Ο Αλέξανδρος Διαμαντής μας συστήθηκε πρόσφατα με τη νουβέλα του «Ας φύγουμε λοιπόν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. «Μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους, να τους κλωθογυρίζω στο μυαλό μου και να δημιουργώ γι’ αυτούς μύθους», σημειώνει, μεταξύ άλλων.
Επιμέλεια: Ευλαλία Πάνου
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Αν και δεν αποτελεί μια ρεαλιστική αφήγηση, το βιβλίο μου αυτό είναι απολύτως ειλικρινές ως καταγραφή καταστάσεων που έζησα -ή που φαντάστηκα;- όταν ήμουν 17-18 χρονών. Για πολύ καιρό με απασχόλησε το ενδεχόμενο να μην αφορά κανέναν άλλον εκτός από εμένα τον ίδιο. Αισθάνομαι περήφανος και απρόσμενα δικαιωμένος μαθαίνοντας πως βρίσκει ανταπόκριση σε άγνωστους ανθρώπους, εντελώς άσχετους από αυτά τα οποία περιγράφονται μέσα σ’ αυτό – σπατάλες, καταχρήσεις, σχέσεις γοητευτικές αλλά αδιέξοδες, μια ζωή ρηχή ενδεχομένως, η οποία εντούτοις βαθαίνει σε σημεία με απρόσμενο τρόπο.
Μου αρέσει να περπατάω μόνος μου και να κλέβω λέξεις, κινήσεις και βλέμματα από τους άλλους.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας. Τι το καινούργιο φέρνει;
Οπωσδήποτε δεν μπορώ να πω μόνος μου για τον εαυτό μου αν φέρνω ή δεν φέρνω κάτι καινούργιο, πρόκειται για ζήτημα που θα το κρίνουν άλλοι συν τω χρόνω. Από εκεί και πέρα, το μόνο που ίσως θα έλεγα είναι πως έχω μια συγκεκριμένη άποψη για τη ζωή, την οποία θεωρώ υποχρέωσή μου, κοινωνική και αισθητική, να εκφράσω με ειλικρίνεια και θάρρος. Τώρα το από πού πηγάζει η άποψη αυτή και ποια είναι η σχέση της με την πραγματικότητα, είναι μια άλλη συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, δεν θεωρώ τους καλλιτέχνες προφήτες, αλλά αφηγητές.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Δεν έχω εργαστήρι. Μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους, να τους κλωθογυρίζω στο μυαλό μου και να δημιουργώ γι’ αυτούς μύθους. Μου αρέσει να περπατάω μόνος μου και να κλέβω λέξεις, κινήσεις και βλέμματα από τους άλλους.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες -κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.- τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους.
Το κύριο επάγγελμά μου είναι σκηνοθέτης θεάτρου και οι βασικές μου σπουδές, στην ιστορία της τέχνης. Οπωσδήποτε οι δυο αυτές τέχνες έχουν καθορίσει την ματιά μου, ιδιαίτερα οι σπουδές μου, οι οποίες μου έδωσαν την παιδεία και την αισθητική που αποτελούν ουσιαστική παρηγοριά για να μπορέσει κανείς να ζήσει ως καλλιτέχνης. Μου έρχεται στο νου αυτό που λένε οι οπαδοί της Λίβερπουλ – you’ll never walk alone.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Προσωπικά δεν θα έλεγα πως πράγματι έχω κάποια δύσκολη ιστορία να διηγηθώ. Παρότι πάντοτε έγραφα, η εκδοτική προοπτική καθόλου δεν με είχε απασχολήσει. Ήταν κάτι που έκανα στον ελεύθερο χρόνο μου. Κάποια στιγμή έτυχε να το διαβάσουν το κείμενο αυτό κάποιοι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι και ήταν εκείνοι που μ’ έπεισαν να προσπαθήσω να εκδοθεί. Μέσω του θεάτρου γνωρίζω το Θανάση Νιάρχο, έναν θαυμάσιο άνθρωπο των γραμμάτων. Του το έστειλα, του άρεσε, και το πρότεινε στις εκδόσεις Καστανιώτη, απ’ όπου εν συνεχεία εκδόθηκε.