
Συνέντευξη με τον συγγραφέα Κυριάκο Αθανασιάδη με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα «Το καταφύγιο των ωραίων ψυχών» (εκδ. Διόπτρα).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης είναι άνθρωπος του βιβλίου. Το έχει υπηρετήσει από πολλά πόστα και, φυσικά, γράφει τα δικά του βιβλία. Είναι, όμως, και άνθρωπος που αγαπάει τα ζώα. Η σχέση που ανάπτυξε μαζί τους είναι σχέση ζωής. Δεν θα μπορούσε, λιοπόν, να μην τα... μεταφέρει και στα κείμενά του. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα Το καταφύγιο των ωραίων ψυχών (εκδ. Διόπτρα), δε, ένας σκύλος γίνεται πρωταγωνιστής και μας μιλάει με «ανθρώπινο» τόνο. Συμβαίνουν πολλά σε τούτο το μυθιστόρημα. Πάνω από όλα, πάντως, ξεδιπλώνεται η χαρά και η γλύκα της ζωής που μας δόθηκε. Δεν το λες και λίγο στις μέρες μας.
Είσαι ένας άνθρωπος που αγαπάει παθιασμένα τα ζώα. Ως συγγραφέας την έχεις μεταφέρει αυτή την αγάπη σε βιβλία, όπως και στο τελευταίο σου. Είναι μια διαρκής έμπνευση η συνύπαρξη μαζί τους;
Η αλήθεια είναι πως, από τότε που ήρθε στο σπίτι μας το πρώτο μας σκυλάκι, πριν από εννέα χρόνια, σε κάθε βιβλίο μου από όλα αυτά που ακολούθησαν —ακόμη και στα ψευδώνυμα— παίζει κι ένας σκύλος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Συνήθως ελάχιστα βέβαια, απλώς με ένα πέρασμα. Αλλά και πάλι… Εδώ βέβαια, στο «Καταφύγιο», ο ρόλος του είναι κεντρικός, για την ακρίβεια πρωταγωνιστικός. Νομίζω πως το φαινόμενο ξεπερνά τα όρια αυτού που λέμε έμπνευση, γίνεται σχεδόν εμμονή. Καμιά φορά δεν το κρύβω πως σκέφτομαι ότι η συμβίωσή μου με τα σκυλιά με έχει αλλάξει με τρόπους που δεν μπορώ να τους καταλάβω διαφορετικά, αλλά μονάχα κοιτώντας τα βιβλία. Ειλικρινά, δεν ξέρω.
Στο μυθιστόρημα δίνεις λόγο και στον σκύλο. Πόσο εύκολο ήταν στη συγγραφική πράξη αυτό το εύρημα, καθώς δεν μιλάμε για παραμύθι.
Σωστά, στα παραμύθια πολλά ζώα μιλάνε — ή μάλλον όλα τα ζώα μιλάνε στα παραμύθια. Στο Καταφύγιο έπρεπε να τον υποδυθώ, όπως το κάνουμε πάντα με όλους μας τους ήρωες. Έχω την εντύπωση πως ξέρω κάπως τους σκύλους, όσο μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο τέλος πάντων, οπότε ένιωθα πως δεν τον πρόδιδα όσο έγραφα τις σκέψεις του. Γιατί αυτό είναι και το ζητούμενο στα βιβλία, να είμαστε ειλικρινείς, να μη λέμε ψέματα. Μάλιστα, συνέβη και αυτό: ενώ γενικά προσέχω πολύ το πρώτο χέρι των βιβλίων μου και κάνω επιμέλεια σχεδόν αμέσως μετά το γράψιμο κάθε ημέρας, έτσι που στο τέλος να μην έχει ανάγκη από μεγάλο χτένισμα το κείμενο, εδώ γύριζα συνεχώς πίσω για να δω και να ξαναδώ αυτά που έλεγε ο σκύλος, ο Έκτορας, καθώς είναι ο ένας από τους δύο αφηγητές του βιβλίου, τα μισά κεφάλαια του ανήκουν. Έπρεπε να ήταν «σωστά», έπρεπε να λέει τα σωστά πράγματα κάθε φορά. Και βέβαια να προωθεί τον μύθο, να μη μιλάει απλώς για να μιλήσει. Ο Έκτορας λέει τα πιο απλά πράγματα —οι σκύλοι κοιτάζουν κάπως μονοσήμαντα τον κόσμο, όπως οι μοναχοί Ζεν—, αλλά τα εννοεί τόσο πολύ, που κατά κάποιον τρόπο γίνεται ο ίδιος η ιστορία.
Πριν έρθει το πρώτο μας σκυλάκι στο σπίτι, δεν είχα καμία επαφή με τα σκυλιά γενικώς. Δεν ταυτιζόμουν μαζί τους, ας πούμε, και εν πάση περιπτώσει δεν με ενδιέφεραν. Μετά, όλα άλλαξαν.
Καθένας έχει τον άνθρωπό του, λες μέσα στο βιβλίο. Μήπως και τον σκύλο του;
Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά για μένα ισχύει απολύτως. Πριν έρθει το πρώτο μας σκυλάκι στο σπίτι, δεν είχα καμία επαφή με τα σκυλιά γενικώς. Δεν ταυτιζόμουν μαζί τους, ας πούμε, και εν πάση περιπτώσει δεν με ενδιέφεραν. Μετά, όλα άλλαξαν. Το έχουμε ξανακούσει αυτό από πάρα πολύ κόσμο, και ίσως να ισχύει γενικά όπως το λες. Από την άλλη, δεν νομίζω πως μπορεί να γίνει με τις γάτες αυτό, που γενικά κρατούν μια κάποια απόσταση. Ίσως δεν γίνεται ούτε καν με τους ανθρώπους. Ένας σκύλος μπορεί να σε αλλάξει όσο σε αλλάζει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα, ή μια ξένη γλώσσα όταν τη μιλάς στον τόπο της. Ή ένα βιβλίο όταν είσαι έφηβος και ακόμα μαγεύεσαι από τα βιβλία. Αν ήταν βιβλία, οι σκύλοι θα ήταν βιβλία του Ρέι Μπράντμπερι, ή του Κινγκ.
Συμβαίνουν θαύματα στις μέρες μας; Πιστεύεις στην κρυφή δύναμή τους;
Νομίζω πως συμβαίνουν όσα συνέβαιναν και πάντα, και ότι —επίσης όπως συμβαίνει πάντα— είναι πολύ προσωπικά πράγματα όλα τους, και δεν λέγονται. Αν το καλοσκεφτούμε, ήδη θαύμα είναι που υπάρχουμε. Δεν υπάρχει πιο σπάνιο πράγμα στο σύμπαν, είναι σαν να σου πέφτει το Λόττο σε κάθε κλήρωση, για όλη σου τη ζωή. Μου αρέσει να διαβάζω για «τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα», κι αν έχω καταλάβει κάτι από τα σχετικά βιβλία που έχω διαβάσει είναι ακριβώς αυτό. Είμαστε αδιανόητα τυχεροί, όλοι μας.
Όποτε τύχαινε να ξαναδιαβάσω κάποιες σελίδες (για την επιμέλεια και από άλλες τέτοιες ανάγκες του μυθιστορήματος), με παίρναν τα ζουμιά. Κάθε φορά.
Το βιβλίο είναι τυλιγμένο από ζεστά συναισθήματα. Πώς αισθανόσουν όταν το έγραφες;
Πάντα είμαι πολύ αποστασιοποιημένος όταν γράφω, προσπαθώ να έχω καθετί υπό έλεγχο. Σε αυτό το βιβλίο ήταν ζητούμενο εξαρχής να είναι όλοι καλοί, και να κάνουν καλά πράγματα, και να έχουν όλοι το καλό στον νου τους. Δεν υπάρχουν κακοί εδώ, αν και υπάρχει θάνατος, και αρρώστια, και απώλειες. Αλλά συμβαίνει και το εξής, που κανονικά δεν πρέπει να το πω αλλά το λέω: όποτε τύχαινε να ξαναδιαβάσω κάποιες σελίδες (για την επιμέλεια και από άλλες τέτοιες ανάγκες του μυθιστορήματος), με παίρναν τα ζουμιά. Κάθε φορά. Θα μπορούσε κάποιος να το αποδώσει στην ηλικία, αλλά νομίζω πως σ’ αυτό δεν άλλαξα με τα χρόνια. Ή τέλος πάντων δεν άλλαξα πολύ. Οπότε σε μένα το βιβλίο δουλεύει.
![]() |
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης είναι συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1963. Έχει εκδώσει πάνω από 50 βιβλία, για μεγάλους και παιδιά, με το όνομά του και με μια σειρά ψευδώνυμα. Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί ακόμη το μυθιστόρημά του «Η Κόκκινη Μαρία». |
Σκέφτηκες ότι το βιβλίο σου μπορεί να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα; Κατακλυζόμαστε από δυστοπίες, βία και λογής κινδύνους. Έχουμε διάθεση να διαβάσουμε μια θετική ιστορία;
Η ιδέα μού πρωτοήρθε επί πανδημίας, και το μυθιστόρημα ξεκίνησε να γράφεται με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, και με όσα περνούσε, και δυστυχώς εξακολουθεί να περνά, η ηρωική αυτή χώρα. Δηλαδή, από ζόφο σε ζόφο. Και κράτησα αυτή την ιδέα και όχι μιαν άλλη, ακριβώς σαν ένα «αντίδοτο» απέναντι σε όλα αυτά, σαν κάτι που να μπορεί να κάνει κάτι καλό, έστω και για λίγες ώρες. Δηλαδή, παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλα όσα γίνονται, όσα ακούμε, και όσα υποφέρουν οι άνθρωποι, θα ήθελα κάποιος να μπορεί να κάτσει ένα Σαββατοκύριακο στην πολυθρόνα του, να βρέχει ίσως έξω, να έχει ρίξει μια φλις κουβέρτα στα πόδια του, να πίνει ένα ζεστό τσάι ή μια σοκολάτα, να ’χει ενδεχομένως και μια γάτα εκεί κοντά —οι γάτες μπορούν να συντροφέψουν έναν αναγνώστη καλύτερα από έναν σκύλο—, και να διαβάζει το βιβλίο. Κι εκεί, στην ιστορία, να γίνονται καλά πράγματα, και ζεστά. Αυτό ήθελα, αυτός ήταν ο σκοπός του «Καταφυγίου»: αυτό το Σαββατοκύριακο.
Είμαι φανατικός οπαδός της ιδέας περί οριζόντιας και διαρκούς προόδου: κατά μέσο όρο οι άνθρωποι ζούμε περισσότερο από ποτέ, είμαστε πιο υγιείς από ποτέ, μορφωνόμαστε περισσότερο από ποτέ, έχουμε περισσότερα δικαιώματα από ποτέ.
Υπάρχουν ωραίες ψυχές στις μέρες μας ή χάνονται μέσα σε μια σκληρή πραγματικότητα;
Ναι, ασφαλώς και υπάρχουν. Και, ναι, η πραγματικότητα είναι σκληρή. Όχι τόσο σκληρή όσο παλιά βέβαια. Είμαι φανατικός οπαδός της ιδέας περί οριζόντιας και διαρκούς προόδου: κατά μέσο όρο οι άνθρωποι ζούμε περισσότερο από ποτέ, είμαστε πιο υγιείς από ποτέ, μορφωνόμαστε περισσότερο από ποτέ, έχουμε περισσότερα δικαιώματα από ποτέ, και αυτό συμβαίνει σε όλη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού· για να μην πάμε μακριά, μόλις πριν από έναν αιώνα θα είχαμε και οι δυο πεθάνει από γηρατειά, κι αυτό μόνο αν ήμασταν εξαιρετικά τυχεροί να επιζήσουμε τον πρώτο χρόνο της ζωής μας, να μεγαλώσουμε χωρίς να πεθάνουμε από γρίπη ή πανούκλα ή από ιλαρά ή από την πείνα, και βέβαια έχοντας επιζήσει από καθαρή τύχη στις μάχες που λάβαμε μέρος, ενώ σήμερα καθόμαστε και μιλάμε από τον υπολογιστή μας και έχουμε πιο πολύ πλούτο και οι δυο από όσο μια ολόκληρη πόλη της προβιομηχανικής εποχής.
Παρά ταύτα, για μια μερίδα του κόσμου, της ανθρωπότητας, ναι, είναι τρομερά σκληρή. Και πάλι —μόλο που τα παραδείγματα είναι πολλά—, ας σκεφτούμε την Ουκρανία, ας σκεφτούμε τις μεγάλες κρατικές δικτατορίες, ας σκεφτούμε τους ανθρώπους που κρύβουν την ταυτότητά τους, ας σκεφτούμε όλα αυτά τα δισεκατομμύρια ανθρώπους που ζουν σκλαβωμένοι εξαιτίας πέντε-δέκα παραφρόνων και μιας-δυο απάνθρωπων ιδεολογιών. Οπότε, ναι: υπάρχουν πολλές πολύ ωραίες ψυχές, και πολλές από αυτές χάνονται και πονούν και είναι βουτηγμένες στην πίκρα. Και υπάρχουν και άλλες τόσες ωραίες ψυχές που ομορφαίνουν τη ζωή των γύρω τους. Και υπάρχουν και σκύλοι, και βιβλία, και ταινίες, και καφενεία, και φίλοι, και βόλτες — και όλα τα καλά.
Δίχως απαραίτητα να έχει σημασία, η ιστορία του κύριου Ισίδωρου είναι πραγματική; Θα μπορούσε να είναι; Πόσοι κύριοι Ισίδωροι υπάρχουν εκεί έξω;
Είναι πραγματική, ναι, με τον τρόπο της. Είτε έχει συμβεί όπως τη λέμε στο βιβλίο είτε θα μπορούσε να συμβεί έτσι. Αν εξαιρέσουμε το φάντασμα που επίσης παίζει στο «Καταφύγιο». Ή, δεν ξέρω, και με το φάντασμα μαζί.
Ευχαριστώ πολύ, αγαπητέ Διονύση. Και τους φίλους που μας διάβασαν, και κυρίως τους αναγνώστες που θα δώσουν τα λεφτά τους και τον χρόνο τους για την υπόσχεση εκείνου του Σαββατοκύριακου που λέγαμε.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).