Μια συνομιλία με τον Κωνσταντίνο Βλαχογιάννη, για τα νέα του βιβλία, για τον εκδοτικό του οίκο «Περικείμενο Βιβλία», ο οποίος έχει ήδη κάνει τα πρώτα του βήματα, καθώς και για τα σχέδιά του για το άμεσο μέλλον.
Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Κυπριώτη
Τον Κωνσταντίνο Βλαχογιάννη τον γνώρισα τον Νοέμβριο του 2023, όταν μου έστειλε ένα μήνυμα, ζητώντας μου να αναλάβω την επιμέλεια του δεύτερου προς έκδοση λογοτεχνικού έργου του στον εκδοτικό οίκο Περικείμενο Βιβλία, δικό του δημιούργημα επίσης. Μου εξήγησε ότι θα ήθελε ο επιμελητής που θα αναλάμβανε το υπό έκδοση βιβλίο του εκτός από γνώστης της γερμανικής γλώσσας να είναι και ο ίδιος λογοτέχνης. Μπορώ να πω ότι με εξέπληξε θετικά η επιθυμία του αυτή, τη θεώρησα γενναία και αρχικά ζήτησα να διαβάσω κάποιο δείγμα της δουλειάς του. Σύντομα έλαβα στο μέιλ μου τέσσερα αποσπάσματα, ένα από κάθε αυτόνομο έργο (δύο νουβέλες και δύο διηγήματα) που θα αποτελούσαν τις υπό έκδοση Επικράτειες. Γοητεύτηκα από τα πρώτα δείγματα και του ζήτησα να μου στείλει ολόκληρο το έργο, ώστε να το διαβάσω και να του απαντήσω αν θα αναλάβω ή όχι την επιμέλεια. Τελικά την ανέλαβα, την απόλαυσα και έξι μήνες αργότερα κυκλοφόρησαν οι Επικράτειες. Σεβόμενος τον μόχθο της συγγραφής και συμμεριζόμενος τις ανησυχίες τόσο ενός νέου συγγραφέα όσο και ενός νέου εκδότη, του ζήτησα να κάνουμε μια μικρή κουβέντα.
Αλέξανδρος Κυπριώτης: Θα έλεγα ν’ αρχίσουμε με το πώς αποφάσισες να δημιουργήσεις έναν εκδοτικό οίκο και ποια η σχέση σου μέχρι τότε με το βιβλίο γενικότερα.
Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης: Δεν ήταν ακριβώς απόφαση, τα πράγματα ήρθαν απλώς έτσι. Ήθελα να εκδώσω τη μελέτη μου για τις ανάγκες της Σχολής μου, μιας σχολής διδασκαλίας της γερμανικής γλώσσας, που λειτουργεί από το 2012. Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να δημιουργήσω το σχετικό ΚΑΔ για τις εκδόσεις βιβλίων. Το συγκεκριμένο βιβλίο βέβαια στην τελική του μορφή πήρε πολύ αργότερα το δρόμο για τα βιβλιοπωλεία. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε πλέον ο εκδοτικός οίκος και είχα τη δυνατότητα να εκδίδω βιβλία. Είπα, γιατί όχι, γιατί να μην το κάνω; Δεν είμαι νεόκοπος στο χώρο της λογοτεχνίας. Τα πρωτόλεια κείμενά μου εκδόθηκαν πριν από μια δεκαπενταετία περίπου από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα. Γράφω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Είχα λοιπόν σχεδόν έτοιμη προς έκδοση μία συλλογή διηγημάτων, έτυχε να έχει μια ανέκδοτη συλλογή ποιημάτων και ένας πολύ καλός μου φίλος, ο Στέφανος Κασσωμένος. Έτσι, αποφασίσαμε να εκδώσουμε αυτά τα δυο βιβλία, ήταν πιο απλό αφού πλέον υπήρχαν οι εκδόσεις. Όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Γενικότερα η ζωή μου είναι συνυφασμένη με το βιβλίο, το διάβασμα και κυρίως τη λογοτεχνία. Διαβάζω μανιωδώς από μικρό παιδί, είμαι ένας βιβλιοφάγος.
Α.Κ.: Σίγουρα για να γίνει κανείς εκδότης πρέπει να είναι ένας καλός αναγνώστης πρώτα απ’ όλα, αλλά δεν αποφασίζουν όλοι οι καλοί αναγνώστες να γίνουν εκδότες. Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στην ιδιότητα του «εκδότη» και του «δασκάλου» και νομίζω ότι είναι η διάθεση μοιράσματος και η προετοιμασία του εδάφους, κατά κάποιον τρόπο, για τη δημιουργία μιας άτυπης κοινότητας, που μπορεί να την αποτελούν οι μαθητές σου ή οι αναγνώστες σου. Δεν ξέρω αν συμφωνείς με αυτόν το συλλογισμό.
Κ.Β.: Συμφωνώ απόλυτα. Και θα προσέθετα επίσης το εξής: Όπως ο δάσκαλος εκπαιδεύει τους μαθητές του, έτσι κι ο συγγραφέας εκπαιδεύει τους αναγνώστες του και με αυτό εννοώ ότι τους υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο θα τον διαβάσουν και θα τον προσεγγίσουν. Ένας εκδότης, νομίζω, έχει την ευθύνη να προετοιμάσει το έδαφος για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των αναγνωστών του, όπως ακριβώς μεριμνά ο δάσκαλος για την εξέλιξη των μαθητών του. Η δημιουργία μιας κοινότητας γύρω από το βιβλίο ή τη γνώση είναι καθοριστική, καθώς ενισχύει τη σύνδεση και την αλληλεπίδραση.
Α.Κ.: Γιατί ονόμασες «Περικείμενο Βιβλία» τον εκδοτικό οίκο;
K.B.: Ήθελα έναν τίτλο που θα ήταν συμβατός και για επιστημονικά συγγράμματα, άλλωστε η μελέτη μου πάνω στη δομή της γερμανικής γλώσσας τέτοιο βιβλίο είναι. Ως περικείμενο ορίζουμε το εξωγλωσσικό περιβάλλον του κειμένου, το οποίο καθορίζει την κατανόησή του. Η αλήθεια είναι ότι δεν το πολυσκέφτηκα. Θεώρησα απλώς πως αυτή η ονομασία «καλύπτει» τόσο την ιδιότητά μου ως «γλωσσολόγου» όσο και αυτή ως «λογοτέχνη».
Α.Κ.: Πρέπει να πω ότι η μελέτη σου, η οποία αποτελεί δομική ανάλυση της γερμανικής γλώσσας για ελληνόφωνους μελετητές, όπως αναγράφεται και στο εξώφυλλο, είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο και για καθηγητές της γερμανικής γλώσσας αλλά και για μια εις βάθος κατανόηση και εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας. Θα ήθελα να μου πεις πώς κατέληξες στον τίτλο της «Το μαμούθ και ο αναβάτης».
K.B.: Οι παλιοί, πολύ καλοί καθηγητές μου είχαν σχεδιάσει, θυμάμαι, έναν ελέφαντα, χωρίζοντας το ογκώδες σώμα του σε πολλά κομμάτια. Σε κάθε κομμάτι υπήρχε και ο αντίστοιχος όρος της πρότασης επί του προτασιακού πεδίου. Με τα χρόνια ο ελέφαντας έγινε μαμούθ. Συχνά μου αρέσει να παρομοιάζω τον σπουδαστή με έναν αναβάτη στη ράχη αυτού του μεγάλου θηλαστικού. Ο όγκος του ζώου αντιπροσωπεύει και τον όγκο της νέας πληροφορίας σχετικά με τη δομή της γερμανικής γλώσσας, όλη την ύλη που πρέπει να διδαχτεί, ώστε να αφομοιωθεί για να μπορεί έπειτα να μετουσιωθεί σε ζωντανό λόγο. Κατ’ αυτή την έννοια το μαμούθ θα πρέπει να γίνει το όχημά του για να μπορεί ο σπουδαστής να το τιθασεύει, να το έχει υπό τον έλεγχό του ορίζοντας τη διαδρομή του.
Α.Κ.: Τόσο «Το μαμούθ και ο αναβάτης» όσο και τα λογοτεχνικά βιβλία που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα στο Περικείμενο έχουν μια μίνιμαλ αισθητική στα εξώφυλλά τους, κάτι σαφώς αναμενόμενο για ένα επιστημονικό σύγγραμμα αλλά όχι πολύ συνηθισμένο για λογοτεχνικά βιβλία.
K.B.: Μου αρέσει η απλότητα και η καθαρότητα του σχεδιασμού. Ο άδειος χώρος νομίζω πως αναδεικνύει τα βασικά στοιχεία του εξωφύλλου. Θεωρώ πως έτσι τα βιβλία είναι εύκολα αναγνωρίσιμα και δημιουργούν μια ισχυρή οπτική ταυτότητα για τον εκδοτικό φορέα. Γενικότερα δεν μου αρέσουν τα περίπλοκα γραφικά σε ένα εξώφυλλο, ούτε οι εικόνες που αποσπούν την προσοχή.
Α.Κ.: Έχεις εκδώσει και δύο ποιητικές συλλογές, κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα γενναία πράξη σήμερα. Μπορείς να μου πεις κάποια λόγια για αυτά τα δύο βιβλία, το ένα ελληνικό, το άλλο μεταφρασμένο.
K.B.: Η ποιητική συλλογή Ρους του Στέφανου Κασσωμένου εστιάζει στην κοινωνική κριτική, στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και σε υπαρξιακά ζητήματα. Είναι, θα έλεγα, ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο. Οφείλω να πω πως ο Στέφανος, με τον οποίο είμαστε φίλοι από την εφηβεία μας, βοήθησε αρκετά τις εκδόσεις στα πρώτα τους βήματα. Ο ίδιος ανέλαβε και τη μετάφραση στον εμβληματικό Βασανισμένο καθρέφτη του Ράσελ Έντσον. Ο Έντσον είναι γνωστός ως ο κορυφαίος συγγραφέας πεζοποίησης στις ΗΠΑ και έχει δημιουργήσει το δικό του ποιητικό είδος, ένα σουρεαλιστικό φιλοσοφικό παραμύθι. Τα ποιήματά του είναι γνωστά για την παράξενη και συχνά χιουμοριστική τους φύση, γεμάτα με αντιφάσεις και φανταστικές καταστάσεις. Ο Έντσον γράφει σύντομα, αυτοτελή κείμενα που λειτουργούν σαν μικρά έργα τέχνης. Νομίζω πως η μετάφραση του Στέφανου Κασσωμένου προσπαθεί να διατηρήσει την πιστότητα στη γλώσσα και το ύφος του πρωτοτύπου, πράγμα που, όπως σαφώς θα γνωρίζεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Θαρρώ όμως πως το πετυχαίνει.
Α.Κ.: Πόσο σημαντική είναι η πιθανή εμπορικότητα ενός βιβλίου για την απόφασή σου να το εκδώσεις; Και φαντάζομαι αντιλαμβάνεσαι γιατί σου κάνω αυτή την ερώτηση αμέσως μετά την απάντησή σου για τις δύο ποιητικές εκδόσεις που έχεις κάνει.
K.B.: Θα έλεγα πως δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Δεν θα μπορούσα να εκδώσω ένα βιβλίο που δεν μου αρέσει, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή εμπορικότητά του. Δεν βιοπορίζομαι από τις εκδόσεις μου και μπορώ προς το παρόν να τις συντηρώ από τις άλλες δραστηριότητές μου. Φυσικά οι δυνατότητές είναι συγκεκριμένες. Νιώθω ωστόσο ικανοποίηση πως συνέβαλα στο να μπορεί πλέον κανείς να διαβάσει Έντσον στην ελληνική γλώσσα. Ελπίζω στο μέλλον να ακολουθήσουν κι άλλοι αμετάφραστοι ακόμα στα ελληνικά συγγραφείς. Θεωρώ επίσης πως έχω τη διάθεση να βοηθήσω έναν συγγραφέα στα πρώτα του βήματα, εφόσον διακρίνω μια κάποια αξία στα κείμενά του. Ως προς αυτό θέλω να τονίσω πως δεν υποβόσκει κάποια πρόθεση οικονομικής συναλλαγής.
Α.Κ.: Δύο από τους τρεις τίτλους πεζογραφίας που έχεις εκδώσει μέχρι σήμερα τους υπογράφεις και ως συγγραφέας. Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η απόφασή σου αυτή; Δεν φοβήθηκες μήπως αυτά τα δύο βιβλία σου χαρακτηριστούν ως «αυτοεκδόσεις», ένας όρος που δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς, όσον αφορά τη λογοτεχνική ποιότητα των έργων που εκδίδονται;
K.B.: Το Περικείμενο Βιβλία ήδη διαθέτει πέντε τίτλους, οι οποίοι πολύ σύντομα θα γίνουν έξι. Πέρα από τις δύο ποιητικές συλλογές που ήδη ανέφερα, έχω εκδώσει και το βιβλίο της Νάνσυς Αγγελή με τον τίτλο Προσμονή ή τα βουνά, το οποίο θεωρώ ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με το είδος που υπηρετεί, τη μικρομυθοπλασία. Τώρα, εξέδωσα τα δικά μου βιβλία επειδή απλώς μπορούσα να το κάνω.
Έχω μια συγκροτημένη άποψη για τη λογοτεχνία, πράγμα που σημαίνει ότι εμπιστεύομαι το κριτήριό μου. Συγγραφικά νομίζω πως έχω βρει τον προσανατολισμό μου και μάλλον ξέρω τι θέλω να κάνω. Ας μείνουμε λοιπόν στην ουσία. Το αν στα βιβλία μου υπάρχει ή δεν υπάρχει μια κάποια λογοτεχνική αξία δεν έχει να κάνει με το αν τα εξέδωσα εγώ ο ίδιος. Και πραγματικά δεν αντιλαμβάνομαι τους αρνητικούς συνειρμούς σχετικά με το να εκδίδει κανείς τα δικά του βιβλία. Γιατί να μην τα εκδίδει; Η Βιρτζίνια Γουλφ εξέδωσε τα περισσότερα έργα της μέσω του οίκου που ίδρυσε η ίδια. Αν ανατρέξουμε στο διαδίκτυο θα βρούμε πάρα πολλούς γνωστούς συγγραφείς που επέλεξαν να εκδώσουν τα βιβλία τους μόνοι τους.
Το αν στα βιβλία μου υπάρχει ή δεν υπάρχει μια κάποια λογοτεχνική αξία δεν έχει να κάνει με το αν τα εξέδωσα εγώ ο ίδιος. Και πραγματικά δεν αντιλαμβάνομαι τους αρνητικούς συνειρμούς σχετικά με το να εκδίδει κανείς τα δικά του βιβλία.
Ένα άλλο ζήτημα βέβαια έχει να κάνει με την πραγματικότητα που επικρατεί στην Ελλάδα στο πεδίο των εκδόσεων, αλλά αυτή είναι μια κουβέντα διαφορετική. Σε γενικές γραμμές πιστεύω πως το να εκδίδεις βιβλία, τα δικά σου ή άλλων, είναι μια πράξη που παράγει πολιτισμό.
Α.Κ.: Ναι, αυτό είναι πολύ σημαντικό που λες και δυστυχώς νομίζω ότι πολλές φορές ξεχνιέται, αποσιωπάται ή παραγκωνίζεται από τους νόμους της αγοράς, γιατί ούτως ή άλλως το βιβλίο είναι και ένα εμπορικό προϊόν, έχει κάποιο κόστος παραγωγής, βγαίνει στην αγορά προς πώληση, ώστε να αποφέρει και ένα κέρδος και πάει λέγοντας. Και σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολα τα πράγματα για τους μικρούς εκδοτικούς οίκους. Τα Είδωλα, για παράδειγμα, το πρώτο δικό σου βιβλίο που εξέδωσες το 2021, το έμαθα και το διάβασα πέρυσι, όταν μου ζήτησες να επιμεληθώ τις Επικράτειες. Γιατί αυτή ήταν η αφορμή της γνωριμίας μας και πρέπει να ομολογήσω ότι πολύ το ζήλεψα το βιβλίο όταν το διάβασα και πολύ θα ήθελα να μπορούσα το έχω εκδώσει εγώ.
Κ.Β.: Αναμφίβολα το βιβλίο είναι ένα προϊόν που διατίθεται προς πώληση, ωστόσο εγώ δεν το βλέπω ως τέτοιο. Πίσω από το εγχείρημα υπάρχει η ανάγκη για επικοινωνία, για μοίρασμα, η αγάπη για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Έπρεπε να αποφασίσω αν θα κάνω τα πράγματα όπως τα φαντάζομαι παίρνοντας ένα κάποιο ρίσκο ή αν θα προσαρμοστώ στα πλαίσια των άλλων. Τα Είδωλα και τις Επικράτειες δεν τα πρότεινα προς έκδοση σε κανέναν άλλο εκδοτικό οίκο, θεώρησα αυτονόητο πως θα κυκλοφορήσουν από το Περικείμενο Βιβλία. Ξέρεις, ορισμένες φορές ένα κάποιο κόστος είναι αναπόφευκτο προκειμένου να δημιουργήσεις τις συνθήκες και το περιβάλλον που θέλεις. Το ότι διάβασες τα Είδωλα μόλις πέρσι και δεν είχες ιδέα για τις εκδόσεις αποδεικνύει του λόγου το αληθές: το ότι δηλαδή δεν υπήρχε επιχειρηματικό σχέδιο και πλάνο προώθησης από πίσω, συνεπώς όλα έγιναν αυθόρμητα, χωρίς καμία υποστήριξη, στα τυφλά σχεδόν. Βέβαια περπατώντας μαθαίνουμε να περπατάμε. Και καθώς περπατάμε, ανοίγεται μπροστά μας ο δρόμος.
Α.Κ. Θέλεις να μου πεις δυο λόγια για τα δύο βιβλία σου που έχεις εκδώσει στο Περικείμενο Βιβλία;
K.B.: Τα Είδωλα, όπως είπες, κυκλοφόρησαν το 2021. Είναι μια συλλογή από μία νουβέλα και τέσσερα διηγήματα. Το βιβλίο εστιάζει στην αναζήτηση της ταυτότητας και της αυτογνωσίας των πρωταγωνιστών. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την αναμέτρηση με τις προσωπικές τους αδυναμίες και τις ψευδαισθήσεις που έχουν για τον εαυτό τους και τους άλλους. Οι Επικράτειες εκδόθηκαν τέλη Μαΐου. Παρόλο που δεν έχει περάσει αρκετός καιρός, έχουν γραφτεί αρκετά πράγματα για το βιβλίο. Θεωρώ πως είναι η πρώτη μου εκτεταμένη σύνθεση, πριν, ελπίζω, την επόμενη. Νομίζω ότι ο πλέον κατάλληλος για να μιλήσει για τις Επικράτειες είσαι εσύ που έκανες την επιμέλεια και όχι ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος δύσκολα μπορεί να εξαντικειμενεύσει το έργο του.
Α.Κ.: Νομίζω αυτό που είπα πριν, ότι το ζήλεψα όταν το διάβασα και πολύ θα ήθελα να το έχω εκδώσει ο ίδιος, αρκεί κατά κάποιον τρόπο. Να προσθέσω εν συντομία ότι με γοήτευσε η αρχιτεκτονική του βιβλίου, η σύνθεση των τεσσάρων ιστοριών, η γλώσσα του και φυσικά ο ρόλος της ίδιας της συγγραφής στο σύνολο του έργου. Ωστόσο, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι ακόμα. Λίγο πριν είπες ότι έχεις συγκροτημένη άποψη για τη λογοτεχνία. Μπορείς να μου πεις με ποια κριτήρια αποτιμάς εσύ προσωπικά τη λογοτεχνική αξία ενός έργου;
Κ.Β.: Ένα λογοτεχνικό έργο είναι πρωτίστως ένα γλωσσικό γεγονός. Συνεπώς η χρήση της γλώσσας παίζει κυρίαρχο ρόλο στην πρόσληψή μου. Και με αυτό εννοώ την προσπάθεια να αναδημιουργηθεί το σημαίνων εργαλείο, το οποίο ο λογοτέχνης οφείλει να το χειριστεί με το δικό του, μοναδικό τρόπο. Μου αρέσουν οι συγγραφείς που ανασκευάζουν ένα προσωπικό ιδίωμα, που ξεχωρίζουν ακολουθώντας τη δική τους αίσθηση. Η καλή λογοτεχνία απαιτεί από τον αναγνώστη ενσυναίσθηση για να σχετιστεί με τους χαρακτήρες ως ανθρώπους και να συμπεράνει τα κρυφά κίνητρα και τις επιθυμίες που κρύβονται πίσω από τις πράξεις τους. Γι’ αυτό άλλωστε ένας καλός συγγραφέας οφείλει να ξέρει καλά την τέχνη του υπαινιγμού. Γενικότερα μου αρέσει η λογοτεχνία που είναι προσανατολισμένη στην ανάπτυξη και την ανάδειξη μιας πληθυντικής πραγματικότητας. Ο αποτελεσματικός συγγραφέας διακρίνεται για τον κριτικό στοχασμό του και με αυτόν δεν εννοώ έναν διάχυτο κυνικό σχετικισμό. Ο στοχαστικός συγγραφέας είναι αφοσιωμένος στη λογοτεχνία και τον κόσμο. Αυτή η αφοσίωση απαιτεί μια δέσμευση στην ειλικρίνεια, πράγμα που είναι διαφορετικό από την εμμονή στην όποια «αλήθεια». Απέναντι σε έναν πολύπλοκο, πολυσχιδή κόσμο ο στοχασμός δεν μπορεί παρά να είναι ένα ταξίδι στην πληθώρα των νοημάτων.
Ένα λογοτεχνικό έργο είναι πρωτίστως ένα γλωσσικό γεγονός. Συνεπώς η χρήση της γλώσσας παίζει κυρίαρχο ρόλο στην πρόσληψή μου. Και με αυτό εννοώ την προσπάθεια να αναδημιουργηθεί το σημαίνων εργαλείο, το οποίο ο λογοτέχνης οφείλει να το χειριστεί με το δικό του, μοναδικό τρόπο.
Α.Κ.: Μπορείς να μου πεις και κάποιους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς των οποίων τα βιβλία σού άρεσαν και θα ήθελες, ας πούμε, και να έχεις εκδώσει;
Κ.Β.: Υπάρχουν πολλά βιβλία της εγχώριας παραγωγής που δεν έχω διαβάσει, τι να πρωτοδιαβάσει κανείς άλλωστε; Από αυτά όμως που διάβασα, ξεχώρισα τον Άδειο τόπο του Γιάννη Νικολούδη από τις εκδόσεις Πατάκη και το Κυμύλη ή η νήσος των δυνατοτήτων του Άγη Πεταλά από της εκδόσεις της Εστίας. Μαζί με αυτά θα έβαζα επίσης και το βιβλίο της Μαρίας Ξυλούρη Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλέντη. Θα αναφέρω και δυο ποιητικά, γιατί λατρεύω την ποίηση και τη θεωρώ ιδιαίτερα απαιτητικό είδος: τον Συρτό στα τρία της Ειρήνης Καραγιαννίδου από τις εκδόσεις Πανοπτικόν και το Βιβλίο των χεριών του Αντώνη Μπαλασόπουλου από τις εκδόσεις Θράκα.
Α.Κ.: Λίγο πριν είπες ότι οι τίτλοι των εκδόσεων Περικείμενο Βιβλία θα γίνουν έξι σύντομα. Τι ετοιμάζεται;
K.B.: Πριν τα Χριστούγεννα θα κυκλοφορήσει το βιβλίο Επικήδεια προίκα του Φερνάντο Ιγουασάκι σε μετάφραση της Νάνσυς Αγγελή. Πρόκειται για μια συλλογή μικροδιηγημάτων τρόμου. Ο συγγραφέας καταφέρνει να συμπυκνώσει το συναίσθημα του τρόμου και της ανησυχίας σε πολύ μικρές αφηγήσεις, κάτι που απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία. Ο Ιγουασάκι ενσωματώνει πολλές λαϊκές δεισιδαιμονίες και τελετουργίες στις ιστορίες του, δείχνοντας πώς συνεχίζουν αυτές οι παραδόσεις να επηρεάζουν τους ανθρώπους ακόμα και στο σύγχρονο κόσμο.
Το βιβλίο έχει αγαπηθεί από τους αναγνώστες του είδους και θεωρείται ένα σημαντικό έργο στη σύγχρονη λογοτεχνία τρόμου. Νομίζω ότι είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα, μια εμβληματική συλλογή για τους λάτρεις του είδους, ένα βιβλίο που συνδυάζει τη μικρομυθοπλασία με τον τρόμο και πραγματικά χαίρομαι που θα υπάρχει πλέον και στην ελληνική γλώσσα.
Α.Κ.: Χαίρομαι κι εγώ, λοιπόν, και θα περιμένω να το διαβάσω. Σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κουβέντα.
Κ.Β. Κι εγώ σε ευχαριστώ, Αλέξανδρε!