Συνέντευξη με τον Ανδρέα Νικολακόπουλο, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του «Φλόρενς Μπλαντ» (εκδ. Ίκαρος).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Ο Σάλτος (εκδ. Ίκαρος) είναι μια συλλογή που ακόμα συζητιέται. Το ίδιο συνέβη και με την Αποδοχή κληρονομιάς (εκδ. Ίκαρος). Δύο συλλογές διηγημάτων που όρισαν με κάποιο τρόπο τον μυθοπλαστικό κόσμο μέσα στον οποίο θέλησε να κινηθεί ο Ανδρέας Νικολακόπουλος. Ελληνικό τοπίο, νεο-ηθογραφία, αλλά με ήρωες που ξεφεύγουν από την καθιερωμένη «μήτρα» του είδους.
«Φλόρενς Μπλαντ»: Ένα πρωτότυπο και εμπρηστικά ενδιαφέρον βιβλίο
Το νέο του βιβλίο Φλόρενς Μπλαντ (εκδ. Ικαρος) είναι μια έκπληξη από κάθε άποψη. Για πρώτη φορά δοκιμάζεται στη μεγάλη φόρμα με ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που απομακρύνεται από την ελληνική επικράτεια και ανοίγεται στα ευρωπαϊκά ύδατα.
Ο βαθμός επινοητικότητάς του σε τούτο το βιβλίο έχει αγγίξει σαφώς μεγαλύτερα όρια, καθώς συνθέτει ιστορίες με ήρωες που αναδύονται μέσα από τα βάθη της Ευρώπης (όχι απαραίτητα κοντινοί μας), φέρουν ο καθένας ένα ιδιαίτερο «συστατικό» ύπαρξης και υποτάσσσονται σε έναν κύκλο αίματος. Σαν να διαβάζεις τα μικρά γράμματα της ευρωπαϊκής ιστορίας για γεγονότα και φυσιογνωμίες που κανένα βιβλίο επίσημης Ιστορίας δεν θα κατέγραφε. Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος δημιούργησε ένα πρωτότυπο και εμπρηστικά ενδιαφέρον βιβλίο. Μας μίλησε για το πώς πέρασε από το διήγημα στο μυθιστόρημα και ποιες ήταν οι βασικές του πηγές για να γράψει την Φλόρενς Μπλαντ.
Έπειτα από τρεις συλλογές διηγημάτων, περνάτε στη μεγάλη φόρμα. Είναι αποτέλεσμα εμπειρίας αυτή η μετάβαση ή σας καθοδήγησε η ιστορία;
Η Φλόρενς Μπλαντ γράφονταν τα τελευταία τέσσερα χρόνια παράλληλα με τρείς συλλογές διηγημάτων και λειτουργούσε για εμένα σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης από τη σκοτεινή και ομιχλώδη θεματολογία της ελληνικής κυρίως υπαίθρου, της ντοπιολαλιάς και της οριζόντιας γραφής. Δεν νομίζω πως η μεγάλη φόρμα χρειάζεται περισσότερη εμπειρία από ένα διήγημα γιατί αν το πίστευα θα μείωνα την αξία του διηγήματος που στα μάτια μου στέκεται πολύ ψηλά και ίσως λίγο χαμηλότερα από το ποίημα. Η μεγαλύτερη φόρμα προέκυψε στην πορεία μιας και το βιβλίο ξεκίνησε σαν ένα διήγημα με τίτλο Η Δηλητηριάστρα και μετά απλώθηκε σε τριακόσσιες σελίδες. Στην αρχή σαν άσκηση και μετά σαν πραγματικότητα που τη δεχόμουν μέρα με τη μέρα.
Ο τίτλος «Φλόρενς Μπλαντ» πώς προέκυψε;
Υπήρχαν δύο γυναίκες με αυτό το όνομα στο παρελθόν. Η πρώτη ήταν μια Αμερικανίδα ηθοποιός και η δεύτερη κάποια καλιτέχνης ερωμένη μιας Ρουμάνας πριγκίπισας με το όνομα Catherine Jeanne Ghyka η οποία είχε μια εξοχική βίλα ονόματι Gamberaia στην Τοσκάνη. Η πρώτη δεν είναι σίγουρα η ηρωίδα του βιβλίου και η δεύτερη έχει δώσει κάποια στοιχεία της στον χαρακτήρα μα πιο επιφανειακά και περισσότερο συμπτωματικά. Επίσης η λέξη αίμα που διατρέχει όλο το βιβλίο ταιριάζει απόλυτα με το επώνυμο Blood. Ο κυριότερος λόγος όμως είναι για να μην ξεχάσω τις μνήμες μου από τη βίλα Gamberaia.
Είχα ανάγκη να τραβηχτώ λίγο από το ελληνικό βουνό και μαζί με το χρέος που είχα να ξεπληρώσω στις παλιές μου γειτονιές στην Ευρώπη γεννήθηκε αυτό το βιβλίο.
Είναι το λιγότερο «ελληνικό» βιβλίο που έχετε γράψει; Είναι σαν να αφήνετε κατά μέρος τα οικεία μέρη και να ανοίγεστε στην πιο βαθιά ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου.
Ναι, είχα ανάγκη να τραβηχτώ λίγο από το ελληνικό βουνό και μαζί με το χρέος που είχα να ξεπληρώσω στις παλιές μου γειτονιές στην Ευρώπη γεννήθηκε αυτό το βιβλίο. Ίσως κάποιος να νομίζει πως η ελληνική επαρχία μου είναι πιο οικεία, μα ειλικρινά τα μέρη του Φλόρενς Μπλαντ είναι για μένα κομβικής σημασίας για την ύπαρξή μου και όχι μόνο για την κοσμοθεωρία μου. Είναι τα σπίτια που διάλεξα και δεν τα βρήκα έτοιμα από τους προγόνους μου.
Ενα αλλόκοτο πλάσμα που εντοπίζεται στα νερά του Δούναβη, ένας Γάλλος δήμιος, μια Νορβηγίδα που ξεγέλασε τον θάνατο, ένας Ουαλός πρώην επαναστάτης και η Φλόρενς Μπλαντ (ή Δηλητηριάστρα). Οι ήρωες σας είναι, αν μη τι άλλο, παράξενοι. Πώς προέκυψαν;
Στην αρχή ο μόνος ήρωας ήταν η γυναικεία κεντρική μορφή. Ύστερα ήρθε ο αστυνομικός. Ακολούθησε ο δήμιος και μετά η κοπέλα από τη Νορβηγία. Το αλλόκοτο πλάσμα εμφανίστηκε λίγο πριν το τέλος. Είναι χαρακτήρες που θα μπορούσα να έχω συναντήσει, με ονόματα όχι διαλεγμένα τυχαία και κάτοικοι περιοχών με πολλές μνήμες για εμένα. Νομίζω πως ο ένας γέννησε τον άλλο και αν δεν έβαζα μια τελεία θα συνεχίζονταν δίχως τέλος η παρέλαση χαρακτήρων.
Στο βιβλίο σας ξεδιπλώνεται ένας κόσμος παράλληλος μ’ αυτόν που έχει δώσει η επίσημη Ιστορία. Πόσους «κρυφούς» ήρωες μπορεί να δώσει η Ευρώπη;
Η αλήθεια είναι πως εμφανίζονται κάποιες εκατοντάδες ονόματα στο βιβλίο. Πολλοί είναι υπαρκτοί φίλοι μου που με διαμόρφωσαν μέσα στα χρόνια και μερικοί άγνωστοι στο σημερινό ευρύ κοινό χαρακτήρες μα πολύ σπουδαίοι στην εποχή τους και εξέχουσας σημασίας προσωπικότητες για την Ευρωπαική ιστορία. Θρησκευτικοί μεταρυθμιστές, καλλιτέχνες, πολιτικοί, επιστήμονες και πολλοί ακόμα ξεχασμένοι πάλαι ποτέ ήρωες στις μέρες μας. Νομίζω πως η Ευρώπη πριν πεθάνει ήταν μια περιοχή με ασταμάτητη παραγωγή ιδεών (όχι απαραίτητα καλών), θρύλων, δοξασιών και κινημάτων. Αυτά όμως πριν τελειώσει η εποχή της και η Γηραιά Ήπειρος καταντήσει Νεκρή Ήπειρος. Ίσως τελικά αυτό το βιβλίο να είναι ένα χρονογράφημα ή ένας επικήδειος κάποιου ξεπεσμένου μέρους του πλανήτη.
Υπάρχει η πραγματική ιστορία στο βιβλίο και φυσικά ο μύθος. Πολλά από τα πραγματικά γεγονότα μοιάζουν δημιουργήματα φαντασίας μα είναι αληθινά πέρα για πέρα και συνέβησαν δημιουργώντας φοβερές αναταράξεις.
Ολες οι ιστορίες που συναποτελούν το μυθιστόρημα είναι αποτέλεσμα καθαρής επινόησης ή πήρατε ερεθίσματα από πραγματικά γεγονότα;
Υπάρχει η πραγματική ιστορία στο βιβλίο και φυσικά ο μύθος. Πολλά από τα πραγματικά γεγονότα μοιάζουν δημιουργήματα φαντασίας μα είναι αληθινά πέρα για πέρα και συνέβησαν δημιουργώντας φοβερές αναταράξεις. Ο μύθος δεν θα μπορούσε να είναι απών μα εκείνη η λεπτή γραμμή μεταξύ πραγματικού και φανταστικού γίνεται δυσδιάκριτη μέσα μου από τη στιγμή που μπαίνουν στην ίδια σελίδα για πάντα. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Πώς αναπλάθει κανείς μια περασμένη εποχή (ακόμη και πολύ μακρινή από τη δική μας). Ποια «όπλα» χρησιμοποιήσατε;
Απλά προσπάθησα να φανταστώ τα παλιά μου σπίτια στο Λονδίνο, στο Όσλο κτλ σε κάποια άλλη εποχή. Στο εξωτερικό δεν είναι τόσο δύσκολο μιας και σέβονται την ιστορική συνέχεια και την παράδοση με την καλή έννοια. Εδώ βρισκόμαστε συνεχώς στα δόντια ενός ολετήρα ή καλύτερα διαλυτήρα που όχι μόνο σβήνει τις προηγούμενες από τις δικές μας προσπάθειες μα τις απαξιώνει κιόλας. Φυσικά χρειάστηκαν αμέτρητες ώρες μελετών από παλιά βιβλία σχετικά με την ιστορία των πόλεων, ακόμα περισσότερο σκάψιμο σε πολιτικά γεγονότα και κινήματα και κυρίως στην καθημερινότητα των τότε ανθρώπων. Ύστερα όλα έγιναν εύκολα γιατί τα ρούχα των ανθρώπων μπορεί να αλλάζουν με τα χρόνια μα η φύση παραμένει το ίδιο ευάλωτη, αδιόρθωτη και διεφθαρμένη από την εποχή των νεάντερνταλ μέχρι σήμερα.
Το αίμα παίζει καθοριστικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Αλλωστε το γράφετε κι εσείς εξαρχής «το πάρεδωσε με το αίμα δεν είναι χωρίς αντίτιμο». Εχουμε να κάνουμε με έναν ευρωπαϊκό κύκλο αίματος;
Έχουμε να κάνουμε με έναν ανθρώπινο μύλο που δυστυχώς ή ευτυχώς χρειάζεται αίμα για να γυρίσει. Δεν νομίζω πως είναι προνόμιο μόνο της Ευρώπης το συνεχές αιματοκύλησμα μα των ανθρώπων εν γένει. Όσον αφορά τη φράση την πιστεύω απόλυτα και όχι απαραίτητα με την έννοια του κάρμα μα με την έννοια του βάρους που επιφέρει το ζεστό αίμα το οποίο ξεπλένεται στα μυαλά των ανθρώπων μόνο με αίμα, αργά η γρήγορα. Θα ήταν ευχή να σταματήσει κάπου αυτό μα στα σαράντα μου έπαψα να πιστεύω στην ανθρώπινη φύση που είναι στον πυρήνα της καλή. Ναι, ίσως είναι καλή, μα για τον εαυτό της. Αυτό δεν σημαίνει πάντα πως είναι καλή και για τους άλλους.
Η φύση παίζει καθοριστικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Είναι ένα ενεργητικό στοιχείο στην ανέλιξη της πλοκής. Υπάρχει κάποιος συμβολισμός;
Πέρα από την παρουσία των ποταμών που λειτουργεί ως συγκολιτική ουσία στο κείμενο και κυρίως δυναμώνει το συναίσθημα της ματαιότητας που λέει πως οι άνθρωποι επιτυγχάνουν, αποτυγχάνουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν μα στην ουσία το νερό δεν σταματάει να κυλά δίπλα τους χωρίς να δίνει δεκάρα για όσους μένουν ξύπνιοι από πόθο, τρόμο ή έξαψη, παρατηρώ και εγώ σαν διαβάζω αυτά που γράφω σε τέσσερα πια βιβλία πως ασχολούμαι σε σημείο ψυχαναγκασμού με τις περιγραφές των δέντρων, των δασών και των τοπίων γενικότερα και χωρίς να το πολυσκέφτομαι απλά παραδέχομαι πως αφού βγαίνει αβίαστα και όχι εντέχνως από μέσα μου ίσως να με έχει κυριεύσει η φύση και να μην μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό πέρα από το να τη δοξάζω σαν τον μόνο και πραγματικό μου Θεό.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)