Μια συνομιλία με τον Γιώργο Συμπάρδη, με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Πλατεία Κλαυθμώνος» (εκδ. Μεταίχμιο): για τη μνήμη και τα προσωπικά βιώματα που είναι ικανά να δώσουν βιβλία, αλλά «τα βιβλία δεν ανάγονται στα βιώματα που τα γέννησαν».
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Από το πρώτο του βιβλίο, τη νουβέλα «Μέντιουμ» το 1987 μέχρι και σήμερα, ο Γιώργος Συμπάρδης φροντίζει για κάθε ένα από τα βιβλία του να έχει πυκνώσει το βίωμά του και να έχει πάρει τις αποστάσεις του από την ιστορία που αφηγείται. Ίσως γι' αυτό κάθε φορά η ιστορία του είναι κατασταλαγμένη και η γραφή του μεστή. Η Πλατεία Κλαυθμώνος είναι το έκτο του πεζογραφικό έργο. Μιλήσαμε τόσο γι' αυτό όσο και για την εποχή που γεννήθηκε η ιστορία του βιβλίου.
Σε όλα σας τα βιβλία το προσωπικό βίωμα είναι εμφανές ότι υπάρχει τόσο στο χτίσιμο των χαρακτήρων όσο και στην ανασύσταση της εποχής. Η «Πλατεία Κλαυθμώνος» είναι το πιο προσωπικό σας μυθιστόρημα;
Το πιο προσωπικό μου μυθιστόρημα είναι τα Αδέλφια. Η οικογένεια που περιγράφεται εκεί μοιάζει με τη δική μου, αλλά και πάλι το κεντρικό πρόσωπο, ο μεγάλος αδελφός Θανάσης, είναι ένας ήρωας σχεδόν εξολοκλήρου κατασκευασμένος. Η Πλατεία Κλαυθμώνος περιέχει βέβαια βιώματα, ξεκινάει από αυτά –όλα τα βιβλία, πιστεύω, κάπως έτσι ξεκινάνε– αλλά «προσωπικό μου μυθιστόρημα» δεν θα το έλεγα σε καμία περίπτωση. Πιστεύω κι εγώ άλλωστε ότι «τα βιβλία δεν ανάγονται στα βιώματα που τα γέννησαν».
Πάω ακόμα πιο πίσω, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, αλλά αυτό δεν γίνεται από νοσταλγία, οι τότε συνθήκες δεν υπήρξαν ευδαιμονικές.
Τόσο στο προηγούμενο βιβλίο σας [«Αδέλφια»] όσο και σ’ αυτό, οι ιστορίες τους έχουν τοποθετηθεί στη δεκαετία του ’60, σε αντίθεση με τα πρώτα σας βιβλία [από το «Μέντιουμ» μέχρι και τις «Μεγάλες γυναίκες»]. Η συγγραφική σας στροφή προς το παρελθόν σχετίζεται με νοσταλγία για εκείνα τα χρόνια, με τις πρωτόγνωρες δυσκολίες των τελευταίων χρόνων;
Ακόμα και το πρώτο μου βιβλίο, το μυθιστόρημα Μέντιουμ, πάει πίσω, στο παρελθόν. Γράφηκε στην τριετία 1981-84 και δημοσιεύτηκε το 1987, ενώ τα ιστορούμενα γεγονότα τοποθετούνται στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Να παραδεχθώ ότι στα Αδέλφια και στην Πλατεία Κλαυθμώνος πάω ακόμα πιο πίσω, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, αλλά αυτό δεν γίνεται από νοσταλγία, οι τότε συνθήκες δεν υπήρξαν ευδαιμονικές.
Η ιστορία σας ξεκινάει σχεδόν με μια παρεξήγηση: βρισκόμαστε στο 1967, στον πρώτο χρόνο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών, όπου ένας χωροφύλακας συλλαμβάνει δύο νεαρούς, οι οποίοι μοιράζονταν το ίδιο παγκάκι –χωρίς καν να κοιτάζονται– και το οποίο τυγχάνει να βρίσκεται έξω από τις δημόσιες τουαλέτες της πλατείας Κλαυθμώνος. Είναι όμως και το καταλυτικό γεγονός για το ταξίδι του ήρωά σας προς την αυτογνωσία. Το τυχαίο είναι ένας παράγοντας που κινεί τα νήματα σε πολλές ιστορίες σας. Εδώ ποιος ο ρόλος του;
Στην περίπτωση της Πλατείας Κλαυθμώνος δεν έχουμε να κάνουμε με ένα τυχαίο γεγονός. Ο νεαρός ήρωάς της έχει ήδη ακούσει τις φήμες για τα νυχτερινά μπλόκα που στήνονται για τους «ανώμαλους» στα ουρητήρια κι επομένως γνωρίζει τον πιθανό κίνδυνο που διατρέχει πηγαίνοντας εκεί. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι ότι αρκεί να έρθει κάποιος άλλος να καθίσει στο ίδιο με σένα παγκάκι για να συλληφθείς. Αλλά και η περιπλάνησή του στη συνέχεια και κυρίως η γνωριμία του με το περιβάλλον των ομοφυλόφιλων κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Ακόμα κι αν δεν την επιδιώκει, την καλοδέχεται γιατί κάτι ψάχνει να βρει.
Ο ήρωάς σας, δεκαεννιάχρονος φοιτητής Νομικής, περιπλανάται στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας και αλλού, εξερευνώντας πτυχές της πόλης αλλά και τα όριά της, ενώ την ίδια στιγμή λαμβάνει χώρα και μια περιπλάνηση σε αχαρτογράφητες περιοχές του ερωτισμού του. Πόσο μακριά πρέπει να ψάξει μέχρι να βρει το κέντρο του;
Όχι πολύ μακριά. Τα πρότυπα, κατά πάσα πιθανότητα και όπως αρχίζει να υποπτεύεται, βρίσκονται μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
Σημαντικούς συγγραφείς διαθέτει και η εποχή μας. Σπουδαία μυθιστορήματα και διηγήματα εξακολουθούν να γράφονται.
Όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα με το ασφυκτικό πλέγμα των απαγορεύσεων που εφάρμοζαν ευνοούσαν την ανάπτυξη του υπαινιγμού για κάθε μορφή επικοινωνίας. Σήμερα, πιστεύετε η ελευθερία έκφρασης και λόγου έχει αποδυναμώσει την επαφή των ανθρώπων σε κάθε μορφή της;
Οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να επικοινωνήσουν και να γνωριστούν. Τα σημερινά μέσα, με τα κοινωνικά δίκτυα της μεγαλύτερης ελευθερίας –και της ελευθεριότητας– διευκολύνουν μάλλον πάρα αποθαρρύνουν τις επαφές. Κάθε είδους. Κι επιτέλους, όσο χρόνο κι αν σπαταλάμε στο έξυπνο τηλέφωνο ή στον υπολογιστή, δεν πάψαμε στο μεταξύ να συναντιόμαστε.
Η Πλατεία Κλαυθμώνος είναι ένα τοπόσημο για την Αθήνα, που σήμερα έχει χάσει τις συνδηλώσεις που είχε την εποχή του βιβλίου. Σας θλίβει κάτι τέτοιο; Θα προτιμούσατε κάποια μέρη να περάσουν για πάντα στη σφαίρα του αστικού μύθου;
Η ονομασία της συγκεκριμένης πλατείας, όπως και κάθε τόπου, από κάπου προέρχεται και κάτι, όχι πάντα προφανές, σημαίνει, κάποιο γεωγραφικό χαρακτηριστικό ή γεγονός χαμένο στο παρελθόν ενός παλιού μύθου ή της Ιστορίας. Πάντως ακόμα κι αν κάτι κάποτε συνέβη κι έκτοτε μνημονεύεται, οι τόποι δεν παύουν να υφίστανται και τα μεταγενέστερα συμβάντα που έρχονται και επικάθονται και παράγουν και άλλα καινούρια νοήματα και στρώματα νοημάτων για τους νεότερους. Γι’ αυτό και πιστεύω πως οι τόποι εκτός απ’ ό,τι σημαίνουν ομιλούν αφ’ εαυτών και αφηγούνται κάθε εποχή και κάτι το διαφορετικό, το επιπλέον του παλίμψηστου της Ιστορίας και της μικροϊστορίας, το πολλές φορές διαφορετικό και ιδιαίτερο για τον καθένα μας.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, σε κάποια σημεία είχα μια αίσθηση συνομιλίας του με συγγραφείς καθώς και με άλλα βιβλία εκείνης της εποχής, σαν ένας διακριτικός χαιρετισμός. Ήταν κάτι που έγινε συνειδητά ή ολόκληρη εκείνη η εποχή εκ των πραγμάτων περιβάλλεται και εμπεριέχει τα σημαντικά έργα και τους μεγάλους καλλιτέχνες;
Δεν γνωρίζω σε ποιους παλαιότερους συγγραφείς αναφέρεστε. Θα με ενδιέφερε να μάθω ποιους εννοείτε. Εν πάση περιπτώσει, από τους μεταπολεμικούς πεζογράφους («εκείνης της εποχής»), ακόμα κι αν δεν υπάρχει κάποια συνειδητή συνομιλία, θαυμάζω και αγαπώ 1. τον Αλέξανδρο Κοτζιά για την άρνηση στην ευκολία που υποχρεώνει τον αναγνώστη να εγκύψει και να αναζητήσει τον μίτο της αφήγησης στο κείμενο, 2. τον Μένη Κουμανταρέα και 3. τον Δημήτρη Χατζή για την αγάπη τους προς τον άνθρωπο και τη συγκίνηση που προκαλούν και 4. τον Κώστα Ταχτσή για την αφηγηματικότητά του. Και κάτι ακόμα: σημαντικούς συγγραφείς διαθέτει και η εποχή μας. Σπουδαία μυθιστορήματα και διηγήματα εξακολουθούν να γράφονται.
Απολογισμό πιστεύω δεν κάνετε ακόμη, αλλά στόχους βάζετε. Ποιος είναι ο επόμενός σας;
Μόλις τελείωσα ένα μυθιστόρημα κι απαντάω στις ερωτήσεις σας, τι άλλους στόχους να βάλω; Είμαι ολιγογράφος, κύριε Αγοραστέ.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.