
Συνέντευξη με τον συγγραφέα Γιώργο Συμπάρδη με αφορμή το μυθιστόρημά του «Αδέλφια» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Κώστα Αγοραστού
Ολιγογράφος αλλά με διακριτό το στίγμα του στη νεοελληνική πεζογραφία των τελευταίων 30 χρόνων. Ο Γιώργος Συμπάρδης κέρδισε επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό μιας και από το 1987 που κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, Μέντιουμ (εκδ. Μεταίχμιο) μέχρι το φετινό του μυθιστόρημα Αδέλφια (εκδ. Μεταίχμιο) έχουν παρεμβληθεί 30 χρόνια και μόλις τρία ακόμη βιβλία, με το μυθιστόρημά του Υπόσχεση Γάμου (εκδ. Μεταίχμιο) να βραβεύεται με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.
Αφορμή για την κουβέντα μας στάθηκε το τελευταίο μυθιστόρημά του, Αδέλφια. Μια ιστορία ενηλικίωσης και διαρκούς ανταγωνισμού μεταξύ δύο αδελφών με φόντο τη δεκαετία του '50 και του '60. Ένα χαμηλόφωνο και μαζί ερεθιστικό μυθιστόρημα, με ένα εξίσου ιδιαίτερο εξώφυλλο. Από αυτό ξεκινήσαμε.
Το τελευταίο σας μυθιστόρημα έχει τίτλο Αδέλφια, και στο εξώφυλλο βλέπουμε δύο παίκτες αντίπαλων ομάδων, σε ένα επιτραπέζιο ποδοσφαιράκι. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50 και παρακολουθούμε την ενηλικίωση δύο αγοριών, ενώ μεταξύ τους αναπτύσσεται όλο και εντονότερα μια κατάσταση αντιπαλότητας. Τι τροφοδοτεί αυτή την αντιπαλότητα;
Ο μεγάλος αδελφός, όπως και ο πατέρας, συνεχώς «χτίζει», ενδεχομένως σαθρά οικοδομήματα, δεν έχει σημασία, τη στιγμή που ο μικρός μόνον σκέπτεται και μέχρι τέλους αδρανεί.
Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει πράγματι προκαλέσει εντύπωση και σχόλια διάφορα, αρνητικά και θετικά. Ο Αλέξης Ζήρας παρατήρησε ότι απεικονίζει δύο παίκτες αντίπαλους, αλλά αντίπαλους φτιαγμένους από το ίδιο υλικό, ενώ η Έρη Σταυροπούλου μίλησε για ένα εξώφυλλο που είναι σαν να το ακούς, ηχηρό. Ένα εξώφυλλο και μια εικόνα παιγνίου ανάμεσα στα δύο αδέλφια το οποίο μόνον εκ πρώτης όψεως είναι αθώο και ακίνδυνο, θα έλεγα εγώ.
Ο ανταγωνισμός ή η αντιπαλότητα, αν προτιμάτε, ανάμεσα στα δύο αδέλφια οφείλεται στους διαφορετικούς χαρακτήρες τους (ο ένας είναι ρέμπελος, ο άλλος υποτακτικός), στα εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα τα οποία ο καθένας τους προτιμά και προσπαθεί να επιβάλει στον άλλο (ενδεικτικά το είδος της μουσικής που ακούνε) και κυρίως στις διαφορετικές προσωπικότητές τους: ο μεγάλος αδελφός, όπως και ο πατέρας, συνεχώς «χτίζει», ενδεχομένως σαθρά οικοδομήματα, δεν έχει σημασία, τη στιγμή που ο μικρός μόνον σκέπτεται και μέχρι τέλους αδρανεί.
Λέει κάπου στο μυθιστόρημά σας ο ένας εκ των δύο αδελφών, ο οποίος αφηγείται και την ιστορία: «Κάτι περιμέναμε να μας δοθεί από τον άλλο κι ο άλλος δεν μας το έδινε». Τι καθορίζει αυτό το «δούναι και λαβείν» ανάμεσα στα δύο αδέλφια; Είναι μια σχέση ισότιμη ή μια τράπουλα εξαρχής σημαδεμένη από τη διαφορά ηλικίας και ισχύος;
Αυτό που περίμενε ο ένας αδελφός από τον άλλο υπάρχει μέσα στο κείμενο: «Να με πάρει με το μέρος του, να γίνουμε, αν ήταν δυνατόν, ένα ήθελε εκείνος και του το αρνιόμουν» λέει ο μικρός αδελφός, ο αφηγητής, ο οποίος όμως αμέσως κατόπιν μιλώντας για τις δικές του προσδοκίες συμπληρώνει: «να ξαναγίνει για μένα ο σπουδαίος μεγάλος αδελφός που υπήρξε στα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας ήθελα εγώ κι αυτό ήταν αδύνατον».
Ανεξάρτητα από τη διαφορά ηλικίας και ισχύος οι δύο έφηβοι, ακόμα κι αν είναι «ιδιαίτεροι»,
δεν παύουν να είναι και «τυπικοί».
Η σχέση ανάμεσα στα δύο αγόρια, τα οποία στη διάρκεια της αφήγησης ενηλικιώνονται, ανταποκρίνεται κατ’ αρχήν στο γνωστό ήδη από τη Βίβλο αρχετυπικό μοντέλο της εχθρότητας που συχνά παρατηρείται ανάμεσα στ’ αδέλφια – του ίδιου φύλου ιδιαίτερα. Ανεξάρτητα από τη διαφορά ηλικίας και ισχύος οι δύο έφηβοι, ακόμα κι αν είναι «ιδιαίτεροι», δεν παύουν να είναι και «τυπικοί». Η τράπουλα της σχέσης τους για την οποία με ρωτάτε, αλλά και της αφήγησης θα πρόσθετα εγώ, είναι –όσο είναι– εξαρχής σημαδεμένη μόνον και μόνον επειδή οι δύο ήρωές της είναι αδέλφια.
Η δεκαετία του ‘50, κι έπειτα του ’60, υποδηλώνεται σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος μέσω της τεχνολογίας (καινούργιες ηλεκτρικές συσκευές), της μουσικής (ελαφρά τραγούδια), της μόδας (νεανικά σακάκια με σκίσιμο) και, εν μέρει, της γλώσσας. Το πολιτικό πλαίσιο της εποχής μοιάζει να μην επηρεάζει καθοριστικά τα δύο αδέλφια. Ήταν εσκεμμένη επιλογή;
Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 υποδηλώνονται στο μυθιστόρημα και από κάτι άλλο εξόχως πολιτικό: από τη διαρκή ανοικοδόμηση στην οποία δύο από τους ήρωές του συμμετέχουν ενεργά. Η πολιτική προτίμηση του πατέρα της οικογένειας, το κόμμα των Προοδευτικών που ψηφίζει στις εκλογές του ’56, μοιάζει απολιτική αλλά δεν είναι. Ο προγναθισμός και το γενικότερο φάλτσο στη μορφή του αρχηγού του κόμματος, η αποτυχία του να εισέλθει στη βουλή και η βίαιη αποβολή από το καφενείο του ανθρώπου που εισηγήθηκε στον πατέρα τη συγκεκριμένη ψήφο ανταποκρίνεται στο μοτίβο της προόδου και επομένως και της πολιτικής, έτσι όπως το είχα στο μυαλό μου. Θα πω και κάτι ακόμα: στη μεταπολεμική πεζογραφία οι κατατρεγμένοι αριστεροί ήρωες περισσεύουν, οι παρακρατικοί της δεξιάς επίσης, εκείνοι που λείπουν είναι οι απλοί οικογενειάρχες που εργάζονται σκληρά και μοχθούν για να σπουδάσουν τα παιδιά τους, οι οποίοι πιστεύουν στην πρόοδο και οι οποίοι στην προσπάθειά τους να βάλουν το λιθαράκι τους στην ανοικοδόμησή της αποτυγχάνουν. Υπήρχαν κι αυτοί ξέρετε, όπως επίσης και εκείνα τα παιδιά σαν τον μεγάλο αδελφό του μυθιστορήματος και σαν τους τρεις φίλους του που «μόνον από σπόντα γύριζαν να κοιτάξουν προς τα πίσω –όταν καταπιέζονταν και δεν ήταν όσο θα ήθελαν ελεύθεροι–, τις άλλες ώρες… είχαν προ οφθαλμών το παρόν και δεν έδιναν πεντάρα τσακιστή για το παρελθόν. Για τους παλιούς, ανοιχτούς λογαριασμούς υπήρχε καιρός, θα σχημάτιζαν άποψη και θα έβλεπαν τι θα έκαναν αργότερα». Πότε αργότερα; Στα χρόνια της χούντας, στα χρόνια της παντοκρατορίας του ΠΑΣΟΚ κι ακόμα καλύτερα κι ακόμα περισσότερο στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, σήμερα.
Τόπος όπου εκτυλίσσεται η δράση είναι, όπως όλα δείχνουν, η Ελευσίνα. Γιατί δεν την ονοματίζετε πουθενά μέσα στο βιβλίο;
Η Ελευσίνα μπορεί να μην κατονομάζεται στο βιβλίο και να περιγράφεται, όπως μ’ αρέσει να περιγράφονται οι χώροι, ελλειπτικά, αλλά υπάρχει. Γράφοντας το βιβλίο, την Ελευσίνα, που είναι η πόλη μου αλλά και το σκηνικό όλων σχεδόν των επεισοδίων του μυθιστορήματος, είχα διαρκώς κατά νου. Όμως η παραφορτωμένη εικόνα που της έχουν εδώ και καιρό φιλοτεχνήσει, καθώς και η γεμάτη με στερεότυπα υφιστάμενη σχετική μυθολογία δεν ανταποκρίνονται στη δική μου «πόλη» και γι’ αυτό θέλησα να την επανασυστήσω. Δεν γνωρίζω αν τα κατάφερα.
Φέρνετε συνήθως στο προσκήνιο ανθρώπους ήσυχους, καθημερινούς, με μια λέξη, συνηθισμένους, και την ίδια στιγμή μοναδικούς. Αυτό ισχύει, βεβαίως, και για τον Θανάση, τον έναν εκ των δύο αδελφών. Έχει να κάνει με το πώς βλέπετε τον εαυτό σας στην κοινωνία ή αφορά μια γενικότερη προτίμησή σας σ’ αυτόν τον τύπο ανθρώπων;
Οι ήρωες των βιβλίων μου είναι σχεδόν όλοι λαϊκοί άνθρωποι, μάλλον μικροαστοί (ακόμα και ως διανοούμενοι), παρά μεσοαστοί. Σε κάθε περίπτωση ανήκουν στην κοινωνική τάξη μέσα στην οποία ανδρώθηκα και από την οποία ουδέποτε αποκόπηκα ψυχικά. Με τους μεγαλοαστούς μόνον «περιστασιακά» έχω ασχοληθεί στον «Άχρηστο Δημήτρη». Σπούδασα νομικά, ειδικεύτηκα στο ναυτικό δίκαιο κι επειδή ως δικηγόρος υπερασπίστηκα για χρόνια τα συμφέροντα μικρών και μικρομεσαίων κυρίως εφοπλιστών, τους γνωρίζω καλά. Αν ποτέ έγραφα για τον κόσμο τους, θα έγραφα μια εξωφρενική, και κατά πάσα πιθανότητα αιματηρή στην κατάληξή της, παρωδία, κάτι που καλά θα έκανα να αποφύγω, γιατί στο είδος δεν έχω καμία επίδοση.
Ο Θανάσης πάλι, ο μεγάλος αδελφός του μυθιστορήματος, καθημερινός άνθρωπος μπορεί να είναι αλλά ως τέτοιος όχι πολύ συνηθισμένος και καθόλου ήσυχος. Είναι όμορφος και έξυπνος, επαναστατημένος και χαρισματικός και στα μάτια του μικρού αδελφού φαντάζει ως ολωσδιόλου ιδιαίτερος και αξιοζήλευτος. Αλλά και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου πιστεύω ότι συστήνεται σαν κάποιος που είχε ή που θα μπορούσε να έχει καταφέρει πολλά. Μοναδικός δεν ξέρω αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί – με την έννοια ότι όλοι οι άνθρωποι είναι μοναδικοί, ναι, είναι και αυτός.
Έχετε βάλει ως προμετωπίδα στο βιβλίο σας έναν στίχο του Καβάφη από το ποίημα «Κτίσται», που λέει: «Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη». «Πρόοδος» και «οικοδομή» είναι δυο έννοιες που πάνε χέρι χέρι μέσα στο βιβλίο, τουλάχιστον για τους ήρωές σας. Εσείς, τι πιστεύετε; Η μοναδική πρόοδος που είχαμε στη χώρα μας από τον πόλεμο και μετά έχει να κάνει με την ανοικοδόμηση;
Δεν με ενδιαφέρει η ανοικοδόμηση αλλά τα θεμέλια της σημερινής «οικοδομής» και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της μεγάλης εικόνας και του τόπου από τον πόλεμο και μετά.
Το ποίημα «Κτίσται» το πρώτο που δημοσίευσε ο Καβάφης τον Οκτώβριο του 1891 στο αθηναϊκό περιοδικό «Αττικόν Μουσείον», υπογράφοντάς το με τα αρχικά Κ.Φ.Κ., στάθηκε η αφορμή (μία από τις αφορμές) για να γράψω τα «Αδέλφια» και για αυτό ο πρώτος του στίχος που λέει ότι «η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη» μπήκε ως μότο και μάλιστα με μεγαλύτερα του συνήθους τυπογραφικά στοιχεία ένεκα των οποίων πολύ σωστά νομίζω ότι κι εσείς αντί για τη λέξη «μότο» χρησιμοποιείτε τη λέξη «προμετωπίδα». Οι χτίστες στο ποίημα περιγράφονται ως «αγαθοί εργάτες» (δύο λέξεις που χρησιμοποίησα κι εγώ), ενώ ο κόπος τους αποδεικνύεται μάταιος. Η Πρόοδος είναι οικοδομή ανέφικτη συμπεραίνει ο ποιητής. Αν και δεν μπορώ να πω ότι συμφωνώ (ούτε άλλωστε και να διαφωνήσω είμαι σε θέση), συμμερίζομαι την παρομοίωση της Προόδου με οικοδομή – μία οικοδομή πολυεπίπεδη που είναι δαιδαλώδης και γι’ αυτό δύσβατη, γεμάτη κακοτεχνίες που δύσκολα περιγράφεται και μένει στο τέλος ημιτελής. Βέβαια, τα Αδέλφια δεν είναι ένα αλληγορικό μυθιστόρημα (ευτυχώς θα έλεγα) κι έτσι ο αναγνώστης δεν συναντάει καμία σπουδαία οικοδομή στις σελίδες του. Σπίτια και κυρίως σπιτόπουλα χτίζονται πολλά –το απαιτεί η εποχή– και οι χτίστες πρωταγωνιστούν, αλλά η «μεγάλη οικοδομή» απουσιάζει. Και φυσικά δεν με ενδιαφέρει η ανοικοδόμηση αλλά τα θεμέλια της σημερινής «οικοδομής» και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της μεγάλης εικόνας και του τόπου από τον πόλεμο και μετά.
Έχουν συμπληρωθεί 30 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου σας βιβλίου, Μέντιουμ (1987). Τόσα χρόνια μετά, διακρίνετε κάποια μοτίβα, κάποιες συγγραφικές εμμονές που επανέρχονται, ανεξάρτητα από το «εξωτερικό κέλυφος» της ιστορίας; Αισθάνεστε, με άλλα λόγια, ότι τα βιβλία σας μεταξύ τους συνομιλούν;
Ακόμα κι αν τα βιβλία μου «συνομιλούν», όπως το θέτετε, μεταξύ τους, για τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται και τα συνδέουν μόνον οι αναγνώστες θα ’πρεπε και μπορούν και νομιμοποιούνται να μιλήσουν. Είστε οι πλέον αρμόδιοι.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Λουκία Δέρβη
Αδέλφια
Γιώργος Συμπάρδης
Μεταίχμιο 2018
Σελ. 312, τιμή εκδότη €15,50