Ο Παναγιώτης Τσίτος στην πρώτη του νουβέλα «Η γη τρέχει πιο γρήγορα» (εκδ. Βακχικόν) κινείται μεταξύ στοχασμού και εξωτερικής δράσης. Η ενδοσκόπιση κινεί τον ήρωα και τον ωθεί σε ατέρμονη φυγή, μακριά από οικεία μέρη και πρόσωπα. Η λύτρωση θα επέλθει μόνο μετά από την αναμέτρηση με τον εαυτό του.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Ως νέος στον χώρο της λογοτεχνίας η προώθηση του βιβλίου μου είναι τόσο δύσκολη όσο την είχα φανταστεί, δηλαδή αρκετά δύσκολη υπόθεση. Όταν δεν προηγείται ένα ιστορικό, μια ήδη διαμορφωμένη συγγραφική ταυτότητα, καλείσαι να συστηθείς από την αρχή και να εξηγήσεις το ποιος είσαι, γιατί γράφεις, ποια ζητήματα θες να αναδείξεις. Στο βιβλίο μου διαπραγματεύομαι ζητήματα όπως το υπαρξιακό κενό, τη διαδικασία της φυγής ως απαραίτητη συνθήκη δημιουργίας μιας νέας ταυτότητας, ως μια μορφή προσωπικής εξέγερσης. Εκ πρώτης όψεως, τα θέματα αυτά φαίνεται να αναφέρονται σε νέους ανθρώπους. Δεν πιστεύω, βέβαια, πως αυτό είναι απόλυτα αληθές. Το χάος που νιώθει κανείς στη ζωή του υπό κάποιες συνθήκες, η ανάγκη κατανόησης και ανακατασκευής του εαυτού μας ίσως να έχουν κάποια αρχή, αλλά θεωρώ ότι δεν έχουν τέλος. Νομίζω πως υπό διαφορετικό πρίσμα, η θεματολογία του βιβλίου μπορεί να αγγίξει τις ανησυχίες και τα αδιέξοδα αρκετών ανθρώπων, ακόμη και διαφορετικής ηλικίας. Σε αυτούς τους ανθρώπους αναφέρομαι και αυτό προσπαθώ να αναδείξω όταν μιλώ σε κάποιον για το βιβλίο μου.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Όλοι μας έχουμε τον δικό μας τρόπο σκέψης, τον δικό μας τρόπο να επεξεργαζόμαστε μια θεματολογία και να εκφραζόμαστε. Υπό αυτή την έννοια, όλοι έχουν να δώσουν κάτι διαφορετικό, μια διαφορετική οπτική. Αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ. Τώρα αν έχω να προσφέρω κάτι μικρό ή κάτι μεγαλύτερο, θα το δείξει ο χρόνος. Αυτό που προσπαθώ μέχρι στιγμής είναι να μεταφέρω σε ένα κείμενο τον κόσμο, όπως γίνεται αντιληπτός από τα δικά μου μάτια.
Το χάος που νιώθει κανείς στη ζωή του υπό κάποιες συνθήκες, η ανάγκη κατανόησης και ανακατασκευής του εαυτού μας ίσως να έχουν κάποια αρχή, αλλά θεωρώ ότι δεν έχουν τέλος.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Η συγγραφή του βιβλίου ήταν μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία, αρκετά πειραματική. Η αλήθεια είναι πως για αρκετό καιρό κανείς δεν γνώριζε πως έγραφα αυτό το κείμενο. Ήταν μια διαδικασία αρκετά προσωπική και εσωστρεφής. Νομίζω ότι αυτό μου έδωσε μια κάποια ελευθερία, μια άγνοια κινδύνου γι' αυτό που γράφω και για το τελικό αποτέλεσμα. Ήταν κάτι που χρειαζόμουν πολύ, ειδικά στο ξεκίνημα του βιβλίου που έπλεα σε τελείως αχαρτογράφητα νερά.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Η μουσική και ο κινηματογράφος είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της πρώτης δουλειάς. Αν η φιλοσοφία και η λογοτεχνία μου έδωσαν τα ερεθίσματα και τα θέματα του βιβλίου, από τη μουσική και τον κινηματογράφο άντλησα την ατμόσφαιρα που ήθελα να ενσωματώσω στο κείμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αδυνατούσα να γράψω χωρίς να ακούω μουσική. Η ροκ, η hip hop, η τζαζ, η bebop, η πανκ, ακόμη και η κλασική μουσική μού επέτρεψαν να δώσω μια κάποια «μουσικότητα» στο κείμενο. Σε διάφορα σημεία του κειμένου μπορώ να σας πω τι μουσική ή ποιο τραγούδι άκουγα, ενώ έγραφα την τάδε σελίδα και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις κάνω κωδικοποιημένες αναφορές σε αυτά. Παράλληλα, το σουρεαλιστικό στοιχείο του κειμένου βασίζεται σημαντικά στο έργο του σκηνοθέτη David Lynch, το έργο του οποίου με βοήθησε να φανταστώ τον κόσμο του βιβλίου, το σκηνικό μέσα στο οποίο δρουν οι χαρακτήρες. Άλλωστε, όλες οι τέχνες έχουν ένα κοινό, δημιουργούν συναισθήματα, κόσμους και ιστορίες που απλώς εκφράζονται με διαφορετικά μέσα.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Μπορώ να πω ότι ως προς την έκδοση στάθηκα πολύ τυχερός, από πολλές απόψεις. Ξεκίνησα να ψάχνω για εκδοτικό οίκο που ίσως να ενδιαφέρεται λίγο πριν από την αρχή του πρώτου lockdown, οπότε σύντομα όλες οι διαδικασίες πάγωσαν. Παραδόξως, στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού οι εκδόσεις Βακχικόν επικοινώνησαν μαζί μου, δείχνοντας ενδιαφέρον για το βιβλίο. Όχι μόνο δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ, αλλά ξεκίνησε και μια εξαιρετική συνεργασία με τις εκδόσεις, τον Νέστορα Πουλάκο και όλους τους συντελεστές. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η τύχη είναι πάντοτε σημαντικός παράγοντας και μπορώ να πω ότι ήταν με το μέρος μου σε αυτό το πρώτο εγχείρημα.
* Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΛΟΥΣΗΣ είναι δημοσιογράφος.