Η Λίνα Ρόκου στο πρώτο της μυθιστόρημα «Το τέλος της πείνας» (εκδ. Ίκαρος) μιλά για την εμπειρία του απόλυτου δοσίματος στον έρωτα, για το πώς είναι να χαρίζει κανείς κομμάτι-κομμάτι το σώμα του μέχρι το σημείο της απόλυτης ταύτισης των εραστών ή της απόλυτης μοναξιάς τους. Ο τρόπος που δίνει την ιστορία της είναι μέσα από το πρίσμα του παράδοξου και του μη ρεαλιστικού, ενώ στιγμές λυρικής έξαρσης παρεμβάλλονται ανά τακτά διαστήματα χρωματίζοντας το κείμενο με τρόπο ιδιαίτερο. Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος ©
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου αγαπούσα να ακούω και να φτιάχνω ιστορίες. Αυτό έκανα και με Το τέλος της πείνας. Έφτιαξα μια ιστορία για ένα κορίτσι που πουλάει κομμάτια από το σώμα της σε έναν παλιατζή με το όνομα Σαν. Λες και μπορείς να δίνεις το σώμα σου, ξανά και ξανά, χωρίς να δίνεις τον εαυτό σου. Και πόσο κοστίζει όλο αυτό; Μια εξωφρενική ιστορία της διπλανής πόρτας, εκεί που μια γυναίκα γεννάει ένα βιβλίο, μεταμορφώνεται σε ιπτάμενο φυτό, δίνει τους φρονιμίτες της έναντι υψηλού αντιτίμου και παράλληλα «τεμαχίζεται» για να μπει μέσα της μια σταγόνα φωτός, μια ανάσα λατρευτού προσώπου.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Kάθε συγγραφέας αποτυπώνει τη δική του οπτική για τον κόσμο. Αν αυτή είναι μια στείρα και συστηματοποιημένη αναπαραγωγή τυποποιημένων εκφράσεων ή μια προσωπική σύνθεση συναισθημάτων και «κόσμων» μπορεί να το ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης. Προσωπικά, όταν διαλέγω βιβλία –για τα οποία δεν έχω ακούσει τίποτα– διαβάζω την πρώτη παράγραφο ή σελίδα και ξέρω αν αυτό που κρατώ μου κάνει. Έχω εμπιστοσύνη στον αναγνώστη που αγαπά τα βιβλία∙ αυτός ξέρει να ξεχωρίζει γρήγορα –όχι αν κάτι είναι αξιόλογο ή όχι, άλλωστε αυτό είναι μια άλλη τεράστια κουβέντα– αλλά αν νιώθει ότι τον αφορά. Στο ανόθευτο καινούργιο δεν πιστεύω, παρά μόνο αν ο συγγραφέας έχει ζήσει εξ ολοκλήρου μακριά από τον πολιτισμό (άρα δε γνωρίζει γραφή) ή είναι βρέφος. Πιστεύω στο καινούργιο που πλάθεται μέσα μας χάρη σε όλα όσα έχουμε βιώσει, με όποιον τρόπο κι αν έχει γίνει αυτό.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Δεν ακολούθησα, συνειδητά τουλάχιστον, καμία «μέθοδο». Ξεκίνησα να γράφω το Το τέλος της πείνας επειδή είχα καιρό να γράψω και μου είχε λείψει. Μάλιστα είχα συλλάβει την κεντρική ιδέα –η ηρωίδα πουλάει σε παλιατζή κομμάτια από το σώμα της– και ξεκίνησα να γράφω ένα διήγημα. Όταν έφτασα περίπου στις 2.000 λέξεις κατάλαβα ότι ήθελα να πω πολλά περισσότερα για αυτή την ιστορία και έτσι συνέχισα να γράφω. Μπορώ να πω ότι υπήρξαν τρεις περίοδοι συγγραφής του βιβλίου μέσα σε διάστημα τριών χρόνων. Μάλιστα, την τελευταία φορά που το έπιασα, αρχές του 2017, άλλαξα και το τέλος. Δεν σκέφτομαι ποτέ τους αναγνώστες όταν γράφω. Αρχικά γιατί δεν ξέρω καν αν θα υπάρξουν ποτέ αναγνώστες. Μόνο όταν ολοκλήρωσα Το τέλος της πείνας ένιωσα ότι αυτό που έγραψα θα επιθυμούσα να εκδοθεί. Μέχρι τότε, απλώς έγραφα. Κατά δεύτερον, ποιους αναγνώστες να σκεφτώ; Κάθε ένας που θα το διαβάσει είναι ένας μοναδικός δέκτης, εάν συναντηθούμε θα χαρώ, εάν όχι δεν πειράζει. Κάθε συγγραφέας βρίσκει τους αναγνώστες του, κάθε αναγνώστης βρίσκει το συγγραφέα ή τους συγγραφείς του.
Στο ανόθευτο καινούργιο δεν πιστεύω, παρά μόνο αν ο συγγραφέας έχει ζήσει εξ ολοκλήρου μακριά από τον πολιτισμό (άρα δε γνωρίζει γραφή) ή είναι βρέφος. Πιστεύω στο καινούργιο που πλάθεται μέσα μας χάρη σε όλα όσα έχουμε βιώσει, με όποιον τρόπο κι αν έχει γίνει αυτό.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες -κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.- τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Εννοείται πώς την έχουν επηρεάσει, μάλιστα θα ήθελα πολύ να μάθω και τον τρόπο, το πώς δηλαδή ο εγκέφαλός μας λειτουργεί ώστε να επιλέξει το μέγεθος του αποτυπώματος που αφήνει μέσα μας το κάθε τι. Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι στο βιογραφικό που μπήκε στο «αυτί» του βιβλίου έχω γράψει «Οι σημαντικότερες επιρροές μου είναι η Κέρκυρα και εκείνο το επεισόδιο του Ροζ Πάνθηρα στο οποίο μια ηλεκτρική σκούπα ρούφηξε τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό». Πέρα από αυτό, αν μου ζητάτε να ρίξω σε τυχαία σειρά ανθρώπους, εικόνες, λέξεις, ήχους που με έχουν επηρεάσει θα έλεγα «Η τιτάνια συνέντευξη που έδωσε ο Χίτσκοκ στον Τρυφώ, το Adagio του Albinoni που άκουγα κάθε Μεγάλη Παρασκευή από την Παλαιά Φιλαρμονική της Κέρκυρας, η μούχλα στα τείχη του Παλαιού και του Νέου Φρουρίου στο νησί, ο Μπαγκς Μπάνι ως μαέστρος Λεοπόλδος, το «O mio babbino caro» από την Κάλλας, η φωνή της Λαμπέτη, η φωνή του Χορν, το «This must be the place» των Talking Heads, ο ήχος της βροχής, η αίσθηση του ήλιου πάνω στο γυμνό δέρμα, η θάλασσα, «Αν με πίστευες λιγάκι θα ήσαν όλα αληθινά», η σκηνή του ονείρου από το Bella Venezia, η Αμαλία Μουτούση, η «Μήδεια» με τον Παπαϊωάννου και τη Στελλάτου στο θέατρο Χολαργού το 1999, οι Στέρεο Νόβα, η Ζωρζ Σαρή» και δεν συνεχίζω γιατί δεν ξέρω κι εγώ πότε θα τελειώσω.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Από την αρχή συνειδητοποίησα ότι με ενδιαφέρουν συγκεκριμένοι εκδοτικοί και σε αυτούς απευθύνθηκα. Σε κάποιους μάλιστα ήξερα ότι το πιθανότερο ήταν να απορριφθώ, όπως και έγινε, γιατί καταλάβαινα ότι το βιβλίο δεν ταίριαζε τόσο με τον προφίλ και την ταυτότητα του εκδοτικού. Η απόρριψη είναι μέσα στο παιχνίδι. Τη δέχτηκα καλά γιατί εξαρχής είχα αποφασίσει ότι το νόημα, για εμένα τουλάχιστον, δεν ήταν «να εκδοθώ πάση θυσία» αλλά να εκδοθώ σε ένα πλαίσιο που να νιώθω ότι μου ταιριάζει. Υπήρξε παρ' όλα αυτά μια τραυματική, θα την χαρακτήριζα, εμπειρία όταν ένας νέος αλλά με καλή πορεία εκδοτικός οίκος δέχτηκε το βιβλίο και οι εκδότες με διαβεβαίωσαν επανειλημμένως ότι το θέλουν και θα το εκδώσουν. Τελικά, τρεις μήνες πριν από την υποτιθέμενη ημερομηνία έκδοσης έκαναν πίσω και μου είπαν «δεν μας κάνει πια». Η απόρριψη δεν πτοεί, η αθέτηση όμως του λόγου και το πισωγύρισμα προφανώς και το κάνει. Για μεγάλο χρονικό διάστημα αποφάσισα να μην ξανακάνω κάποια προσπάθεια. Τελικά, προέκυψε ο Ίκαρος. Νιώθω ότι τα πράγματα δε θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα. Και ομολογώ ότι μέχρι τότε δεν είχα στείλει το βιβλίο στον Ίκαρο γιατί πίστευα ότι ένας εκδοτικός με τη δική του ιστορία και προσφορά στα ελληνικά γράμματα δύσκολα θα ασχολούταν με την πρώτη λογοτεχνική μου προσπάθεια. Ευτυχώς διαψεύστηκα.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Το τέλος της πείνας
Λίνα Ρόκου
Ίκαρος 2018
Σελ. 192, τιμή εκδότη €12,00