περιοχή στη βιομηχανική ζώνη της Σαλονίκης. Πιο κει το παράξενο ζευγάρι που επέστρεψε από ταξίδι, στα αντίστοιχα διηγήματα «Για καφέ» και «Χαλκιδική». Ύστερα το βλέμμα της θα στραφεί «Στην αγορά», όπου μια γάτα αρπάζει με σχέδιο τον παστουρμά και στρίβει σε ένα στενό. Κοντά στην πλατεία Ελευθερίας, δίπλα στο λιμάνι. Εκεί βρίσκεται ένα χαμηλό σπίτι στριμωγμένο ανάμεσα σε πολυκατοικίες, που μοιάζει να αναζητά αυτό που χάθηκε. Από το μεγάλο σεισμό; Από τον άνθρωπο; Απόσπασμα από «Το γιασεμί της Ελπίδας»: «Στην πίσω πλευρά του όμως είχε έναν φωταγωγό δυο σπιθαμές, με ψηλούς τοίχους τριγύρω».
«Έστρεψε το βλέμμα στην πόλη να την κοιτάξει από ψηλά. Τις νύχτες του καλοκαιριού η Θεσσαλονίκη άλλαζε, μίκραινε, έμπαινε πιο βαθιά στη θάλασσα».
Σε αυτή τη στενωπό αντιλαλεί η φωνή της παλιάς ρεμπέτισσας, της Ελπίδας, που κοιτάζει τον ουρανό με βραχνό βλέμμα και ένα κλωνάρι γιασεμί στολίζει τα μαλλιά της. Παραθέτω την αξιοθαύμαστη περιγραφή της: «Η φωνή της σα βυζαντινή χορωδία, μπολιασμένη με τους τελάληδες της Σμύρνης. Το πρόσωπό της είχε κάτι από καρτ ποστάλ της εποχής, της Πόλης ή του Παρισιού, και συνάμα κάτι από τις ηρωίδες της επανάστασης. Θηλυκό και εύθραυστο, μαζί περήφανο και τραχύ». Θα σύχναζε η Ελπίδα στο Σέιχ Σου. Θα είχε ζήσει την πυρκαγιά του 1997. Σέιχ Σου, χίλια δέντρα στην ελληνική γλώσσα. Η αφηγήτρια βλέπει να αναδασώνεται. Ένα πευκάκι που βιάζεται να μεγαλώσει, τινάζεται να υψωθεί για να δει τη θάλασσα και όταν έρχεται η στιγμή καίγεται. Όταν το όνειρο εκραγεί, πεθαίνεις. Το δάσος όμως πάντα θα υπάρχει. Άνθρωποι κι αυτοκίνητα περπατούν σημειωτόν για το θέατρο μες στο δάσος στο διήγημα «Συναυλία». Συναντιούνται τυχαία εκεί μια νέα γυναίκα με ένα αγόρι τσιγγανάκι. «Τι είναι ραστώνη;» τη ρωτάει. Εκείνη του εξηγεί. Ύστερα το αγόρι λέει: «Τεμπέλη με λέει ο αδερφός μου, γιατί αντί να τον βοηθάω με τα παλιοσίδερα, ξαπλάρω. Τώρα θα του λέω άσε με στη ραστώνη μου». Είναι μια λέξη που ευθύς αντιστρέφει δύο κόσμους. Το κυριότερο μεγεθύνει την πραγματικότητα και επιτρέπει στον αναγνώστη να εισχωρήσει και να μη χάσει την επαφή του με τα βάθη από όπου προέρχονται οι αληθινές εντυπώσεις.
Καταλήγοντας στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου: «Έστρεψε το βλέμμα στην πόλη να την κοιτάξει από ψηλά. Τις νύχτες του καλοκαιριού η Θεσσαλονίκη άλλαζε, μίκραινε, έμπαινε πιο βαθιά στη θάλασσα». Αλλά παρεμβάλλεται μία φωνή: «Και αν βρέξει;» ρωτάει τον αμετανόητο εργένη η μέλλουσα σύζυγό του στο διήγημα «Το κέρμα». «Ε, ας βρέξει» της απαντά.
Και έβρεξε. Οι δεκατέσσερις ζωές καταβρέχουν τον αναγνώστη στο πρόσωπο και του προκαλούν γειωμένα, ιδιαίτερα ψυχικά αποτυπώματα. Πρόκειται για μία άκρως ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων, με ευρηματική σκηνοθεσία, πάντα ευαίσθητη, που υπόσχονται νόημα και ουσία πέρα από τις συμβατικές απεικονίσεις, τις συρρικνώσεις και τις ψεύτικες ζωές.
* Η ΜΑΡΤΥ ΛΑΜΠΡΟΥ είναι συγγραφέας.
14 ζωές στη Σαλονίκη
Βίκυ Κλεφτογιάννη
Κέδρος 2015
Σελ. 104, τιμή εκδότη € 9,50