Μιλήσαμε με τον Γιάννη Νικολούδη με αφορμή το μυθιστόρημά του «Άδειος τόπος» (εκδ. Πατάκη).
Συνέντευξη στον Κώστα Αγοραστό
Ξεκινάτε το μυθιστόρημά σας με τη στιγμή της αποφυλάκισης ενός ανθρώπου, καθώς διασχίζει την κεντρική πύλη των φυλακών και τελειώνετε με μια ποιητική εικόνα, και πάλι μέσα από τις φυλακές, όπου οι βαρυποινίτες κοιτάζουν εκστασιασμένοι το χιόνι που μόλις έχει στρώσει. Ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και την επινόηση, πού γέρνει η πλάστιγγα σ’ αυτό σας το μυθιστόρημα;
Τις στιγμές αυτές, καθώς γράφω την απάντησή μου (δεν μπορώ να εγγυηθώ για μετά) το ποινικό μου μητρώο είναι καθαρό – δεν μπορώ να ισχυριστώ το ίδιο και για το ποινικό μητρώο της φαντασίας μου, βέβαια. Για να αποκριθώ, όμως, στο ερώτημά σας, θα έλεγα ότι για το συγκεκριμένο βιβλίο η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά της επινόησης. Να διευκρινίσω: επινόηση ως προς τα περιστατικά. Γιατί το ψυχικό ανάγλυφο, οι διαθέσεις, οι τριγμοί, η ναυτία και ο ίλιγγος του κόσμου που περιγράφω – όλα αυτά είναι σάρκα από τη σάρκα μου.
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το μυθιστόρημά σας «Άδειος τόπος»; Θυμάστε το αρχικό ερέθισμα;
Ναι, φυσικά. Καθώς πιστεύω ότι το γράψιμο μπορεί να ειδωθεί και σαν μια μορφή ακραίας ενεργητικής ανάγνωσης, δεν θα μπορούσα παρά να ξεκινήσω τον Άδειο τόπο διαβάζοντας ένα άλλο βιβλίο· συγκεκριμένα ένα μυθιστόρημα φαινομενικά ασύνδετο με το κλίμα και την τεχνοτροπία του δικού μου βιβλίου. Μια σκηνή του συγκεκριμένου (κλασικού πια) μυθιστορήματος αρκούσε για να με βοηθήσει να δω καθαρά τον σφυγμό και το σύμπαν του ανώνυμου ήρωά μου. Αν το καλοσκεφτεί όμως κανείς, δεν έχει και μεγάλη σημασία: η ορμή για μια νέα αφήγηση δεν ενδιαφέρεται απαραίτητα για εκλεκτικές συγγένειες. Ταυτόχρονα όμως συχνά τα βιβλία γεννιούνται μέσα από τα βιβλία.
Η ορμή για μια νέα αφήγηση δεν ενδιαφέρεται απαραίτητα για εκλεκτικές συγγένειες.
Στο μυθιστόρημα κυριαρχεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένα κράμα προφορικού λόγου και χειμαρρώδους ροής συνείδησης. Για το τελικό αποτέλεσμα δουλέψατε εξαντλητικά το κείμενο ή ήταν κάτι που προέκυψε από την πρώτη γραφή και δεν χρειάστηκε να επέμβετε περισσότερο;
Από την αρχή της συγγραφής του Άδειου τόπου ήταν σαφές για μένα πως η γλώσσα έπρεπε να παίξει έναν διπλό ρόλο. Αφενός να αποτυπώσει την προφορικότητα ενός συγκεκριμένου κόσμου και τόπου (ιθαγένεια) και αφετέρου να κάνει πειστική τη ζάλη μιας ταραγμένης συνείδησης που δεν βρίσκεται απλώς στα όρια αλλά τα περνάει (κλονισμένος εσωτερικός κόσμος).
Αυτές οι δυο λειτουργίες βέβαια έπρεπε σε κάποιο σημείο να αγγίξουν η μια την άλλη: οι ψυχικές διαθέσεις έπρεπε να προβληθούν πάνω στο τοπίο και αντίστροφα το τοπίο να μιλήσει με τη γλώσσα των ψυχικών διαθέσεων. Αυτά ως προς τις στοχεύσεις – για τις οποίες ο συγγραφέας μπορεί να μιλάει με τις ώρες και να λέει ό,τι θέλει. Βγήκε με ευκολία η γλώσσα; Ναι. Χρειάστηκε να την επεξεργαστώ ξανά και ξανά (και ξανά); Πάλι, ναι.
Κάποιοι λένε «ένα μεγάλο μυθιστόρημα, χρειάζεται ένα μεγάλο θέμα». Τι πιστεύετε; Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο μυθιστόρημά σας;
Το τι είναι «μεγάλο θέμα» είναι κάτι σχετικό. Ταυτόχρονα πιστεύω ότι το μεγάλο ή σπουδαίο μυθιστόρημα κάθε άλλο παρά σχετικό πράγμα είναι. Κανόνας υπάρχει. Αυτό που μπορώ με σιγουριά να πω (ελπίζοντας ότι δεν απλουστεύω επικίνδυνα) είναι ότι ένα μεγάλο ή σπουδαίο μυθιστόρημα είναι πάντα ένας συγκερασμός σπουδαίας γλώσσας και αφήγησης ανεξάρτητα από το θέμα του. Όσον αφορά τώρα το θέμα του Άδειου τόπου, νομίζω ότι το βιβλίο μιλάει για τη βία: βία που εκφράζεται στη γλώσσα, στο σώμα. Βία κοινωνική, πολιτική. Βία σχέσεων. Και στο φόντο η αρχέγονη βία του κόσμου – που, σε τελική ανάλυση δεν είναι παρά ένα είδος –ληθαργικής; εξοργιστικής; επώδυνης;– απάθειας, ειδικά αν τη συγκρίνεις με το αιματηρό και παθιασμένο θέατρο της ανθρωπότητας.
Ο «Άδειος τόπος» είναι το τρίτο σας βιβλίο. Είναι μέσα στους στόχους σας η εξέλιξη της γραφής σας από βιβλίο σε βιβλίο; Στον «Άδειο τόπο» ποια ήταν εκείνα τα στοιχεία [έκφρασης, αφήγησης, λεξιλογίου, νοημάτων] που φροντίσατε ιδιαίτερα;
Με κάθε νέα αφήγηση, λέγοντας τα ίδια πράγματα ή όχι, σκαλίζοντας τις ίδιες εμμονές ή ψηλαφώντας νέες, πατώντας σε οικεία αφηγηματικά μονοπάτια ή μετεωριζόμενοι σε αχαρτογράφητες ζώνες, επιλέγοντας την ασφάλεια μιας συνταγής ή παίρνοντας ρίσκα – σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο είναι πάντα μια κάποια μορφή εξέλιξης. Με λίγα λόγια (και εξηγώντας πώς το βλέπω εγώ): πόσο πιο πειστική μπορεί να γίνει η ιστορία μου; Πόσο περισσότερο μπορώ (αν μπορώ) να παίξω με τις όποιες αναγνωστικές βεβαιότητες; Στον Άδειο τόπο υπήρχε επιπλέον και η ακόλουθη πρόκληση: κάπου στη μέση του βιβλίου υπάρχει μια τομή στην πλοκή. Πώς λοιπόν αυτή η μετατόπιση (που σαρώνει την αυτοεικόνα του ήρωα) μπορεί να αποτυπωθεί πειστικά (και με εντιμότητα) μέσω του ύφους;
Κάθε φορά που τελειώνετε ένα βιβλίο πληρώνεται ο προσωπικός σας άδειος τόπος.
Κατηγορηματικά, όχι.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.