Για τη νουβέλα του Michele Serra Οι αραχτοί (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ίκαρος).
Του Παναγιώτη Γούτα
Οι σινεφίλ που ήδη πάτησαν τα πενήντα τους χρόνια, θα θυμούνται ασφαλώς μια σκληρή νατουραλισιτκή ταινία του 1983, που υπέγραφε ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Σοέι Ιμαμούρα και είχε τον τίτλο Η μπαλάντα του Ναραγιάμα. Θυμίζω επιγραμματικά το στόρι αυτής της ταινίας: Στα τέλη του 19ου αιώνα, η εβδομηντάχρονη Ορίν, αφού τακτοποίησε τις οικογενειακές της υποθέσεις, έφυγε για να πεθάνει στο βουνό Ναραγιάμα, σύμφωνα με το έθιμο του χωριού, που απαιτούσε οι γέροι ν’ αυτοθυσιάζονται για να μην είναι βάρος στις φτωχικές οικογένειές του. Η ταινία, που θεωρείται ένα μικρό αριστούργημα της ιαπωνικής κινηματογραφικής τέχνης, θυμάμαι πως με είχε εντυπωσιάσει με την ωμότητά της, τη σκληρότητά της αλλά και ένα βαθιά κρυμμένο ουμανισμό, που σήμερα διακρίνω καθαρότερα, από τότε, που ως φοιτητής Νομικής, είχα πρωτοδεί και πρωτοθαυμάσει.
Όλο το βιβλίο έχει ως ραχοκοκαλιά το εξαιρετικό εύρημα ο αριστερός αστός συγγραφέας, άλτερ έγκο του Μικέλε Σέρα, να προσπαθεί να πείσει τον δεκαοχτάχρονο γιο του να ανέβει έστω μια φορά μαζί του στο διάσελο της Νέσκα, δίχως όμως επιτυχία.
Η σύντομη νουβέλα Οι αραχτοί του εξηνταδυάχρονου Ιταλού δημοσιογράφου, συγγραφέα και σατιρικού σχολιαστή Μικέλε Σέρα, θα μπορούσε κάλλιστα να διαβαστεί ως αντεστραμμένο σενάριο της ιαπωνικής ταινίας που σας προανέφερα, ιδίως στην κατάληξή της. Όπου Ναραγιάμα, το διάσελο Νάσκα, ένα υψίπεδο άνω των δυόμισι χιλιομέτρων στις Άλπεις, στο οποίο ο συγγραφέας έχει ανέβει τέσσερις πέντε φορές στη ζωή του συνολικά, αισθανόμενος πως κουβαλά πάνω του μια οικογενειακή παράδοση ή καλύτερα μια παράδοση ανθρώπων της δικής του γενιάς, που ευχαριστιούνται με την πεζοπορία, την αναρρίχηση και την επαφή με τη φύση, κάτι που και εσωτερική ισορροπία τούς χαρίζει και τους γυμνάζει για να έχουν καλύτερη φυσική κατάσταση. Όλο το βιβλίο έχει ως ραχοκοκαλιά το εξαιρετικό εύρημα ο αριστερός αστός συγγραφέας, άλτερ έγκο του Μικέλε Σέρα, να προσπαθεί να πείσει τον δεκαοχτάχρονο γιο του να ανέβει έστω μια φορά μαζί του στο διάσελο της Νέσκα, δίχως όμως επιτυχία. Ο νέος, που είναι στον κόσμο του ζώντας στον «κόσμο» των σημερινών εφήβων, δεν το κουνάει ρούπι, είναι συνεχώς καλωδιωμένος ακούγοντας μουσική, μιλά πάντα τη γλώσσα των νέων, γκουγκλάρει ανηλεώς στο διαδίκτυο και, γενικά, διακατέχεται από μια απάθεια για τη ζωή των ενηλίκων, έτσι όπως προσπαθεί να του τη συστήσει ο πατέρας του, κάποιες φορές ακόμη και με διδακτικό τρόπο, που όμως ταυτόχρονα κάνει, τον ίδιο, να νιώθει ενοχές για τη συμπεριφορά του, κάνοντας, συχνά, σκληρή αυτοκριτική για τη γενιά του και τον τρόπο ζωής και σκέψης του. Τελικώς, ο νέος θα ακολουθήσει τον πατέρα στο διάσελο Νάσκα, όπου ο μεσήλικας αστός θα διαπιστώσει πως το παιδί του, παρ’ όλες τις ατέλειες και την αφασία του, είναι παιδί μιας άλλης φυλής, ίσως πιο προχωρημένης από εκείνης του ίδιου, μιας γενιάς διαφορετικής από τους γεννήτορές της, που κάθε τους σκέψη, κίνηση ή πράξη απλώς επιβεβαιώνει τη γήρανση και τη φθαρτότητα της παλιότερης γενιάς.
Ο Μικέλε Σέρα πετυχαίνει με αυτή τη σύντομη και περιεκτική του νουβέλα αρκετά πράγματα: Αφουγκράζεται με μεγάλη τρυφερότητα και συγγραφική ενάργεια τους σημερινούς εφήβους, που για πολλούς ανθρώπους της ηλικίας του αποτελούν μια γενιά ακατανόητη και αφασική. Θίγει και καυτηριάζει θέματα όπως ο άκρατος καταναλωτισμός, ο ευδαιμονισμός της σύγχρονης ζωής και οι συνέπειές του, ο φασισμός των ηλικιωμένων απέναντι στους νέους, η σκληρότητα των νέων απέναντι στους ηλικιωμένους, τα αδιέξοδα και τα υπαρξιακά άγχη των πενηντάρηδων και εξηντάρηδων εν είδει απολογισμού ζωής, αλλά και η αμηχανία των νέων παιδιών απέναντι στα κατεστημένα της ζωής και στα σύγχρονα αδιέξοδα που οι παλιοί δημιούργησαν. Ο λόγος του δεν είναι καταγγελτικός ούτε ρηχός, παρότι όλο το βιβλίο είναι γραμμένο με χιούμορ, με νεανικό λεξιλόγιο και φτάνοντας κάποιες καταστάσεις στα άκρα, ακριβώς για να φανερώσει ο συγγραφέας περίτρανα το αδιέξοδο στο οποίο μας οδηγούν. Το ύφος του βιβλίου σκιαγραφείται θαυμάσια από το σχόλιο του οπισθόφυλλού του: «Ένα κωμικό μυθιστόρημα, μια ιστορία αργής αγάπης και μελαγχολίας, ένα βιβλίο τρυφερό, βαθύτατα λυρικό και νοσταλγικό, μα και ένας ειλικρινής φόρος τιμής σε μια γενιά που ακόμη κι από την οριζόντια θέση κατορθώνει και βλέπει τη ζωή μέσα από το δικό της βλέμμα, έτσι όπως οι άλλοι, οι «όρθιοι», έχουν πάψει να βλέπουν εδώ και καιρό ή ίσως και να μην έχουν δει ποτέ». Θα πρόσθετα και ένα σκληρό βιβλίο, παρά το ανάλαφρο της γραφής του που ξεγελά, αλλά και ένας βαθύς και γνήσιος απολογισμός ζωής ενός μεσήλικα που προσπαθεί απεγνωσμένα να προσεγγίσει και να καταλάβει το παιδί του.
Ένα σκληρό βιβλίο, παρά το ανάλαφρο της γραφής του που ξεγελά, αλλά και ένας βαθύς και γνήσιος απολογισμός ζωής ενός μεσήλικα που προσπαθεί απεγνωσμένα να προσεγγίσει και να καταλάβει το παιδί του.
Αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη σελίδα 32, που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί ένα σκληρό κοντράστ της νοοτροπίας πατέρα και γιου: «Κοιτάζω τις γλάστρες με τις πορτουλάκες που βλέπουν στη θάλασσα, έρμαια στις ριπές του ανέμου και στις χοντρές στάλες της βροχής. Η πιο σημαντική σκέψη –ποιος θα φροντίζει τούτο το μπαλκόνι όταν δεν θα υπάρχω πια;– είναι και η πιο σπαραχτική. Η γιαγιά μου και στη συνέχεια ο πατέρας μου φρόντιζαν αυτά τα λουλούδια. Η φροντίδα του κόσμου είναι μια συνήθεια που την κληρονομείς. Στα δέκα μου γέμιζα νερό στο ποτιστήρι για να το δώσω στον πατέρα μου και η ευκολία με την οποία εκείνος χειριζόταν με το ένα χέρι εκείνα τα δέκα λίτρα νερού που εγώ του έδινα με κόπο και προσπάθεια, στα μάτια μου φάνταζε ως το τέρμα της παιδικής μου ηλικίας. Τώρα που χειρίζομαι με την ίδια επιδεξιότητα αυτά τα δέκα λίτρα και είμαι πλέον ενήλικας, συνειδητοποιώ ότι κανείς δεν μου δίνει το ποτιστήρι. Μια αλυσίδα έχει σπάσει – κι εγώ είμαι ο τελευταίος της κρίκος. Δεν χωρά αμφιβολία. Είμαι ο τελευταίος κρίκος. Εσύ και η Πία ποιας καινούργιας αλυσίδας είστε ο κρίκος;» Στη σελ. 113, ο συγγραφέας κάνοντας μια σκληρή αυτοκριτική γράφει σχετικά με τον γιο του: «Εγώ είμαι ένας αριστερός αστός. Πουθενά δεν γράφει ότι κι εσύ πρέπει να γίνεις αριστερός αστός».
Εξαιρετική η μετάφραση της Δήμητρας Δότση, διατήρησε στο ακέραιο τόσο τη φρεσκάδα του κειμένου, το χιούμορ, τη νεανική γλώσσα, αλλά παράλληλα μετέφερε και το βάθος των σκέψεων και των συναισθημάτων του συγγραφέα-αφηγητή. Οι εκδόσεις Ίκαρος, με αυτό τους το μικρό λογοτεχνικό διαμαντάκι, συνεχίζουν μια παράδοση που εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα έχουν καθιερώσει: Επιμένοντας κειμενοκεντρικά και όχι προσωποκεντρικά, μας συστήνουν σχετικά άγνωστους ευρωπαίους, και όχι μόνο, συγγραφείς, σε πολύ σημαντικές στιγμές τους. Πάντα με γραφιστικό μεράκι και πρωτοτυπία, μεταφραστική αρτιότητα και προσεγμένη επιμέλεια στην όλη έκδοση.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι αραχτοί
Michele Serra
Μτφρ. Δήμητρα Δότση
Ίκαρος 2015
Σελ. 120, τιμή εκδότη €12,00