Μια συζήτηση με τον εκδότη της Γραφής Δημήτρη Σαριγγαλά για το παρόν και το μέλλον των ποιοτικών εκδόσεων που έχουν ως έδρα τους τα Τρίκαλα.
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Τα τελευταία χρόνια βρίσκουμε στα βιβλιοπωλεία πλήθος νέων βιβλίων που προέρχονται από νεοσύστατους, μικρούς και με ορμή εκδοτικούς οίκους. Κι αν οι περισσότεροι από αυτούς εδράζονται στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας, οι εκδόσεις Γραφή, με έδρα τους τα Τρίκαλα, στέλνουν το εκδοτικό τους σήμα εξίσου δυνατό και καθαρό.
Μιλήσαμε με τον εκδότης της Γραφής, Δημήτρη Σαριγγαλά, για το παρόν και το μέλλον των εκδόσεων.
Οι εκδόσεις Γραφή βρίσκονται μόλις έναν χρόνο στον χώρο των εκδόσεων έχοντας κάνει αισθητή την παρουσία τους. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο στοιχείο που τις ξεχωρίζει, καθώς η έδρα τους βρίσκεται στην πόλη των Τρικάλων. Κύριε Σαριγγαλά, πώς πήρατε την απόφαση να ιδρύσετε τις εκδόσεις Γραφή και ποιους στόχους είχατε θέσει στο ξεκίνημά σας;
Η απόφασή μου ήταν αμιγώς συναισθηματική. Μεγάλωσα μέσα στα τυπογραφεία, η πρώτη μου επαφή με τον χώρο των εκτυπώσεων και των εκδόσεων ήταν –όσο κι αν ακούγεται απίστευτο– τη δεκαετία του ’90, σε ένα ατελιέ γραφικών τεχνών στα Τρίκαλα, ως υπάλληλος. Πέρα από κάποιες εκδόσεις, κυρίως τοπικού ενδιαφέροντος, παρείχαμε υπηρεσίες προεκτύπωσης (στοιχειοθεσία κ.λπ.) σε εκδοτικούς οίκους της Αθήνας. Τα χρόνια πέρασαν και μετά από διάφορες παρεμφερείς δραστηριότητές μου, αποφάσισα να ρίξω τη δική μου μικρή βάρκα στο τρικυμιώδες πέλαγος των εκδόσεων. Έφοδος στον ουρανό; Μπορεί και να είναι. Για τις μόνες αποφάσεις που δεν έχω μετανιώσει στη ζωή μου είναι αυτές που πήρα με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική ή, έστω, την αυστηρά επιχειρηματική λογική.
Οι στόχοι μας στις εκδόσεις Γραφή είναι απλοί, ταπεινοί και γι’ αυτό, ίσως, και περισσότερο δύσκολοι. Επιθυμούμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε με αξιοπρέπεια και κυρίως με ειλικρίνεια, τόσο απέναντι στους συγγραφείς μας όσο και στο αναγνωστικό κοινό.
Οι λογοτεχνικές κυψέλες που δημιουργούνται στην ελληνική επαρχία, με άξονα κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό, βιβλιοπωλείο ή εκδοτικό οίκο έχουν αναδείξει σημαντικούς πεζογράφους και ποιητές. Διακρίνετε από τα χειρόγραφα που λαμβάνετε, μέσα από την ανάγκη της έκφρασης, να ξεχωρίζουν ιδιαίτερες πεζογραφικές φωνές;
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι υπάρχουν αξιόλογοι συγγραφείς σε όλη την επαρχία. Για παράδειγμα, τα Τρίκαλα –εκτός από «έξυπνη» πόλη– είναι μία πόλη που διαθέτει σημαντικούς, βραβευμένους λογοτέχνες. Είναι κρίμα που πολλοί από αυτούς δεν έχουν αναδειχθεί ή δεν γίνονται μεγαλύτερες προσπάθειες να αναδειχθούν όσο πραγματικά θα τους άξιζε.
Η αγωνία μας είναι να καταφέρουμε να αναδείξουμε αυτές τις φωνές. Να γίνουμε, ως εκδοτικός οίκος, οδοδείκτης, ώστε τα έργα και οι συγγραφείς τους να βρουν και να βαδίσουν τον δρόμο που τους αξίζει.
Φυσικά, λαμβάνουμε έργα και από νέους ανθρώπους από όλη την Ελλάδα. Νέοι δημιουργοί που τα έργα τους κάποιες φορές αποτελούν για εμάς μεγάλη και θετική έκπληξη. Η αγωνία μας είναι να καταφέρουμε να αναδείξουμε αυτές τις φωνές. Να γίνουμε, ως εκδοτικός οίκος, οδοδείκτης, ώστε τα έργα και οι συγγραφείς τους να βρουν και να βαδίσουν τον δρόμο που τους αξίζει.
![]() |
![]() |
|
Ο υπερσυγκεντρωτισμός που χαρακτηρίζει την Αθήνα, δεν θα μπορούσε να μην «πλήττει» και τον χώρο του βιβλίου. Λένε πως για να εδραιωθεί ένας εκδοτικός οίκος πρέπει να βρίσκεται στην Αθήνα και αντίστοιχα οι συγγραφείς του να παρουσιάζουν εδώ τα βιβλία τους και να διατηρούν στενή σχέση με την πρωτεύουσα. Ανάμεσα στον μύθο και την υπερβολή, πού βρίσκεται η δική σας πραγματικότητα;
Από τότε σχεδόν που θυμάμαι τον εαυτό μου ακούω για τον υπερσυγκεντρωτισμό της πρωτεύουσας. Μου θυμίσατε την περίφημη «αποκέντρωση» της δεκαετίας του 1980. Σίγουρα δεν πρόκειται για μύθευμα, όμως η άποψη αυτή εμπεριέχει και κάποια ψήγματα υπερβολής. Είναι προφανές ότι χρειάζεται περισσότερος κόπος και μεγαλύτερη προσπάθεια για να καθιερωθεί ένας εκδοτικός οίκος που έχει έδρα σε μια επαρχιακή πόλη. Όπως και να ‘χει, δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα το θέμα. Άλλωστε, οι δυνατότητες που παρέχει σήμερα η τεχνολογία εκμηδενίζουν τις αποστάσεις και η επικοινωνία είναι πιο εύκολη από ποτέ, χωρίς να υποτιμώ την άμεση επαφή. Απόδειξη είναι ότι μας έχουν εμπιστευθεί συγγραφείς από την Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη. Με κάποιους από αυτούς δεν έχουμε ακόμη γνωριστεί διά ζώσης.
Επιπρόσθετα, στην προσπάθειά μας αυτή έχουμε την υποστήριξη δημοσιογράφων και ηλεκτρονικών περιοδικών για το βιβλίο που βλέπουν με συμπάθεια όσα κάνουμε, παρά την χιλιομετρική απόσταση που μας χωρίζει.
Οι δυνατότητες που παρέχει σήμερα η τεχνολογία εκμηδενίζουν τις αποστάσεις και η επικοινωνία είναι πιο εύκολη από ποτέ, χωρίς να υποτιμώ την άμεση επαφή. Απόδειξη είναι ότι μας έχουν εμπιστευθεί συγγραφείς από την Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη. Με κάποιους από αυτούς δεν έχουμε ακόμη γνωριστεί διά ζώσης.
Έχω την αίσθηση, όμως, ότι ακόμα και στην πρωτεύουσα οι άνθρωποι που κινούνται στον χώρο του βιβλίου (εκδότες, συγγραφείς κ.ά.) ενσωματώνονται σε υπάρχοντες –ή δημιουργούν νέους– μικρούς ή μεγαλύτερους βιβλιοφιλικούς κύκλους, μερικές φορές χωρίς να συναντιούνται ποτέ από κοντά. Πιστεύω πως στο τέλος της ημέρας αυτό που αξίζει πραγματικά θα βρει τον δρόμο του, είτε έχει ως αφετηρία τα Τρίκαλα είτε την Αθήνα.
Τι είναι αυτό που αναζητάτε κάθε φορά που διαβάζετε ένα χειρόγραφο;
Την έκπληξη. Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Την αίσθηση που σου δίνει η πρώτη ματιά ενός μεγάλου έρωτα. Και ακολουθούν οι ταχυπαλμίες, η αγωνία για την ευόδωση αυτού του έρωτα. Η μετουσίωσή του σε πραγματική αγάπη. Σε κάθε τέτοια στιγμή, τα πάντα ξεκινούν εκ του μηδενός. Ποιες γραμματοσειρές θα χρησιμοποιήσουμε, ποια θα είναι η τελική μορφή του εξώφυλλου, ποιοι θα κάνουν την επιμέλεια, πώς θα γίνει η καλύτερη δυνατή προώθηση και προβολή. Και μετά ακολουθεί η προσμονή και αγωνία για το αν αυτή τη φορά τα καταφέραμε καλύτερα από την προηγούμενη.
Μικροί ή μεγάλοι έρωτες είναι τα βιβλία και ενίοτε αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στις ψυχές των ανθρώπων. Οπότε μάλλον αυτό αναζητώ, έναν καινούργιο έρωτα, μια νέα περιπέτεια.
Υπάρχει ξανά, τα τελευταία χρόνια, μια τάση των νέων συγγραφέων για επιστροφή στην επαρχία, στη φύση, στις ρίζες του καθενός, τόσο σχετικά με τη θεματολογία όσο και με τη γλώσσα. Παρατηρείτε κάτι αντίστοιχο με τα χειρόγραφα που λαμβάνετε; Γνήσια ανάγκη ή μια παροδική τάση, αντίστοιχη με εκείνη όπου πλήθος Ελλήνων συγγραφέων είχαν μεταφέρει τις ιστορίες τους στο εξωτερικό;
Υπήρξε πράγματι μία περίοδος κατά την οποία αρκετοί Έλληνες συγγραφείς επιχείρησαν, ίσως και με προτροπή των εκδοτών, να διαμορφώσουν μια πιο «εξωστρεφή», πιο «κοσμοπολίτικη» λογοτεχνική περσόνα, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν διεθνή αναγνώριση. Το σκεπτικό πίσω από αυτήν την τάση ήταν προφανώς λανθασμένο και εντασσόταν στις ευρύτερες στρεβλώσεις και παθογένειες της νεοελληνικής νοοτροπίας, η οποία έτεινε –και εν πολλοίς τείνει ακόμη– να υποβαθμίζει οτιδήποτε αμιγώς εγχώριο.
Τον συνειδητοποιημένο αναγνώστη δεν τον ενδιαφέρει αν η δράση ξετυλίγεται στη Νέα Υόρκη ή στην οροσειρά της Πίνδου. Αυτό που πρωτίστως προσέχει είναι αν ο συγγραφέας τηρεί ή όχι το (αφηγηματικό) «συμβόλαιο» που υπογράφει με το αναγνωστικό κοινό.
Σήμερα παρατηρούμε μια αντίστροφη τάση, όπως σωστά επισημάνατε. Μένει να φανεί αν είναι παροδική ή αν ανταποκρίνεται σε μια γνήσια ανάγκη επιστροφής στις ρίζες. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που παραμένει ως ακλόνητη σταθερά στο διεθνές λογοτεχνικό τοπίο είναι η παραγωγή καλογραμμένων ιστοριών που σέβονται τις βασικές αρχές της αφήγησης, οι οποίες, ας μην το ξεχνάμε, ελάχιστα έχουν διαφοροποιηθεί από την εποχή της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη. Τον συνειδητοποιημένο αναγνώστη δεν τον ενδιαφέρει αν η δράση ξετυλίγεται στη Νέα Υόρκη ή στην οροσειρά της Πίνδου. Αυτό που πρωτίστως προσέχει είναι αν ο συγγραφέας τηρεί ή όχι το (αφηγηματικό) «συμβόλαιο» που υπογράφει με το αναγνωστικό κοινό.
Συνεπώς, η εν λόγω τάση θα αποδειχθεί ορθή και θα αποδώσει καρπούς, μόνο αν εκπορεύεται από μια γνήσια ανάγκη επιστροφής στις ρίζες της καλής αφήγησης, οι οποίες έχουν έντονο ελληνικό –και γι' αυτό παγκόσμιο– χρώμα. Και είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι, στα περισσότερα «χειρόγραφα» που τουλάχιστον εμείς στη Γραφή λαμβάνουμε, αυτή η γνήσια ανάγκη είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
![]() |
![]() |
Δύο από τις προσεχείς κυκλοφορίες των εκδόσεων Γραφή. |
Ποια είναι τα μελλοντικά σας εκδοτικά σχέδια;
Η έφοδος στον ουρανό συνεχίζεται. Αυτό σημαίνει ότι τα όνειρά μας δεν σταματούν. Ηχεί προφανώς ως κοινοτοπία, αλλά ο βασικός μας στόχος είναι να προσφέρουμε στο αναγνωστικό κοινό αξιόλογα έργα. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν λέει τίποτα. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας προσπάθειας να αναπτύξουμε σειρές σε λογοτεχνικά είδη όπως αστυνομικά, τρόμου, φαντασίας, αλλά και εγχειρίδια και δοκίμια. Τα πρώτα βήματα έχουν ήδη γίνει, όπως για παράδειγμα στη λογοτεχνία του φανταστικού με το βιβλίο του Αλέξανδρου Τριανταφύλλου Στα κανάλια του τρόμου, ή το βιβλίο Η αγάπη είναι η απάντηση του Ιωάννη Αρβανίτη, ένα βιβλίο θετικής ενέργειας και αυτοβοήθειας.
Επίσης ετοιμάζουμε μία νέα σειρά έργων, αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων –με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Ιωάννη Πλεξίδα–, όπως, για παράδειγμα, το κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, Γιατί υπάρχει το κακό στον κόσμο; αλλά και παράλληλες αναγνώσεις αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων σε διάφορες θεματικές περιοχές, όπως τα κείμενα του Πλούταρχου και του Μεγάλου Βασιλείου για τη διαχείριση της απώλειας και του πένθους, τα οποία πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα.
Στόχο μας αποτελεί η συμμετοχή των εκδόσεων στις εκθέσεις βιβλίου. Η αρχή γίνεται με την παρουσία μας στο Fantasy Festival στις 7-8 Οκτωβρίου, στο εκθεσιακό κέντρο του Δήμου Περιστερίου.
Η επιτυχία που είχε η διοργάνωση πανελλήνιου λογοτεχνικού διαγωνισμού στο ξεκίνημα της εκδοτικής μας πορείας [...] μας επιβάλλει να συνεχίσουμε με έναν δεύτερο πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό που σύμφωνα με το εκδοτικό μας πρόγραμμα θα διεξαχθεί στις αρχές του νέου έτους.
Παράλληλα δημιουργούμε έναν «ηλεκτρονικό» χώρο φιλοξενίας και συνάντησης συγγραφέων και αναγνωστικού κοινού. Τα «βαφτίσια» αυτού του χώρου έχουν γίνει, «GraphiMag» το όνομα, και τώρα βρισκόμαστε στη διαδικασία του «ντυσίματος».
Εξίσου σημαντικός στόχος είναι η διοργάνωση διαδικτυακών μαθημάτων δημιουργικής γραφής σε συνεργασία με αξιόλογους συνεργάτες μας.
Τέλος, η επιτυχία που είχε η διοργάνωση πανελλήνιου λογοτεχνικού διαγωνισμού στο ξεκίνημα της εκδοτικής μας πορείας, με τη σημαντική βοήθεια και συνδρομή των συγγραφέων Γιώργου Πολυμενάκου και Νίκου Μάντζιου, ως μέλη της κριτικής επιτροπής, και η οποία απέδωσε –κατά την ταπεινή μας γνώμη– ένα αξιόλογο βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, μας επιβάλλει να συνεχίσουμε με έναν δεύτερο πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό που σύμφωνα με το εκδοτικό μας πρόγραμμα θα διεξαχθεί στις αρχές του νέου έτους.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.