
Μια συνομιλία με τον Παντελή Μπουκάλα για τη δημώδη ποίηση, την πρόσληψή της από τους μεταγενέστερους ποιητές και την ένταξή της στις πηγές ιστορικής πληροφορίας, με αφορμή την κυκλοφορία του τέταρτου τόμου της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω... Δοκίμια για το Δημοτικό Τραγούδι»: «Ο έρως και το έθνος. Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης – Α΄. Έλληνες, Βλάχοι, Μαύροι, Αρβανίτες, Τούρκοι» (εκδ. Άγρα).
Της Έλενας Χουζούρη
Τι γνωρίζουμε για τα δημοτικά μας τραγούδια, για τη δημοτική μας ποίηση, εκτός από τα ελάχιστα που έχουμε διδαχθεί στο σχολείο, εκ των οποίων τα περισσότερα από αυτά συμβάλουν στην τόνωση του «εθνικού φρονήματος»; Ωστόσο, όπως αποδεικνύει η πολυετής και επισταμένη έρευνα του ποιητή, κριτικού, αρθρογράφου και επιμελητή εκδόσεων, Παντελή Μπουκάλα, η δημοτική μας ποίηση «ούτε μονότροπη, ούτε μονοφωνική, ακύμαντη και μονόχνωτη είναι».
Στο μνημειώδες έργο που μας παραδίδει ο Μπουκάλας εντυπωσιάζει ο πλούτος και το εύρος των δημοτικών τραγουδιών που περιλαμβάνονται σε αυτό, τα οποία υπερβαίνουν τις οποιεσδήποτε εθνοτικές προκαταλήψεις και τα σχετικά στερεότυπα, και εμφανίζονται πολύ πιο ανοιχτόκαρδα από ό,τι θα περίμενε κανείς, τουλάχιστον σε ότι αφορά τους «σύνοικους» και «περιοίκους» λαούς. Ο έρωτας, στις περισσότερες περιπτώσεις, γίνεται το όχημα για την υπέρβαση των όποιων τοπικών ή εθνικών προκαταλήψεων, γέφυρα ερωτικής συνομιλίας με αλλοεθνείς, αλλόγλωσσους, ή και αλλόθρησκους λαούς. Βεβαίως, θα πρέπει να παρατηρήσω, ότι η υπέρβαση αυτή πραγματοποιείται μεν σχετικά με τα εθνοτικά ή γλωσσικά ή θρησκευτικά εμπόδια, αδυνατεί όμως να γίνει σε ό,τι αφορά τον ρόλο και τη θέση της γυναίκας, η οποία αντιμετωπίζεται με ακραία σκληρότητα σε κάποιες περιπτώσεις. Η πατριαρχική-ανδροκρατική εξουσία στη δημοτική ποίηση δεν φαίνεται να αμφισβητείται στο ελάχιστο.
Ο Παντελής Μπουκάλας απαντώντας σε μια σειρά ερωτήσεων, μάς οδηγεί στον μεστό και πολύπτυχο κόσμο των δημοτικών τραγουδιών, τον οποίο μελέτησε με μόχθο αλλά κυρίως με πάθος.
❈
Πώς εργαστήκατε ώστε να ανακαλύψετε όλον αυτόν τον εντυπωσιακό πλούτο των δημοτικών τραγουδιών και πόσο χρόνο χρειαστήκατε και κυρίως τι σας κινητοποίησε να το κάνετε;
Το πρώτο κείμενό μου για τα δημοτικά δημοσιεύτηκε το 1992, πριν από τριάντα χρόνια δηλαδή, στην Καθημερινή. Έκτοτε επανερχόμουν σταθερά σε πτυχές του τεράστιου θέματος και με ποικίλες αφορμές: επέτειοι, φιλολογικά ή λαογραφικά συνέδρια, ημερίδες, αφιερώματα περιοδικών. Για να φτάσω να αντλώ τραγούδια από μια χιλιάδα πηγών πλέον, χρειάστηκαν πολλά χρόνια. Και η βιβλιογραφία δεν παύει να διευρύνεται.
Η ίδια η χαρά της ποίησης ήταν το αρχικό κίνητρό μου. Και η θέλησή μου να εξηγήσω, στον εαυτό μου πρώτα πρώτα, γιατί μού αρέσουν τα δημοτικά τραγούδια, γιατί μού ασκούν μια γοητεία που δεν εξηγείται μόνο με την προσφυγή στην καταγωγή μου, στα βιώματα κτλ. Την εξήγηση αυτή προσπαθώ να την υποστηρίξω λέγοντας ιστορίες. Την ιστορία μιας λέξης των δημοτικών (της λέξης «αγαπώ», που από ρήμα έγινε όνομα, με θηλυκό και αρσενικό γένος, «η αγαπώ» και «ο αγαπώς») ενός τραγουδιού, ενός τεχνάσματος, μιας κατηγορίας τραγουδιών (της ξενιτιάς, μοιρολόγια, κλέφτικα), καθώς και την ιστορία της σχέσης που έχουν τα ανώνυμα τραγούδια με την ελληνική προσωπική ποίηση.
Από μια οριακή στιγμή κι έπειτα, από τον σημαδιακό για την οικογένειά μου Αύγουστο του 2011, θέλησα να φτιάξω ένα μνημείο με λέξεις για τον γιο μου τον Σπύρο. Τότε άλλαξε και η λογική σύνθεσης της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω...: Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι». Και η αναζήτησή μου επεκτάθηκε πλέον και προς τα άλλα είδη του λαϊκού λόγου (παροιμίες, παραδόσεις, κτλ.), προς τη δημοτική ποίηση των σύνοικων και των περίοικων λαών και προς την επώνυμη ελληνική ποίηση, αρχαία και νέα.
Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση καθώς μελετούσατε τα δημοτικά μας τραγούδια;
Όσο περισσότερο μελετούσα τόσο περισσότερο γοητευόμουν από τη σπάνια ελευθερία πνεύματος του ανώνυμου δημιουργού, από την ευρυχωρία της ψυχής του. Αν η απλότητα είναι ό,τι εντυπωσιακότερο ως προς την καθαυτό αφηγηματική τεχνική των τραγουδιών, η ηθική ακεραιότητα είναι ό,τι εντυπωσιακότερο από άποψη περιεχομένου και στάσης απέναντι στον ανθρώπινο βίο.
Εκδόθηκαν συλλογές όπου μαζί με τα γνήσια δημοτικά δημοσιεύονται (σαν να είναι δημοτικά) και δημιουργήματα λογίων. Πλάστηκαν αναδρομικά δεκάδες δημοτικοφανή, για να φανεί πως οι κλέφτες ήταν εξαρχής εθνικά συνειδητοποιημένοι και μέχρις ενός στρατευμένοι στην υπόθεση της ελευθερίας της πατρίδας.
Γράφετε ότι ο εθνικισμός κυρίως καθώς και άλλοι λόγοι είναι οι αιτίες που ένας σεβαστός αριθμός δημοτικών μας τραγουδιών έχουν θαφτεί κάτω από ένα πέπλο σιωπής. Να υποθέσω, λοιπόν, ότι τα δημοτικά τραγούδια εργαλειοποιήθηκαν ιδεολογικά και σε ποια έκταση;
Πολύ νωρίς, περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα, αρκετά δημοτικά, ιδίως κλέφτικα, αλλοιώθηκαν βίαια, επειδή δεν ταίριαζαν με το «κανονικό εθνικό αφήγημα». Για παράδειγμα, εξελληνίστηκε η σύνθεση κλέφτικων ομάδων που στην αρχική καταγραφή των τραγουδιών προσδιοριζόταν ως εθνικά μεικτή. Εκδόθηκαν συλλογές όπου μαζί με τα γνήσια δημοτικά δημοσιεύονται (σαν να είναι δημοτικά) και δημιουργήματα λογίων. Πλάστηκαν αναδρομικά δεκάδες δημοτικοφανή, για να φανεί πως οι κλέφτες ήταν εξαρχής εθνικά συνειδητοποιημένοι και μέχρις ενός στρατευμένοι στην υπόθεση της ελευθερίας της πατρίδας.
Η κάθε είδους αλλοίωση των δημοτικών, ως προ τη γλώσσα τους, τη σύνθεσή τους αλλά και το περιεχόμενό τους, έχει αποδειχθεί φιλολογικά και έχει καταγγελθεί αυστηρά από σπουδαίους λογίους. Φοβάμαι όμως ότι η συζήτηση αυτή αποτελεί γνώση μόνο των ειδικών. Πολλοί, ας πούμε, χρησιμοποιούν σχεδόν σαν μοναδικό οδηγό, για να γνωρίσουν το δημοτικό, τη συλλογή που εξέδωσε ο Νικόλαος Πολίτης το 1914, χωρίς να έχουν πληροφορηθεί ποτέ ότι έργο αυτό επικρίθηκε αυστηρά από λογίους, όπως ο Γιάννης Αποστολάκης, ποιητές, όπως ο Τέλλος Άγρας, και κατοπινούς εκδότες δημοτικών, όπως ο Δημήτριος Πετρόπουλος.
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα δημοτικά μας τραγούδια «ανυπάκουα» ή και «αιρετικά» σε σχέση με την υπέρβαση, από πλευράς τους, εθνικών ή κοινωνικών κανόνων της εποχής τους;
Ο λαϊκός τραγουδιστής δεν θα διστάσει να δοξάσει την παλικαριά του εχθρού. Να συμμεριστεί τον πόνο του πολεμίου, όταν χάνει γιο ή σύζυγο. Να ιστορήσει έρωτες όπου η αλλαξοπιστία δεν γίνεται από την πλευρά των αλλοεθνών και αλλόθρησκων αλλά από τη δική μας. Να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της κυριολεξίας και της ευθύτητας. Να ιστορήσει ακόμα και εξαιρετικά αντικανονικές ερωτικές σχέσεις. Να σατιρίσει ηγούμενους και καλογριές που παρατάνε τα ράσα και στρέφονται αποφασιστικά στον έρωτα. Να κατηγορήσει για πλεονεξία και προδοσία τον ίδιο τον Αϊ-Γιώργη, τον πιο αγαπημένο άγιο, και να τον καταραστεί σφοδρότατα. Κι αυτό μάλιστα σε μια συγκλονιστική παραλογή, που οι πολλές δεκάδες παραλλαγές της αναπτύχθηκαν σε όλα τα ιδιώματα της ελληνικής γλώσσας.
![]() |
![]() |
Πόσο μετράει το στοιχείο της εντοπιότητας και πόσο η εθνικότητα;
Τα τραγούδια που αφορμώνται από συγκεκριμένο περιστατικό, κλέφτικα ή ερωτικά, είναι ριζωμένα στον γενέθλιο τόπο τους. Γρήγορα όμως ταξιδεύουν από περιοχή σε περιοχή, χάρη και στους Τσιγγάνους, που με τον νομαδικό βίο τους και την κλίση τους στη μουσική συμβάλλουν καίρια στην κυκλοφορία των τραγουδιών, τα οποία έτσι αποκτούν πανελλαδικό χαρακτήρα.
Η ίδια η εθνική και κοινωνική ιστορία εξηγεί γιατί, λόγου χάρη, δεν δημιουργήθηκαν κλέφτικα στα νησιά ή γιατί στην Ήπειρο γεννήθηκαν πολλά θαυμάσια τραγούδια της ξενιτιάς.
Η κατάληξη του τραγουδιού εξαρτάται από την κατάληξη μιας συγκεκριμένης σχέσης, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τη στάση του ερωτικού υποκειμένου και της οικογένειάς της, προπάντων της μητέρας, αφού ο ρόλος του πατέρα είναι σκιώδης.
Πώς αναπαριστάνονται οι σύνοικοι ή οι περίοικοι λαοί μέσα σε αυτά; Λειτουργεί υπερβατικά ή ενωτικά το ερωτικό στοιχείο; Είναι τελικά ο έρωτας που οδηγεί στη διάρρηξη των παντοειδών απαγορεύσεων και στερεοτύπων και αυτός είναι και ο λόγος που επιλέξατε τα δημοτικά τραγούδια που μιλούν για τις ερωτικές σχέσεις;
Αν οι παροιμίες επιφυλάσσουν ακόμα και βαρύ χλευασμό για τον αλλοεθνή και τον αλλόθρησκο, στα τραγούδια, όπου αποκρυσταλλώνεται γνησιότερα και σαφέστερα ο εθνικός χαρακτήρας, η αναπαράσταση των άλλων πληθυσμών είναι λιγότερο στερεοτυπική. Το βλέπουμε αυτό πρωτίστως στα τραγούδια που ιστορούν το ενδεχόμενο ερωτικών σχέσεων Ελλήνων ή Ελληνίδων με αλλοεθνείς ή/και αλλόθρησκους. Διαπιστώνουνε δηλαδή ότι η ιστόρηση γίνεται με αμεροληψία και δίχως προκατάληψη. Η ποικιλία του βίου καθρεφτίζεται και στην ποικιλία του τέλους των τραγουδιών που έχουν θέμα τους τον «μεικτό έρωτα». Η κατάληξη του τραγουδιού εξαρτάται από την κατάληξη μιας συγκεκριμένης σχέσης, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τη στάση του ερωτικού υποκειμένου και της οικογένειάς της, προπάντων της μητέρας, αφού ο ρόλος του πατέρα είναι σκιώδης.
Έτσι έχουμε τρεις μεγάλες κατηγορίες τραγουδιών.
Στην πρώτη, όπου δεν γνωρίζουμε τις διαθέσεις της μητέρας, η Ελληνοπούλα αποκρούει εξαρχής και κατηγορηματικά την πιθανότητα να υποκύψει στον Τούρκο που την πολιορκεί ή την απειλεί, και δηλώνει πρόθυμη ακόμα και να πεθάνει: «Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γης να κοκκινίσει / παρά να δω τα χείλη μου Τούρκος να τα φιλήσει».
Στη δεύτερη κατηγορία, η μητέρα συναινεί στον γάμο με τον πλούσιο Τούρκο. Προσπαθεί μάλιστα να πείσει την κόρη της με άκρως ωφελιμιστικά επιχειρήματα: «Πάρ’ τονε κόρη μου, κι έχει παπόρι...», εκείνη όμως παραμένει ανένδοτη.
Στη τρίτη κατηγορία τα πράγματα αλλάζουν: Συναινεί η θυγατέρα, αρνείται όμως σθεναρά η μάνα της.
Στη μακρά διάρκεια των τεσσάρων αιώνων, που ήταν περισσότεροι για μεγάλες περιοχές του ελληνισμού, ήταν φυσικό να προκύψουν κάθε είδους σχέσεις. Το δημοτικό τραγούδι τις απαθανατίζει όλες, χωρίς να αποσιωπά ή να περιθωριοποιεί τίποτε. Πρόκειται για μια σπάνια διδαχή εντιμότητας και ήθους.
Πρέπει ωστόσο να πω εδώ ότι υπάρχουν λιγοστά τραγούδια που αναπαράγουν, και μάλιστα με σφοδρότητα, τη γενικευμένη προκατάληψη εναντίον των Εβραίων, και οπωσδήποτε περισσότερα τα οποία σατιρίζουν σκληρά τους Τσιγγάνους. Σίγουρα εδώ έχει παίξει τον ρόλο της η χριστιανική θρησκεία. Οι δικές της προκαταλήψεις για τους Εβραίους επηρεάζουν και τις λαϊκές αντιλήψεις. Βλέπουμε εντούτοις ότι στο εξαιρετικά διαδεδομένο «Μοιρολόι της Παναγίας», δεν κακίζονται μόνο οι Εβραίοι αλλά και οι Γύφτοι (που αποκαλούνται και χαλκιάδες ή Φαραώ), οι οποίοι μάλιστα, ερήμην των ευαγγελικών περιγραφών και της προφορικής παράδοσης, κατακρίνονται ως κατασκευαστές των καρφιών της σταύρωσης του Χριστού.
Μνημεία βίου είναι όχι μόνο επειδή μάς πληροφορούν για τα έθιμα των περασμένων εποχών (για τα έθιμα του γάμου λόγου χάρη), αλλά και επειδή αποτελούν μαρτυρίες για τις αντιλήψεις των παλαιότερων.
Τα δημοτικά τραγούδια λειτουργούν μέσα στο εκάστοτε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Αποτελούν –όπως επισημαίνετε– κάτοπτρα αυτών των ιστορικών πλαισίων και επομένως μπορούμε να διαβάσουμε μέσα από αυτά την κουλτούρα και τα ήθη μιας εποχής; Πρόκειται δηλαδή για «Μνημεία Λόγου και Βίου», όπως γράφετε;
Την έννοια του «κατόπτρου» την εισήγαγε ο Ν.Γ. Πολίτης. Πράγματι, στα δημοτικά τραγούδια αντικατοπτρίζεται η νοοτροπία των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Για να την προσεγγίσουμε όμως, να την κατανοήσουμε και να την αναδείξουμε, πρέπει να μελετήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια και φυσικά να ξεδιαλέξουμε τα γνήσια από τα νοθευμένα.
Μνημεία λόγου, μνημεία γλώσσας και ποίησης είναι έτσι κι αλλιώς τα τραγούδια, ως στιχουργικές συνθέσεις. Μνημεία βίου είναι όχι μόνο επειδή μάς πληροφορούν για τα έθιμα των περασμένων εποχών (για τα έθιμα του γάμου λόγου χάρη), αλλά και επειδή αποτελούν μαρτυρίες για τις αντιλήψεις των παλαιότερων. Αναδεικνύουν με ενάργεια τις αντιλήψεις τους για τον έρωτα, για τον θάνατο, για την παλικαριά, για την αυτοθυσία, για τη φιλία και τη συντροφικότητα, για τη γυναίκα, για τους ξένους και ξενιτεμένους, για τους άλλους λαούς, φιλικούς ή εχθρικούς.
![]() |
Από την παράσταση «Το σφαγείο του έρωτα», σκηνοθεσία Θοδωρής Γκόνης. |
Στην εξαιρετική παράσταση «Το σφαγείο του έρωτα», που σκηνοθέτησε πρόσφατα ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και συγγραφέας Θοδωρής Γκόνης, η οποία βασιζόταν κυρίως στο βιβλίο σας «Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση», αποκαλύπτεται, μέσα από την επιλογή των δημοτικών τραγουδιών που έχει κάνει ο σκηνοθέτης, ένας –επιεικώς– ανατριχιαστικός μισογυνισμός-σεξισμός. Σε όλες τις παραλλαγές και εκδοχές αυτών των δημοτικών τραγουδιών, η γυναίκα ως ενσάρκωση του κακού είναι υποψήφιο θύμα προς εξόντωση… Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο μισογυνισμός που βρίσκεται σε μεγάλη έξαρση στη χώρα μας με τις αλλεπάλληλες γυναικοκτονίες και κακοποιήσεις έχει πολύ βαθιές ρίζες στην ψυχοσύνθεση του λαού μας;
Οι πατριαρχικές κοινωνίες έχουν παγκόσμια εξάπλωση, δεν είναι ελληνική αποκλειστικότητα. Ο άντρας είναι ο κυνηγός, ο κυρίαρχος, η γυναίκα το θήραμα ή το λάφυρο. Και οι τρεις αβρααμικές θρησκείες, άλλωστε, ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός, θεωρούν τη γυναίκα πλάσμα κατώτερης ποιότητας. Ειδικά δε οι χριστιανοί δεν έπαψαν να αποκαλούν Εύα τη γυναίκα και να τη θεωρούν συνώνυμη του Κακού, της αμαρτίας.
Ο Θοδωρής Γκόνης, φίλος καλός από πολύ παλιά, μαζί με τους συνεργάτες του, την Ελένη Στρούλια και τον Αντρέα Ανδρέου, διάλεξαν ορισμένες από τις παραλογές που παραθέτω στο βιβλίο μου και σκηνοθέτησαν μια δυνατή αφήγηση σε δώδεκα κεφάλαια. Η αφήγηση θεμελιώθηκε σε δημοτικά τραγούδια που ιστορούν γυναικοκτονίες και εμπλουτίστηκε με καίριες αναφορές σε ξένα τραγούδια (του Τζον Λένον, του Νικ Κέιβ, του Κουρτ Βάιλ) και σε καθαρευουσιάνικα εγχειρίδια απίστευτου μισογυνισμού, ελληνικά και ξένα, του 19ου αιώνα κυρίως.
Γνωρίζοντας ότι οι γυναίκες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία των δημοτικών μας τραγουδιών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουν συμβάλει καθοριστικά και στη σύνθεση των αιματηρών παραλογών, όπου ο άντρας (ο σύζυγος, ο εραστής, ο αδερφός,) «ξεπλένει την ντροπή» δολοφονώντας με μαχαίρι, πιστόλι ή στραγγαλισμό την «άπιστη».
Και οι τρεις αβρααμικές θρησκείες, άλλωστε, ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός, θεωρούν τη γυναίκα πλάσμα κατώτερης ποιότητας. Ειδικά δε οι χριστιανοί δεν έπαψαν να αποκαλούν Εύα τη γυναίκα και να τη θεωρούν συνώνυμη του Κακού, της αμαρτίας.
Τα τραγούδια αυτά, για μας λειτουργούν σαν μαρτυρίες για τα πολιτισμικά πρότυπα που ίσχυαν επί αιώνες, και εν πολλοίς εξακολουθούν να ισχύουν, καθώς και για τους ρόλους που υπαγόρευαν οι κοινωνίες στα μέλη τους.
Πρέπει να πω εδώ ότι στις αρχές του χρόνου κυκλοφόρησε ένα σιντί-βιβλίο, στις εκδόσεις ΚΨΜ, με τίτλο Τα τραγούδα της ντροπής, αφιερωμένο στις 17 γυναίκες που σκοτώθηκαν το 2021, μόνο και μόνο γιατί ήταν γυναίκες. Στο έργο αυτό η Ναταλία Λαμπαδάκη ερμηνεύει εξαιρετικά ορισμένα από τα σημαδιακότερα τραγούδια που ανιστορούν φονικά γυναικών για ασήμαντη αφορμή, όπως τον «Μενούση» και το «Μια κόρη ρόδα εμάζευε», όπου η κόρη δολοφονείται από το πολυμελές σόι της, επικεφαλής του οποίου δρα η μητέρα, παρότι θύμα και η ίδια των μοντέλων που ισχύουν στη κοινωνία της. Η δική μου μικρή συμβολή στη δουλειά αυτή είναι ένα εισαγωγικό κείμενο, όπου υπογραμμίζω την παρρησία με την οποία το δημοτικό τραγούδι αφηγείται επεισόδια απίστευτης βίας εις βάρος των γυναικών. Μιας βίας που θεωρείται κανονική και φυσική από όσους την ασκούν.
Κύριε Μπουκάλα, πώς «διαβάστηκαν» από τους ποιητές μας τα δημοτικά τραγούδια και πόσο τους επηρέασαν; Κατάφεραν οι ποιητές μας να διακρίνουν το «αιρετικό» στοιχείο της δημώδους ποίησης ή ακολούθησαν τα κυρίαρχα πρότυπα;
Ανάμεσα στα πάμπολλα που χρωστάμε στον Διονύσιο Σολωμό είναι και η έγνοια του για την καταγραφή των δημοτικών μας τραγουδιών. Είχε άλλωστε μια δική του συλλογή, και επιπλέον διέθετε το ένα από τα πέντε αντίτυπα της έκδοσης του Κλωντ Φωριέλ, του 1824-1825, που έφτασαν στην Ελλάδα, τη σκλαβωμένη σε Τούρκους ή Φράγκους. Σε επιστολή του προς τον Γεώργιο Τερτσέτη, του 1833, ο Σολωμός έγραψε και τα εξής σαφέστατα: «Χαίρομαι να παίρνονται για ξεκίνημα τα δημοτικά τραγούδια, θα ’θελα όμως, όποιος μεταχειρίζεται την κλέφτικη γλώσσα να τη μεταχειρίζεται στη ουσία της και όχι στη μορφή της».
Είχε απόλυτο δίκιο βέβαια. Στα επόμενα χρόνια υπήρξαν αρκετοί ποιητές που, για να αντιπαρατεθούν και στον κούφιο λογιωτατίστικο καθαρευσιανισμό, υιοθέτησαν τη μορφή της δημοτικής ποίησης και γλώσσας, χωρίς πρώτα να έχουν συγκλονιστεί από την ουσία της.
Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι ποιητές τόσο αντίθετοι μεταξύ τους, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Κ.Π. Καβάφης, δροσίστηκαν με σεβασμό στην ίδια πηγή, του δημοτικού, που το γνώριζαν πολύ καλά.
Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι ποιητές τόσο αντίθετοι μεταξύ τους, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Κ.Π. Καβάφης, δροσίστηκαν με σεβασμό στην ίδια πηγή, του δημοτικού, που το γνώριζαν πολύ καλά. Το ίδιο και ο Άγγελος Σικελιανός και ο Γιώργος Σεφέρης, που υπεράσπισε την καλλιτεχνική αξία τού «μη έλλογου» στοιχείου του δημοτικού τραγουδιού, στον γνωστό μεσοπολεμικό «Διάλογό του για την ποίηση» με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Από τους υπερρεαλιστές κυρίως ο Νίκος Εγγονόπουλος φαίνεται εξοικειωμένος με το δημοτικό, ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε τον Νίκο Γκάτσο.
Το πρόβλημα είναι ότι με τα χρόνια σαν οδηγοί προς την περιοχή των δημοτικών καθιερώθηκαν λιγοστές εκδόσεις, που όσο καλές και να ’ναι, προσφέρουν μια περιορισμένη εικόνα μόνο. Έτσι δεν έγιναν κτήμα όλων των λογοτεχνών και των λογίων πολλές παραλογές που θίγουν με απίστευτη τόλμη περιστατικά ακραίου ερωτισμού, καθώς και δημοτικά που δεν συνάδουν με το λεγόμενο εθνικό αφήγημα.
![]() |
![]() |
Πότε σταμάτησαν να «παράγονται» δημοτικά τραγούδια και γιατί; Υπάρχει περίπτωση η –ας τη χαρακτηρίσουμε– έντεχνη ποίηση να λειτούργησε ισοπεδωτικά για τη δημώδη;
Για πολλούς μελετητές, το τέλος της δημοτικής ποίησης ταυτίζεται περίπου με το τέλος της Επανάστασης και την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Στις περιοχές όμως που άργησαν να γίνουν τμήμα της ελεύθερης ανεξάρτητης Ελλάδας, ο λαϊκός ποιητής συνέχισε να τραγουδάει τις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Στην Κρήτη συγκεκριμένα, αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα οι «ρίμες», εκτενή αφηγηματικά τραγούδια ιστορικού περιεχομένου, οι δημιουργοί των οποίων πάντως μεριμνούν να θέσουν το όνομά τους μέσα το ίδιο το ποίημα, συνήθως στο τέλος του.
Σε άλλες περιοχές της στεριανής Ελλάδας, ληστοκρατούμενες, αναπτύχθηκαν τα λεγόμενα ληστρικά τραγούδια, που απομιμήθηκαν τα κλέφτικα.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η τέχνη της μαντινάδας έχει ακόμα τους θαυμαστές της αλλά και τους καλλιεργητές της, στην Κρήτη ιδίως και την Κάρπαθο. Στις σχετικές συλλογές συναντάει κανείς και πολλά όμορφα δίστιχα ανάμεσα στα υπόλοιπα που απλώς αναπαράγουν τα παραδεδομένα μοτίβα.
Θα μπορούσαν η δημώδης ποίηση, τα δημοτικά τραγούδια, όπως τα μνημονεύετε στο βιβλίο σας, χωρίς φόβο αλλά με πάθος για τις αλήθειες τους, να διδάσκονται στα σχολεία μας ως πομποί αυθεντικής γνώσης της ιστορίας μας, του πολιτισμού μας, οδηγοί, τελικά, εθνικής αυτογνωσίας;
Στην εκπαιδευτική ύλη υπάρχουν κάποια δημοτικά τραγούδια. Το δύσκολο ερώτημα εντούτοις, όπως ξέρουμε, έχει να κάνει με το πώς διδάσκεται η λογοτεχνία ώστε να γοητεύει και να καλλιεργεί τη φιλαναγνωσία. Γιατί και τα δημοτικά αποτελούν μια μορφή της λογοτεχνίας, της ανώνυμης και δίχως ιδιοκτήτες.
Τα τραγούδια θα μας μιλήσουν, αν τ’ ακούσουμε προσεχτικά, για το πολεμικό ήθος, όχι για τα καθαυτό καθέκαστα των μαχών.
Δεν πρέπει πάντως να τα χρησιμοποιούμε σαν μοναδικές πηγές για την ανάδειξη ή την επαλήθευση ιστορικών επεισοδίων. Οι επιστημονικές πηγές είναι πάντα απαραίτητες. Τα τραγούδια θα μας μιλήσουν, αν τ’ ακούσουμε προσεχτικά, για το πολεμικό ήθος, όχι για τα καθαυτό καθέκαστα των μαχών. Και για το ήθος του καπετάνιου την ώρα που σκοτώνεται από το βόλι, του Καραϊσκάκη, ας πούμε, όχι για το ποιος τον σκότωσε. Η μαρτυρία τους είναι μαρτυρία της νοοτροπίας των προγόνων μας. Κι αυτό είναι πολύτιμο.
Κύριε Μπουκάλα, τι πρόκειται να ακολουθήσει;
Είμαστε πια στον τέταρτο τόμο της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω...», στον οποίο καταπιάνομαι με τις ερωτικές σχέσεις των Ελλήνων και των Ελληνίδων με μαύρους, Βλάχους, Αρβανίτες και Τούρκους. Στον δίδυμο τόμο, που θα εκδοθεί στα τέλη του 2022, διερευνώνται οι σχέσεις αυτές με Βούλγαρους, Τσιγγάνους, Εβραίους και Φράγκους.
Η σειρά έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της. Ο χρόνος είναι πάντα το ζητούμενο.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).