
Η Μαριέλ Νικοδήμος δεν υπάρχει – είναι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Η συγγραφέας, όμως, της επιστολικής κομεντί 40 γράμματα πένθους (εκδ. Εξάντας) εκπέμπει ένα από τα πιο στιβαρά καλλιτεχνικά σήματα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων (πεζογραφίας ή ποίησης).
Επιμέλεια: Κωστας Αγοραστός
Το βιβλίο δεν είναι μια άσκηση ύφους, δεν είναι ένα καλοφτιαγμένο –και σχετικά αδιάφανο– παραπέτασμα για να καλυφθούν πρόσωπα, σχέσεις και καταστάσεις. Το επιστολικό μυθιστόρημα έχει μακρά παράδοση στη γαλλόφωνη πεζογραφία και διέπεται από συγκεκριμένους κώδικες. Η ανωνυμία του δημιουργού είναι ένας από αυτούς. Η Μαριέλ Νικοδήμος δείχνει να γνωρίζει σε βάθος το είδος, και γι' αυτό τα 40 γράμματα πένθους χαρακτηρίζονται από εντιμότητα και αυτοσαρκασμό.
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Θεωρώ πως ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να ξέρει τη ζωή του συγγραφέα για να καταλάβει αυτό που διαβάζει, δουλειά του αναγνώστη –εάν και εφόσον το επιθυμεί– είναι να σκιαγραφήσει μόνος του το πορτρέτο του συγγραφέα όπως το αντιλαμβάνεται μέσα από το κείμενο που διάβασε. Αλλιώς δεν έχει νόημα, δεν έχει πραγματικά κανένα νόημα να ξέρει το παραμικρό από τη ζωή του άλλου, ή τις «ζωές των άλλων» για να μην ξεχνάμε και τον κινηματογράφο. Μπορώ να σας πω ότι τα 40 Γράμματα Πένθους είναι το πρώτο ολοκληρωμένο λογοτεχνικό κείμενο που γράφω στα ελληνικά. Η τριγλωσσία μου είναι συνάμα ευχή και κατάρα, είναι αγωνία και συνεχής αναζήτηση. Τη συγγραφή (προτιμώ να λέω γραφή) την αντιλαμβάνομαι σαν πάλη σωματική, σαν ερωτικό παιχνίδι με τη γλώσσα, σαν υπερβατικό μυστικισμό. Όταν παίρνω την απόφαση να βάλω μελάνι στη λευκή σελίδα θυμάμαι πάντα τον Edmond Jabès: «Πρέπει να πιστέψεις στο βιβλίο για να το γράψεις. / Ο χρόνος της γραφής είναι ο χρόνος αυτής της πίστης». Θαρρώ πως αυτό τα λέει όλα. Ας το αντιληφθεί, λοιπόν, o αναγνώστης που θα το διαβάσει ως «χρόνο πίστης».
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν «ακόμη ένας συγγραφέας»; Τι το καινούργιο φέρνει;
Όταν κάποιος αρχίζει να γράφει, τα σχόλια και τα δόγματα των άλλων δεν τον αφορούν, δεν τον αγγίζουν, δεν είναι καν ορατά στο βάθος του ορίζοντά του. Έτσι το βιώνω εγώ· το αντίθετο θα οδηγούσε στην αφύπνιση μιας επιδειξιμανίας που βρίσκεται μέσα μας σε κατάσταση νάρκης. Για μένα το «ακόμη ένας συγγραφέας;», όπως και το «ακόμη ένα ζωγράφος;» είναι άκυρο. Έγκυρο είναι το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας: «Τι το καινούργιο φέρνει;» Με άλλα λόγια, έχει κάτι να πει ή «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας» (στην περίπτωσή μου κυριολεκτώ). Την Αθήνα τη γνώρισα σε ώριμη ηλικία και το πέρασμά μου ήταν σύντομο· είναι μια πόλη που δεν κατάφερα να αγαπήσω, άλλωστε ποτέ δεν συνδέθηκα με έναν τόπο, με έναν άνθρωπο, με μία ιδέα. Ζούμε σε ένα ρευστό σύμπαν και, σε ό,τι με αφορά, το μόνο σταθερό που υπάρχει στη ζωή μου είναι η σχέση μου με τις λέξεις. Τις αγαπώ σε όλες τους τις εκφάνσεις όπως κι αν είναι «βαμμένες», με λυρισμό, με ρομαντισμό, με ωμότητα, με ρεαλισμό… Ο έρωτάς μας είναι σαρκικός, αιμομικτικός και ανυπόφορος. Η καθημερινή τριβή μας καταλήγει σχεδόν πάντα σε μια «αναμορφωτική» διαδικασία μέσα από την οποία αναζητώ την ταυτότητα της μυθοπλασίας. Η ταυτότητα αυτή –τουλάχιστον στην περίπτωσή μου– οδηγεί στην ανανέωση της αφηγητικής μορφής που προτείνω στα γραπτά μου και που αντιλαμβάνομαι σαν κατάληξη προσπάθειας ακόμη κι αν δεχτούμε πως «όλα είναι υπόθεση ύφους». Αν κάτι έχω να προτείνω στα 40 Γράμματα Πένθους, αυτό είναι η αναμόρφωση πάνω στον κλασικό επιστολικό καμβά, όπως μου τον δίδαξε η γαλλική λογοτεχνία.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Το εργαστήριό μου δεν είναι και τόσο νεότευκτο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν υπάρχει λόγος να τη διηγηθώ τώρα. Η μέθοδός μου είναι καλειδοσκοπική – να θυμίσω πως τα καλειδοσκόπια αναμορφώνουν. Είχα αρχικά την ιδέα μιας ακολουθίας (με τη μαθηματική έννοια του όρου) αποδομήσεων / δομήσεων που έχει σκοπό να χτίσει μια καινούργια πραγματικότητα «εχθρική» απέναντι σε αυτό που τα λεξικά και η καθημερινή μας γλώσσα ορίζουν ως πραγματικότητα, και έτσι άρχισα να κερματίζω το υλικό μου. Ας υποθέσουμε, για να γίνω κατανοητή, ότι κρατώ στα χέρια μου, πριν πιάσω το μολύβι, ψήγματα εμπειρίας βιωμένης και μη· η μη βιωμένη –θεωρώ σίγουρο ότι υπάρχει αλλά και αν δεν υπάρχει θα την εφεύρω– είναι πολύ πιο στερεή σαν δομικό μυθοπλαστικό υλικό και μάλιστα απομακρύνει από τον κίνδυνο της στείρας αυτοαναφορικότητας που ελλοχεύει στην περίπτωση της επιστολικής γραφής. Τα ψήγματά μου τα ρίχνω στο καλειδοσκόπιο όπου με τις κινήσεις (καθόλου τυχαίες) δημιουργούνται αναρίθμητοι συνδυασμοί και σχήματα με τα οποία χτίζω σιγά σιγά τη μυθοπλασία μου. Να σας δώσω ένα παράδειγμα, η αφηγήτριά μου, αυτή που γράφει τις επιστολές στη γυναίκα που την εγκατέλειψε, αρνείται στο βάθος την καθημερινή της υπόσταση (εξηγούμαι: όχι την ανθρώπινη) και πρέπει οπωσδήποτε να βρει ένα μυθιστορηματικό alter ego για να μπορέσει να αρθρώσει τον δικό της λόγο, κι έτσι διαλέγει (διαλέγω) τον Ηλιογάβαλο του Αντονέν Αρτώ. Όλη μου η προσπάθεια στα 40 αυτά γράμματα είναι ένα αναμορφωτικό ταξίδι μέσα από τη λογοτεχνία.
Ξέρω πως μπορεί να φανεί παραληρηματικό, με μια πρώτη ματιά, αλλά αν διαβαστεί προσεκτικά θέλω να πιστεύω πως η λογική του δεν θα αφήσει αδιάφορο τον αναγνώστη. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν θα το ήθελα. Τους αυτοσχεδιασμούς –μια και με ρωτάτε– τους αποφεύγω συστηματικά. Ίσως αυτό να μου έχει μείνει από έναν πρώτο κύκλο θετικών σπουδών που στη συνέχεια εγκατέλειψα. Οι αυτοσχεδιασμοί δεν έχουν εγκυρότητα, σε έναν και μοναδικό έγκυρο αυτοσχεδιασμό θα μπορούσα να αναφερθώ στο Questa sera si recita a soggetto (Απόψε αυτοσχεδιάζουμε) του Πιραντέλο γιατί εκεί περατώνεται με μεγάλη μαεστρία η ηθελημένη σύγχυση. Όσο για εκείνους που μου έδωσαν συμβουλές νομίζω πως δεν τους έκρυψα, ανιχνεύονται στις σελίδες μου: Αρτώ, Λόρκα, Κλωντέλ, Ντεσνός, Μπέκετ… πολλοί Έλληνες ποιητές και κυρίως ο Εγγονόπουλος με το «Περί Ύψους». Μην ξεχνάτε πως η αφηγήτρια θέλει εαυτόν πυροτεχνουργό: «Κι εσύ, αγαπημένη μου, διάλεξες αυτόν τον κόσμο γιατί ο δικός μου ήταν δύσκολος, πολύ δύσκολος, η ζωή της πυροτεχνουργού είναι αβάσταχτη, επικίνδυνη και ταπεινή. Τα χαλκούνια μου λάμπουν όσο διαρκεί ένα "σ’ αγαπώ" και μετά… σκοτάδι. Βλέπεις, δεν υπάρχει νόμος που να προστατεύει τους πυροτεχνουργούς, τους σκοτώνουν και δεν νοιάζεται κανείς, ο δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος, όπως εσύ». (Γράμμα XXXVI.)
Θα σας εξομολογηθώ μια μεγάλη κοινοτοπία που, όμως, με στοιχειώνει: η πραγματικότητα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μονάχα με τη φαντασία, αυτήν «τη βασίλισσα του αληθινού», όπως την έλεγε ο Μπωντλαίρ, που με βοήθησε να μη χαθώ στις λέξεις πείθοντάς με πως: «Έχω περισσότερες αναμνήσεις απ’ ό,τι αν ήμουν χιλίων ετών» (J’ai plus de souvenirs que si j’avais mille ans).
Θα σας εξομολογηθώ μια μεγάλη κοινοτοπία που, όμως, με στοιχειώνει: η πραγματικότητα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μονάχα με τη φαντασία, αυτήν «τη βασίλισσα του αληθινού», όπως την έλεγε ο Μπωντλαίρ, που με βοήθησε να μη χαθώ στις λέξεις πείθοντάς με πως: «Έχω περισσότερες αναμνήσεις απ’ ό,τι αν ήμουν χιλίων ετών».
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική δουλειά σας; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Νομίζω πως η επίδραση της ζωγραφικής είναι εμφανέστατη τόσο σε ό,τι αφορά τη μορφή όσο και την ουσία. Ολόκληρο το γράμμα XXI, για παράδειγμα, δεν είναι παρά μια περιγραφή της «Πορνοκράτιδος» του Φελισιέν Ροπς· επιχείρησα να αναβιώσω φραστικά τον παρακμιακό ρεαλισμό του, υπήρχε ανάγκη. Καταφεύγω πολύ συχνά στη ζωγραφική, τη χρησιμοποιώ «εργαστηριακά» όταν ψάχνω για την αισθητική του κειμένου, για «χρωματικές» αποδόσεις σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο. Η ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον, η ωμότητα της οποίας συμπορεύεται με εκείνη του Αρτώ, ο κινηματογράφος του Φασμπίντερ και του Παζολίνι (υπάρχουν αναφορές μέσα στο κείμενο) είναι οι πνιγμένες μου κραυγές. Σε ένα προηγούμενο μυθιστόρημά μου, το Mat à la Reine (Ματ με Βασίλισσα) που ελπίζω να κυκλοφορήσει σύντομα στη Γαλλία γιατί είναι γραμμένο στα γαλλικά –λέω προηγούμενο επειδή είναι γραμμένο πριν από τα 40 Γράμματα Πένθους– δούλεψα πάνω στη μουσική προσπαθώντας να φτάσω σε μια μετα-μπαρόκ γραφή. Αυτό που με ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η δουλειά που κάνει κανείς με τη γλώσσα εξερευνώντα τα μυστικά της και εκμεταλλευόμενος τις απειράριθμες δυνατότητές της. Θυμάμαι τη συγκίνησή μου όταν, στη δεύτερη ανάγνωση, ακούω τη φωνή της αφηγήτριας στο γράμμα XVIII: «Ούτε έπαιξα, ούτε έχασα, ούτε κατέβηκα σε καμιά αρένα, παλεύω χρόνια με τον Λόγο, αυτός είναι η θρησκεία μου, το ήθος μου, η παρηγοριά και το όπλο μου. Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος αυτός δεν αλλοιώνεται». Συνειδητοποιώ καθώς περνούν τα χρόνια ότι ο Λόγος είναι η αρχή αλλά και το τέλος, είναι η κραυγή, «το πιο άμεσο σύμβολο της ανθρώπινης ύπαρξης» κατά τον Φράνσις Μπέικον. Τα 40 Γράμματα Πένθους είναι η δική μου προσωπική κραυγή. «Γράφοντας καταργεί κανείς όλες τις λογοκρισίες» λέει ο Ζαν Ζενέ.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Η δική μου ιστορία είναι απλούστατη. Όπως θα έχετε καταλάβει, δεν είμαι «πρωτάρα». Αυτό είναι το πρώτο μου βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά. Ένα μεσημέρι, στο Παρίσι, στο καφενείο του βιβλιοπωλείου «Shakespeare & Company», με θέα την πολύ πρόσφατα τότε «καμένη εκκλησία» (Notre-Dame) πίναμε καφέ με την υπεύθυνη του εκδοτικού προγραμματισμού του Εξάντα. Πολύ δειλά της μίλησα γι’ αυτό που ετοίμαζα. «Να μου το στείλεις, μην το αμελήσεις», μου λέει. Στις αρχές του Σεπτέμβρη το έστειλα και σε μια εβδομάδα έφτασε η απάντηση: «Το βγάζουμε». Την ευχαριστώ.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
40 γράμματα πένθους
Επιστολική κομεντί
Μαριέλ Νικόδημος
Εξάντας 2019
Σελ. 232, τιμή εκδότη €12,00