
Συνέντευξη με τον Κώστα Ακρίβο με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του «Όνομα πατρός: Δούναβης» (εκδ. Μεταίχμιο).
Στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Ο Παναΐτ Ιστράτι, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός σας, ήταν υπαρκτός Ρουμάνος συγγραφέας, ίσως παραγνωρισμένος σήμερα, ο οποίος ήταν φίλος του Ρομέν Ρολάν και του Νίκου Καζαντζάκη κι είχε χαρακτηριστεί ως ο «Γκόρκι των Βαλκανίων». Πώς ξεκίνησε η συγγραφή του μυθιστορήματός σας; Γιατί επιλέξατε αυτό το πρόσωπο;
Αν και κανένας λογοτέχνης δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως βέβαιος για τους λόγους που τον ωθούν να γράψει ένα βιβλίο και μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει σχετικά με αυτό, έτσι και στη δική μου περίπτωση θα έλεγα πως μάλλον το έπραξα από περιέργεια να γνωρίσω τον συγγραφέα που έβγαλε τα Βαλκάνια από τη λογοτεχνική αφάνεια και άνοιξε τον δρόμο για τη μετέπειτα επιτυχία του Αλέξη Ζορμπά του Ν. Καζαντζάκη. Για τον Ιστράτι το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι, μετά από παρότρυνση του Ρομέν Ρολάν, έγραψε τα βιβλία του απευθείας στα γαλλικά. Κάτι τέτοιο για εκείνη την εποχή και μάλιστα από έναν άνθρωπο που δεν τελείωσε καν το δημοτικό σχολείο και έμαθε μόνος του τη γαλλική γλώσσα, είναι κάτι που ξεπερνάει τα όρια του θαυμασμού. Άλλωστε, έτσι τον υποδέχτηκε όλη η γαλλική διανόηση: σαν έναν συγγραφέα-θαύμα, που τάραξε τα βαλτωμένα γαλλικά γράμματα. Άρα, υποθέτω πως για αυτούς τους λόγους τον επέλεξα.
Ένα εκτενές κεφάλαιο του βιβλίου σας είναι αφιερωμένο στο opus magnum του Ιστράτι, τη νουβέλα Κυρά Κυραλίνα. Αναφέρετε στοιχεία από την πλοκή, τη διαδικασία της συγγραφής της, την υποδοχή της από τον Ρομέν Ρολάν και το κοινό. Ακόμα κι ένα παράθεμα από την ίδια τη νουβέλα μάς δίνετε. Είναι ένα βιβλίο που σας έχει επηρεάσει με κάποιον τρόπο; Θα μπορούσε ο Ιστράτι να είναι ένας συγγραφέας με τον οποίο έχετε κάποια εκλεκτική συγγένεια;
Ξαναδιαβάζοντας την Κυρά Κυραλίνα, στην εξαιρετική μετάφραση της Ρίτας Κολαϊτη, συνειδητοποίησα κάτι πολύ σημαντικό: πως ο Παναΐτ Ιστράτι με αυτό κυρίως το βιβλίο καταρρίπτει τον μύθο ότι το μυθιστόρημα χρειάζεται την αστική τάξη, είτε ως κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο είτε ως πηγή έμπνευσης. Ήταν ένας άνθρωπος που μεγάλωσε δίχως πατέρα, ανήκε στη φτωχολογιά της Βραϊλας, έκανε χίλιες δυο δουλειές για να επιβιώσει και η απελπισία του τον οδήγησε μέχρι την απόπειρα αυτοκτονίας. Και όμως, χωρίς την παραμικρή βοήθεια γράφει αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο, που για πρωταγωνιστές έχει όχι ευκατάστατους και βολεμένους αλλά πρόσωπα βγαλμένα μέσα από τη βιοπάλη και τα πορνεία. Καταφέρνει λοιπόν να δώσει ένα γοητευτικό μυθιστόρημα, που άφησε άφωνους τους λογοτέχνες του καιρού του. Νομίζω πως είναι καιρός να τον ανακαλύψει και το ελληνικό κοινό, συγγραφείς και αναγνώστες.
Το βιβλίο σας έχει τον τίτλο Όνομα πατρός: Δούναβης. Ο Ιστράτι δεν γνώρισε ποτέ τον βιολογικό πατέρα του – δεν γίνεται καμία αναφορά σ’ αυτόν στο πιστοποιητικό γέννησης του γιου του. Πώς ο συγκεκριμένος τίτλος μάς βοηθά να προσεγγίσουμε το έργο και τον «ήρωά» σας;
Αν εξαιρέσουμε την ύπαρξη του ονόματος «Γεώργιος Βαλσαμής» στο πιστοποιητικό γέννησης που αναφέρεται ως «αυτός ο οποίος μένει στην ίδια διεύθυνση με τη μητέρα του παιδιού», άλλη αναφορά στο πρόσωπο του πατέρα δεν υπάρχει. Επόμενο ήταν ο Παναΐτ να πάρει το επίθετο της μητέρας του, το οποίο παραπέμπει ευθέως στον Δούναβη, καθώς έτσι λεγόταν το κάτω τμήμα αυτού του μεγαλεπήβολου ποταμού: Ίστρος. Πέρα απ΄ αυτό όμως, ο Δούναβης υπήρξε για τον Ιστράτι πηγή έμπνευσης και, το κυριότερο, ο γήινος ομφάλιος λώρος που συνέδεε τη γενέτειρά του Βραΐλα με τη Δύση, το όνειρο της ζωής του.
Μυθοπλασία δεν είναι μόνο η λογοτεχνική κατασκευή εκ του μηδενός. Είναι και ο τρόπος που θα αφηγηθείς το πραγματολογικό υλικό και αν θα το «πειράξεις»
Το βιβλίο σας χαρακτηρίζεται «μυθιστόρημα», ωστόσο η ύπαρξη του πραγματολογικού υλικού στην αφήγηση είναι πολύ ισχυρή. Ποια είναι η θέση της μυθοπλασίας στο έργο σας;
Μυθοπλασία δεν είναι μόνο η λογοτεχνική κατασκευή εκ του μηδενός. Είναι και ο τρόπος που θα αφηγηθείς το πραγματολογικό υλικό και αν θα το «πειράξεις», σε ποια θέση θα τοποθετήσεις τον αφηγητή και πώς θα λειτουργήσει ο ρόλος του, οι αποσιωπήσεις, οι προσθαφαιρέσεις και, κυρίως, ο βαθμός ελευθερίας που θα δοθεί στον αναγνώστη για να λειτουργήσει σαν συν-συγγραφέας. Ένα παράδειγμα. Στο κεφάλαιο όπου επιχειρώ την αναδιήγηση της Κυρά Κυραλίνας παραθέτω ενδιάμεσες σημειώσεις για το πώς ένιωθε, πώς έγραφε, τι δυσκόλευε και τι ενθουσίαζε τον Ιστράτι κατά τη διάρκεια της συγγραφής της. Στοιχεία δηλαδή που ανήκουν στον χώρο της εικασίας, της ομογάλακτης αδερφής της μυθοπλασίας.
Η επιλογή έγινε μάλλον ασύνειδα ίσως γιατί, έχοντας ως προσωπικό πιστεύω την παλιά ρωσική ρήση «Το παρελθόν δεν είναι λιμάνι, φάρος είναι»
Στα πρόσφατα βιβλία σας παρατηρείται μια στροφή προς τα «πίσω», είτε είναι ιστορικά μυθιστορήματα -όπως αυτό, αλλά και το Πότε διάβολος πότε άγγελος- είτε μυθιστορήματα με θέμα τον αρχαίο μύθο, όπως η Ανδρωμάχη. Πώς εξηγείται αυτή η στροφή προς το παρελθόν;
Πριν από αυτά, προηγήθηκαν το μυθιστόρημα Αλλάζει πουκάμισο το φίδι (μια ανίχνευση στην Ελλάδα την εποχή της κρίσης) και η συλλογή διηγημάτων Τελευταία νέα από την Ιθάκη (κατά πόσο ομηρικές αξίες, όπως είναι π.χ. η φιλοξενία ή οι οικογενειακοί δεσμοί, συνεχίζουν να υπάρχουν και με ποια μορφή στις μέρες μας). Όντως, τα τρία τελευταία βιβλία μου αφορμώνται από το παρελθόν. Η επιλογή έγινε μάλλον ασύνειδα ίσως γιατί, έχοντας ως προσωπικό πιστεύω την παλιά ρωσική ρήση «Το παρελθόν δεν είναι λιμάνι, φάρος είναι», είμαι της γνώμης ότι κάθε γενιά θέλοντας και μη καθρεφτίζεται στα έργα των ανθρώπων είτε της Ιστορίας είτε της μυθολογίας, χωρίς ωστόσο τις περισσότερες φορές να διδάσκεται από αυτά. Λόγου χάρη: Έχουν πάψει στις μέρες μας οι κάθε λογής βαναυσότητες απέναντι στο γυναικείο φύλο, έτσι όπως τις εξομολογείται στην Ανδρωμάχη η ομώνυμη «ηρωίδα»;
Κάποιοι λένε, «ένα μεγάλο μυθιστόρημα, χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Τι πιστεύετε; Τι είναι για εσάς ένα μεγάλο θέμα;
Ένας ναυτικός κυνηγάει με μανία κάποιο κήτος για να το εκδικηθεί, επειδή του σακάτεψε το πόδι… Είναι αυτό μεγάλο θέμα; Και όμως, ο Χέρμαν Μέλβιλ μπήκε στα τάρταρα της ανθρώπινης ψυχής και με απαράμιλλη αφηγηματική δεινότητα έπλασε τον Μόμπι Ντικ που, σημειωτέον, πέρασαν αρκετές δεκαετίες μέχρι να αναγνωριστεί ως το κορυφαίο αμερικάνικο και όχι μόνο μυθιστόρημα. Θέλω να πω με αυτό ότι ο χρόνος είναι εκείνος που προβιβάζει ένα θέμα σε μεγάλο ή όχι. Η λογοτεχνία δεν είναι η τέχνη του εφήμερου. Γράφουμε με την επιθυμία να μας διαβάσουν οι συγκαιρινοί μας, αλλά και με την ευχή να συγκινήσουμε και τις μελλοντικές γενιές. Αν θα πετύχουμε αυτόν τον διπλό στόχο, εξαρτάται από την ποιότητα της γραφής μας.
*Ο ΣΟΛΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κώστας Ακρίβος (Γλαφυρές Μαγνησίας, 1958) εκτός από αφηγηματικά βιβλία έχει γράψει ένα θεατρικό έργο, πήρε μέρος σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες, συμμετείχε στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων και επιμελήθηκε τη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο).
Το 2019 το μυθιστόρημά του Γάλα μαγνησίας βραβεύτηκε με το The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) στα προγράμματα Λέσχες Ανάγνωσης και Συγγραφείς στα Σχολεία, ενώ από το 1983 ως το 2017 δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα ολλανδικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, πολωνικά και αλβανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του PEN Greece.