Μια συνέντευξη με τον Γιώργο Πολυμενάκο, με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του μυθιστορήματός του «Σκοτεινό φως» (εκδ. Γραφή).
Συνέντευξη στον Σόλωνα Παπαγεωργίου
Το πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Πολυμενάκου, Σημείο εξόδου ένα (εκδ. Απόπειρα), περιγράφει τον αφανισμό του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας από έναν εξαιρετικά μεταδοτικό και θανατηφόρο ιό.
Το Σκοτεινό φως (εκδ. Γραφή), το δεύτερο μέρος της «Τριλογίας των φάρων» και μυθιστορηματική συνέχεια του προηγούμενου έργου του συγγραφέα, περιγράφει μια εξίσου τρομαχτική, δυστοπική πραγματικότητα, γεμάτη με συρματοπλέγματα, πογκρόμ και συγκρούσεις των δυνάμεων του Καλού με την αυτοκρατορία του Κακού.
Συζητήσαμε με τον Γιώργο Πολυμενάκο για το ζοφερό μέλλον που περιγράφει στα βιβλία του, το οποίο συνδέεται με το δικό μας παρόν, για τις λογοτεχνικές επιρροές του, καθώς και για το αναμενόμενο, καταληκτικό μέρος της τριλογίας του.
Το Σκοτεινό φως παρουσιάζει μια δυστοπική εκδοχή της Ελλάδας, όπου μια μιλιταριστική οργάνωση προσπαθεί να επικρατήσει. Θέλετε να μας πείτε λίγα λόγια για τον ιδιαίτερο κόσμο του βιβλίου σας;
Στο Σκοτεινό φως επανέρχομαι στο θέμα της απολυταρχίας. Πρώτιστος στόχος της οργάνωσης που αναφέρατε είναι η κάθαρση του κοινωνικού ιστού. Οι κάθε λογής έγχρωμοι, οι σωματικά ανάπηροι, οι ψυχικά ασθενείς, αντιμετωπίζονται ως μολύνσεις που πρέπει να απομακρυνθούν. Στο βιβλίο μου, οδηγώ αυτή την προφανέστατα ναζιστική ιδεολογία, στις τελικές της συνέπειες. Για παράδειγμα: τις οργανωμένες παιδοκτονίες στον Καιάδα ή τον εγκλεισμό των μεταναστών σε στρατόπεδο συγκέντρωσης με απώτερο σκοπό την εξόντωσή τους.
Ως χώρους δράσης στα βιβλία μου προτιμώ να επιλέγω τόπους τους οποίους γνωρίζω πολύ καλά. Στο Σημείο εξόδου ένα επέλεξα την πόλη - λιμάνι στην οποία ζω, το Πέραμα. Στο Σκοτεινό φως, η πλοκή εξελίσσεται κυρίως στον τόπο που γεννήθηκα, το νησάκι Κρανάη, στο Γύθειο Λακωνίας.
Για τους χαρακτήρες των βιβλίων μου χρησιμοποιώ ως πρότυπα ανθρώπους από τον κοινωνικό μου περίγυρο κι εμένα τον ίδιο (στον βαθμό, βέβαια, που γνωρίζω τον εαυτό μου). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το Σκοτεινό φως να εμπεριέχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία, κατά τη γνώμη μου, βοηθούν στην αληθοφάνειά του και την συναισθηματική ένταση της πλοκής.
Θεωρώ ότι το Σκοτεινό φως είναι ένα βαθιά πολιτικό αλλά και ερωτικό βιβλίο ταυτοχρόνως. Τουλάχιστον, αυτές ήταν οι προθέσεις μου όταν το έγραφα.
Ο φάρος συνήθως χρησιμοποιείται για να συμβολίσει την ελπίδα, την καθοδήγηση. Παρόλο που το προηγούμενο έργο σας, Σημείο εξόδου ένα, τελειώνει με την πτώση ενός δικτατορικού καθεστώτος, με τις ελπίδες των ηρώων να παραμένουν ζωντανές, εντέλει φαίνεται πως η αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν πραγματοποιήθηκε, και οι άνθρωποι οδηγήθηκαν σε ακόμα μία δυστοπία. Πώς εξηγείται αυτή η απαισιόδοξη θεώρηση;
Πιστέψτε με, θα προτιμούσα (και αγωνίζομαι γι’ αυτό, στο μέτρο των μικρών, προσωπικών μου δυνάμεων) το αντίθετο. Αλλά όπου και να κοιτάξουμε, εδώ ή στο εξωτερικό, βλέπουμε να οδηγούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμα και όταν στρεφόμαστε στο παρελθόν, μελετώντας ιστορικά παραδείγματα κοινωνιών που δεινοπάθησαν κάτω από απολυταρχικά καθεστώτα, βλέπουμε, όχι και πολλές δεκαετίες μετά, τις κοινωνίες αυτές να επιστρέφουν ιδεολογικά σε αυτό που τις καταδυνάστευσε, παρόλη τη σθεναρή αντίσταση μιας ισχνής μειοψηφίας.
Τα περισσότερα έργα της δυστοπικής λογοτεχνίας στην πραγματικότητα δεν παρουσιάζουν ρεαλιστικές προβλέψεις για το μέλλον, αλλά μάλλον μαρτυρούν περισσότερα για το παρόν του συγγραφέα, για την εποχή που γράφτηκαν. Στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας, η ανθρωπότητα «έχασε» τη μάχη ενάντια σ’ έναν εξαιρετικά μεταδοτικό ιό - η σύνδεση με την πανδημία του covid-19 είναι προφανής. Το Σκοτεινό φως πώς σχετίζεται με το παρόν μας;
Όταν αρκούν οι δηλώσεις ενός νεοναζί μέσα από τη φυλακή για να πάρει το κόμμα της ευκαιριακής του προτίμησης σημαντικό αριθμό εδρών στο ελληνικό κοινοβούλιο, αυτό και μόνο πιστεύω, είναι αρκετό για να απαντηθεί η ερώτησή σας, αλλά ας πω και κάτι περισσότερο γιατί το θέμα αυτό είναι πολύ σοβαρό. Όπως ανέφερα και παραπάνω, υπάρχει μια γενικευμένη τάση εκφασισμού των κοινωνιών. Ατομικές ή συλλογικές ελευθερίες που μέχρι πριν από ελάχιστες δεκαετίες τις θεωρούσαμε αυτονόητες, έχουν τεθεί πλέον υπό αμφισβήτηση ή τελούν «υπό αναστολή» με χίλα δυο προσχήματα ή με την δικαιολογία κάποιων καινοφανών και εν πολλοίς προκατασκευασμένων, ή υπογείως τροφοδοτούμενων «απειλών» (βλ. 11η Σεπτεμβρίου και τις συνέπειές της).
Καθώς δημιουργείτε τους δυστοπικούς σας κόσμους, φαίνεται πως σας απασχολούν περισσότερο απολυταρχικά καθεστώτα που παραπέμπουν στις μυθοπλασίες του Όργουελ και του Μπράντμπερι, παρά σε αυτές του Χάξλεϋ. Μπορείτε να εντοπίσετε τις κύριες λογοτεχνικές επιρροές σας;
Πέρα από τις προφανείς που αναφέρατε, ο Άρθουρ Καίσλερ (ιδίως το Μηδέν και το άπειρο), ο Κάφκα, και ο Κόρμακ ΜακΚάρθι (ειδικά το βιβλίο του Ο δρόμος). Από τους καθ’ ημάς, ποιητές όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Άρης Αλεξάνδρου. Θεωρώ το Κιβώτιο ως ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει.
Η γραφή σας είναι λιτή και άμεση, και εστιάζει στις κινήσεις των ηρώων σας, παραπέμποντας σε κινηματογραφικό σενάριο. Γνωρίζω πως έχετε δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ, που έχει τον τίτλο «Ο τόπος». Το σινεμά είναι ακόμα μία επιρροή σας;
Είναι και μάλιστα σημαντική. Θεωρώ τη συγγραφή ενός σεναρίου (κάτι με το οποίο ασχολούμαι τον τελευταίο καιρό) ως άκρως προκλητική και ενδιαφέρουσα ενασχόληση για έναν συγγραφέα.
Το 2019, κυκλοφόρησε το λογοτεχνικό ντεμπούτο σας, η συλλογή διηγημάτων Ιστορίες από την άλλη όχθη (εκδ. Απόπειρα). Υπάρχει κάποια σύνδεση, έστω έμμεση, μεταξύ του πρώτου βιβλίου σας και των έργων της «Τριλογίας των φάρων»;
Υπάρχει, όπως ακριβώς το λέτε, έμμεση σύνδεση, διότι και τα δύο πρώτα βιβλία της Τριλογίας εμπεριέχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία και οι Ιστορίες από την άλλη όχθη είναι ένα βιβλίο με αυτοβιογραφικά αφηγήματα, άρα ήταν ένας άτυπος τροφοδότης τους.
Το τελευταίο μέρος της τριλογίας σας σε τι θα αφορά;
Διαδραματίζεται σε ένα πιο μακρινό μέλλον και περιγράφει μια κοινωνία βαθύτατα διαιρεμένη σε «προνομιούχους» και «περιττούς». Αλλά πριν από αυτό, γράφω (και θα ήθελα να εκδώσω) ένα όχι δυστοπικό μυθιστόρημα, διότι δεν θα ήθελα να μου κολλήσει, κατά το κοινώς λεγόμενο, η «ρετσινιά» του αποκλειστικώς δυστοπικού συγγραφέα, αλλά και γιατί πιστεύω ότι παρόμοια πράγματα μπορούν να ειπωθούν με πολλούς, διαφορετικούς τρόπους.