
«Η οικογένεια είναι το πρώτο κύτταρο και το πρώτο πεδίο πειραμάτων της κοινωνίας, αλλοίμονο αν δεν απασχολεί έναν συγγραφέα. Ο Προύστ στο "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο", το λέει λιγάκι διαφορετικά: αν δεν δείξεις με τη γραφή σου το φτωχικό σπίτι που μεγάλωσες, δεν έχεις καταφέρει τίποτα» μας είπε μεταξύ άλλων ο Νίκος Δαββέτας, με αφορμή τη νουβέλα του «Η δεσμοφύλακας» (εκδ. Πατάκη). © εικόνας: Βαγγέλης Ζαβός.
Συνέντευξη στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Νίκου Δαββέτα έχει τον τίτλο Η δεσμοφύλακας και θέμα που κεντρίζει το ενδιαφέρον: μιλά για την ιδιαίτερη σχέση του αφηγητή, alter ego του συγγραφέα, με τη μητέρα του, που στα τελευταία χρόνια της πάσχει από Αλτσχάιμερ, αλλά στην ακμή της ασκούσε το ιδιαίτερο επάγγελμα της δεσμοφύλακα, μια ιδιότητα που ως έναν βαθμό περιέπλεκε τις οικογενειακές σχέσεις.
Η έντονα αυτοβιογραφική νουβέλα προχωρά σε βάθος, ανατρέποντας στερεοτυπικές απεικονίσεις και παρουσιάζοντας τους ρευστούς ρόλους που καλείται να πάρει καθένας από εμάς στη ζωή του. «Οι έννοιες του "καλού" και του "κακού"», μας είπε ο συγγραφέας, «μπορεί να συνυπάρχουν μέσα στο ίδιο άτομο και να εκδηλώνονται σε διαφορετικές στιγμές», σε μια συνέντευξη στην οποία συζητήσαμε για την ισορροπία μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας στο έργο του, τις οικογενειακές σχέσεις, τον όρο «αυτομυθοπλασία» και πολλά ακόμη.
Η δεσμοφύλακας είναι ένα έντονα αυτοβιογραφικό βιβλίο που φωτίζει τη σχέση με τη μητέρα σας, δίνοντας έμφαση στα τελευταία χρόνια της, τα οποία πέρασε με τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Ταξιδεύετε, μέσω της αφήγησης, σε παλαιότερες εποχές, στις οποίες η μητέρα σας ήταν ακμαία και εργαζόταν ως δεσμοφύλακας, αρχικά στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και αργότερα στου Κορυδαλλού. Ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην επινόηση, προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα; Καθώς γράφατε, στοχεύατε να ολοκληρώσετε περισσότερο ένα μυθιστόρημα ή μια βιογραφία;
Όταν ολοκλήρωσα τις σημειώσεις από την περιπέτεια της μητέρας μου, υπήρχε πια μέσα μου η πρόθεση αυτές να γίνουν μια ευσύνοπτη νουβέλα. Αλλά αυτό θα έλεγα ήταν, με ένα τρόπο μεταφυσικό, και μια «απαίτηση» της αφηγήτριας. Ο αρχικός στόχος ήταν πάνω στο αφτιασίδωτο βίωμα, τη σκληρή εμπειρία, να χτίσω πολλές εκδοχές της πραγματικότητας. Το βασικό ερώτημα όμως για μένα ήταν και παραμένει αναπάντητο: τα γεγονότα που βίωσε κάποιος (στη συγκεκριμένη περίπτωση η μητέρα μου), αυτά που θυμάται, τα έζησε έτσι όπως τα θυμάται ή τελικά είναι κι αυτά μια επινόηση του νου -η άμυνά του- που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει;
Η μητέρα σας ασκούσε το πολύ ιδιαίτερο επάγγελμα της δεσμοφύλακα, και σε ταραγμένες περιόδους, όπως κατά τη διάρκεια της Χούντας. Διάφορες μικροϊστορίες παρουσιάζονται στις σελίδες του, των πολιτικών κρατουμένων με τις οποίες συνδέθηκε η μητέρα σας και οι οποίες μετά από τη συνταξιοδότησή της την επισκέπτονταν για να την ευχαριστήσουν. Βέβαια, ο γιος, που δραστηριοποιείται στη μεταπολιτευτική αριστερά, νιώθει κάποιες «ενοχές» για την ιδιότητα της μάνας. Θα λέγαμε πως στο βιβλίο σας ανατρέπονται οι «στερεοτυπικές» απεικονίσεις, τόσο όσον αφορά στο συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά και στην ίδια την ελληνική οικογένεια – εδώ, ας πούμε, απουσιάζει ο πατέρας και η μάνα περνά μέχρι και τις Πρωτοχρονιές της στη φυλακή, μακριά από το παιδί της. Είναι αυτό ένα χαρακτηριστικό κάθε καλής ιστορίας, να παρουσιάζει μια μέχρι πρότινος αθέατη ματιά στα πράγματα;
Η πραγματική λογοτεχνία ανατρέπει τα στερεότυπα, ανατρέπει τις όποιες ιδεολογικές κατασκευές που εξυπηρετούν συνήθως ένα πολιτικό ή κοινωνικό αφήγημα, αλλά καθόλου δεν βοηθάνε στην ανάδειξη της πολυφωνικής μυθοπλασίας. Ο Φίλιπ Ροθ το γράφει καλύτερα: «Εξειδίκευση του πόνου ίσον λογοτεχνία, γενίκευση του πόνου ίσον πολιτική». Όταν εξειδικεύεις στον πόνο στέκεσαι στις αποχρώσεις, στις τομές, στις αντιφάσεις των ανθρώπων και εκεί καταλαβαίνεις ότι οι έννοιες του «καλού» και του «κακού», του «προοδευτικού» και του «συντηρητικού» είναι πολύ ρευστές, μπορεί να συνυπάρχουν μέσα στο ίδιο άτομο και να εκδηλώνονται σε διαφορετικές στιγμές. Οι μεγάλοι ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας αυτή την αλήθεια κουβαλάνε, είναι «κράμα συνειδήσεων», όχι μονολιθικοί υπηρέτες μιας συγκεκριμένης οπτικής.
Οι οικογενειακές σχέσεις σάς έχουν απασχολήσει και παλαιότερα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το μυθιστόρημά σας Άντρες χωρίς άντρες. Είναι ένα από τα στοιχεία που βρίσκονται στον πυρήνα της μυθοπλασίας σας; Διαφοροποιείται, με κάποιον διακριτό τρόπο, η προσέγγιση του πατέρα από την προσέγγιση της μητέρας;
Η οικογένεια είναι το πρώτο κύτταρο και το πρώτο πεδίο πειραμάτων της κοινωνίας, αλλοίμονο αν δεν απασχολεί έναν συγγραφέα. Ο Προύστ στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το λέει λιγάκι διαφορετικά: αν δεν δείξεις με τη γραφή σου το φτωχικό σπίτι που μεγάλωσες, δεν έχεις καταφέρει τίποτα. Τώρα, το σπίτι λέμε/είναι το «Πατρικό» μας, η γλώσσα όμως η «Μητρική». Πάνω σε αυτή τη διαφορά παίζεται όλο το παιχνίδι και πρέπει να έχεις τα κατάλληλα εργαλεία για να προσεγγίσεις συγγραφικά αυτούς τους ξεχωριστούς ρόλους. Καθείς και τα όπλα του, βεβαίως…
Η μητέρα σε κάποια σημεία παίρνει τον λόγο, συνεχίζοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα αυτό, εφόσον ένα από τα θέματα της μυθοπλασίας σας είναι η δυσκολία προσέγγισης του γονέα, εκείνη η ασάφεια που μάλλον χαρακτηρίζει κάθε ανθρώπινη σχέση;
Δίνω τον λόγο στην μητέρα μου γιατί είναι πιο «έντιμο» συγγραφικά να μιλήσει αυτή για δυο τρία συγκεκριμένα επεισόδια, παρά εγώ. Θα έλεγα ότι μάλλον ήταν τα πιο εύκολα κομμάτια που έγραψα, γιατί κατά κάποιο τρόπο δεν είχα την ευθύνη τους.
Ναι, το έργο συνομιλεί με τον παλιό ποιητικό εαυτό μου συνειδητά, γιατί ο λόγος ενός ανθρώπου που πάσχει από Αλτσχάιμερ έχει τόσα πολλά άλογα στοιχεία που μόνο η ποίηση μπορεί να προσεγγίσει
Ο Διονύσης Μαρίνος, σε βιβλιοκρισία του στην Book Press, παρατηρεί μια συγγένεια με το ποιητικό βιβλίο Βαθέως γήρατος του Γιάννη Βαρβέρη. Συνομιλεί η Δεσμοφύλακας με άλλα έργα και αν ναι, με ποια; Συνομιλεί με τον δικό σας, «ποιητικό» εαυτό;
Με τον αλησμόνητο Γιάννη Βαρβέρη υπήρξαμε φίλοι, κάναμε στενή παρέα, μπορεί να έχει επηρεάσει την οπτική μου σε πολλά πράγματα, αλλά εδώ δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια εμφανής συγγένεια, ωστόσο στην ερώτησή σας θίγετε μια ενδιαφέρουσα παράμετρο: Ναι, το έργο συνομιλεί με τον παλιό ποιητικό εαυτό μου συνειδητά, γιατί ο λόγος ενός ανθρώπου που πάσχει από Αλτσχάιμερ έχει τόσα πολλά άλογα στοιχεία που μόνο η ποίηση μπορεί να προσεγγίσει και αργότερα να «αποδώσει» στο χαρτί. Κι αυτή ως κάποιο βαθμό.
Πώς αποτιμάτε τον όρο «αυτομυθοπλασία»; Είναι μια τάση της εποχής μας ή έχει βαθύτερες ρίζες; Στον καιρό της Τεχνητής Νοημοσύνης, η οποία μπορεί να παράγει -χαμηλής ποιότητας, προς το παρόν- μυθοπλασία μέσα σε μια στιγμή, είναι μια λύση η στροφή προς το αυθεντικό βίωμα;
«Αυτομυθοπλασία» υπήρχε πολλά χρόνια πριν, απλώς τώρα βρήκαμε και υιοθετήσαμε τον όρο. Η τάση της εποχής -και λόγω της επικαιρότητας- είναι μάλλον το δυστοπικό-πολιτικό μυθιστόρημα. Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί και τι θα μείνει από αυτό, ωστόσο συμμερίζομαι την άποψη σας ότι η αυτομυθοπλασία είναι ένα πρόχειρο ανάχωμα στην επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης, αρκεί να μην ξοδεύεται σε κοινότοπα πάθη, αλλά να φτάνει ως τη σκοτεινή ρίζα του τραυματικού βιώματος που φιλοδοξεί να αφηγηθεί.
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.

























