Μια συνομιλία με την πολύτροπη ερμηνεύτρια, με αφορμή την παράστασή της «Η θαλασσινή ωδή του Fernando Pessoa και τα fados της εφηβείας μου», σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη, το Σάββατο 6 Απριλίου στο «STUDIO new star art cinema».
Συντέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Η Αλίκη Καγιαλόγλου αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνιδος, ακόμα και μεταξύ των ερμηνευτριών του Μανού Χατζιδάκι. Υπηρέτησε το όραμα του συνθέτη χωρίς να χάσει τίποτα από την ερμηνευτική της ιδιαίτερη προσέγγιση των πραγμάτων. Η τέχνη είναι ο φυσικός της χώρος και το τραγούδι ένας από τους τρόπους επικοινωνίας της με όσους αισθάνεται οικεία. Βλέπει τη μουσική πίσω από τις λέξεις και κάθε φορά που ανακαλύπτει μια νέα σύναψη λαχτάρα να μας την παρουσιάσει.
Παρουσιάζετε στο «STUDIO new star art cinema» το Σάββατο 6 Απριλίου, σε σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη, εκ νέου την παράσταση «Η θαλασσινή ωδή του Fernando Pessoa και τα fados της εφηβείας μου», η οποία βασίζεται σε μια δική σας ιδέα, επάνω στην οποία κάνατε τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου καθώς και την επιλογή και τη διασκευή των τραγουδιών. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στην εκ νέου παρουσίαση;
«Η θαλασσινή ωδή του Fernando Pessoa και τα fados της εφηβείας μου» είναι μια παράσταση που τα τελευταία είκοσι χρόνια αλλάζει συνεχώς μορφή, εξελισσόμενη διαρκώς. Αρχικά ήταν ένα ρεσιτάλ τραγουδιού με αποσπάσματα του ποιήματος, το οποίο ηχογραφήθηκε ψηφιακά και κυκλοφόρησε το 2007 από την εταιρεία μου «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» και στην συνέχεια έγινε παράσταση. Μια παράσταση που ελπίζει και θέλει –ένα κείμενο που αρχικά ήταν προορισμένο να διαβαστεί– να ακουστεί και σαν ένα μεγάλο τραγούδι. Απέραντο όπως η θάλασσα. Ένα τραγούδι που αφυπνίζει σκέψεις, αισθήσεις, αλλά και την ξεχασμένη τρυφεράδα που νιώθει κανείς ακούγοντας παραμύθια και τραγούδια της παιδικής ηλικίας.
Όλα ξεκίνησαν από έναν ακαριαίο έρωτα. Την άνοιξη του 1998 μου έστειλε ο αείμνηστος Γιάννης Δουβίτσας το περιοδικό «Ποίηση» που εξέδιδε τότε η Νεφέλη του. Πρώτο πρώτο η «Θαλασσινή Ωδή» του Fernando Pessoa στην εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα. Το διάβασα απνευστί και επιτόπου μού γεννήθηκε η επιθυμία να το μεταφέρω στη σκηνή.
Η μεγάλη δυσκολία καταρχήν βρισκόταν στο ότι ήταν ένα ποίημα εξαιρετικά μεγάλης διάρκειας. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό, οι 26 πυκνογραμμένες σελίδες του, ήταν πλημμυρισμένες από μια καταιγιστική εναλλαγή εικόνων, ρυθμών και κόσμων φανταστικών και πραγματικών.
Παρασυρμένη εντελώς από το θέμα του –θαλασσινή ζωή, πλοία, πειρατές, ταξίδια– αλλά και από τη μουσικότητα και τον ρυθμό του κειμένου, αποφάσισα να τολμήσω μια επεξεργασία για να μπορεί να είναι εφικτή η μεταφορά του στη σκηνή. Αυτό που με βοήθησε πολύ ήταν ότι ακολούθησα και εγώ την εναλλαγή του ρυθμού pianissimo, crescendo, pianissimo, που τόσο φανερά υπάρχει στο ποίημα. Στην συνέχεια «ακούμπησα» σε λέξεις, φράσεις και αισθήσεις του ποιήματος στις οποίες «έδεσα» τις λέξεις, τις φράσεις και τις αισθήσεις των 10 τραγουδιών που επέλεξα (το ένα σε ποίηση του Pessoa), μέσα από δεκάδες fados, άλλο –εφηβικό αυτό– μεγάλο πάθος.
Το έργο των μεγάλων δημιουργών, όπως είναι και ο Fernando Pessoa, όπως και τα fados, είναι μια ανεξάντλητη δεξαμενή. Κάθε φορά που καταπιάνεστε με αυτό το υλικό, ανακαλύπτετε καινούργια στοιχεία τα οποία εντάσσεται στην παράστασή σας;
Το έργο των μεγάλων δημιουργών επιδέχεται κατ’ αρχήν πολλών αναγνώσεων και σίγουρα είναι μια ανεξάντλητη δεξαμενή. Και είναι αλήθεια ότι κάθε φορά που ανακαλύπτω κάτι που μου είχε διαφύγει, ή κάτι που μια συγκεκριμένη στιγμή φωτίστηκε μέσα μου αλλιώς, τρέχω να το μοιραστώ.
Κάθε φορά που ανακαλύπτω κάτι που μου είχε διαφύγει, ή κάτι που μια συγκεκριμένη στιγμή φωτίστηκε μέσα μου αλλιώς, τρέχω να το μοιραστώ.
Η συμβολή του Δήμου Αβδελιώδη είναι καθοριστική στην παράσταση. Θέλετε να μας μιλήσετε για την συνεργασία σας.
Είναι πράγματι καθοριστική. Η συνεργασία μου μαζί του ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, όταν πήγα να προτείνω στο Θέατρο Τέχνης την «Θαλασσινή Ωδή». Σκέφτηκα ότι δεν μου έφτανε πια ο «τρόπος ο δικός μου» και ζήτησα τη βοήθειά του για μια νέα προσέγγιση. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης, μαέστρος του είδους και από χρόνια αγαπημένος φίλος Δήμος Αβδελιώδης με οδήγησε σε σχέση με την εκφορά του Λόγου σε άλλους δρόμους. Τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι’ αυτό, όπως και για το γεγονός ότι με άφησε ελεύθερη επάνω στη σκηνή να «παίξω».
Η οποία συνεργασία θα έχει και συνέχεια στο «STUDIO new star art cinema». Τι ετοιμάζετε για τις επόμενες παραστάσεις; Ο κεντρικός άξονας θα προέρχεται και πάλι από τον Λόγο;
Ναι, θα έχει συνέχεια και σίγουρα ο κεντρικός άξονας θα προέρχεται από τον Λόγο. Κοινή μας αγαπη γαρ… Ο «δικός μου» Παπαδιαμάντης, τα κείμενα και τα χορικά από το Αρχαίο Δράμα, Παρθενώνας- Ακρόπολη κ.α. θα παίζονται δίπλα στις υπέροχες δικές του παραστάσεις.
Ελπίζω να καταφέρω να μεταφέρω στη σκηνή και τα συγκλονιστικά περί αλήθειας –και όχι μόνον– κείμενα του τελευταίου, της προσωπικής μου τριλογίας, του αγαπημένου Νίτσε, στην εξαιρετική μετάφρασή τους από τον Βαγγελη Δουβαλερη.
Παπαδιαμάντης, Πεσσόα, Νίτσε: Με συγκινεί βαθιά, εκτός των άλλων, ότι και οι τρεις μέγιστοι αυτοί συγγραφείς, στερήθηκαν το γυναικείο –και όχι μόνον– χάδι.
Αν δεν κάνω λάθος, στη μέχρι τώρα πορεία σας, επιλέγετε να συναντηθείτε με δημιουργούς-ογκόλιθους της σύγχρονης τέχνης. Απολαμβάνετε να κολυμπάτε στο έργο τους με τη βεβαιότητα πως δεν θα «στερέψει» και αν ναι πώς καταφέρνετε να μη χάσετε το ιδιαίτερο προσωπικό σας στοιχείο;
Επιλέγω να συνυπάρξω με δημιουργούς που το αστείρευτο έργο τους αγάπησα. Ενίοτε αγάπησα και τους ίδιους, πολλές φορές ερήμην τους. Και για μια αληθινή συνύπαρξη –συνδημιουργία– οφείλεις να είσαι ο εαυτός σου.
Κλείνοντας δεν μπορώ παρά να σκεφτώ, ότι αυτή η παράσταση έχει τις ρίζες της στον Μάνο Χατζιδάκι, στην ευρύτητα πνεύματος με την οποία αντιμετώπιζε τις μουσικές απ’ όλον τον κόσμο αλλά και στην σκληρή εργασία που απαιτούσε και ο ίδιος από τους ερμηνευτές του για την παρουσίαση των έργων του. Όταν ολοκληρώνετε κάθε μια σας παράσταση, μπαίνετε στην διαδικασία να σκεφτείτε αν θα του άρεσε;
Πολύ καλά το σκεφτήκατε. Στον Μἀνο Χατζιδάκι οφείλω, εκτός των άλλων, την ενθάρρυνση να ασχοληθώ και με άλλες μορφές της Τέχνης. Σας θυμίζω ότι κάτω από την ομπρέλα της Ορχήστρας των Χρωμάτων του, ανέβηκαν το 1990 στο Θέατρο της Καρέζη οι «Δύσκολοι Έρωτες» σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη, όπου έπαιζα τον μονόλογο του Ζαν Κοκτό «Ο ωραίος αδιάφορος» και τραγουδούσα δικής μου επιλογής και διασκευής τραγούδια που μιλούσαν για έναν δύσκολο έρωτα.
Κυρίως όμως του οφείλω την παρότρυνση και τη στήριξη να επιβάλλω τη διαφορετικότητά μου, εξού και η κυκλοφορία του δίσκου μου, από τον Σείριο, το 1984. Ένας δίσκος με τραγούδια από την Ισπανία και τη Λατινική Αμερική, εντελώς έξω από το δισκογραφικό κλίμα της εποχής και με έναν εντελώς, επίσης ασυνήθιστο τίτλο («Οδοιπόρε δρόμος δεν υπάρχει. Τον δρόμο τον ανοίγεις προχωρώντας») που είχα επιλέξει, καθόλου τυχαία, αντί φωτογραφίας.
Μιλάω μαζί του συχνά νοερά ή και φωναχτά και πιστεύω ότι θα του άρεσαν και οι επιλογές μου και ο τρόπος που έχω διαλέξει να εκφραστώ, άρα να υπάρξω.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.