Για τις μυθιστορίες του Γιάννη Ευσταθιάδη Κλεινόν (εκδ. Μελάνι).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Πώς μπορεί κανείς να αποδώσει λογοτεχνικά την Αθήνα των τελευταίων 100-120 χρόνων; Με τις πινελιές της αθηναϊκής Γενιάς του ’30; Με τη χαρτογραφική αίσθηση του Πέτρου Μάρκαρη που βάζει τον αστυνόμο Χαρίτο να σεργιανίζει την πρωτεύουσα με το αυτοκίνητο; Με την επιτόπια αυτοψία του Γιώργου Κουτσούκου στο Ενυδρείο, του οποίου ο ήρωας περιδιαβαίνει πεζός τους δρόμους της; Με τις εικόνες από γειτονιές και σπίτια, δρόμους και λεωφόρους, μέγαρα και δημόσια κτίρια, μαγαζιά και μπαράκια, που άφησαν σποραδικά ο Γιάννης Μαρής, ο Κώστας Ταχτσής, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Κώστας Κατσουλάρης κ.ά. Στα περισσότερα από τα βιβλία των παραπάνω πεζογράφων η Αθήνα απεικονίζεται με βάση την όραση, φωτογραφίζεται, ζωγραφίζεται, κινηματογραφείται με ένα πανταχού παρόν βλέμμα που καταγράφει εικόνες και σκηνές.
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης ξεκινά από την Αθήνα των παιδικών του χρόνων, καθώς τα κείμενά του, όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ο ίδιος, είναι εν πολλοίς «μνημοκεντρικά». Αντίθετα όμως με τους υπόλοιπους που προανέφερα, ο διηγηματογράφος συλλαμβάνει την Αθήνα με δύο τρόπους, λίγο διαφορετικούς από τον συνηθισμένο μέσο όρο.
Όλοι μιλάνε με βάση τον ρόλο τους και σκιαγραφούν μέρη και σκηνές της Αθήνας, περπατάνε στους δρόμους της, στα σοκάκια της, στο νεκροταφείο της, μιλάνε για το στίγμα που οι ίδιοι άφησαν σ’ αυτή σε μια αμφίδρομη σχέση, «φωτογραφίζουν» το πρόσωπο της Αθήνας, προσπαθώντας να αποδώσουν τον βαθύτερο εαυτό της.
Αφενός, την αποτυπώνει όχι ενταγμένη σε μια δράση προσώπων αλλά απεικονισμένη σε μια σειρά οπτικών γωνιών, οι οποίες προέρχονται από πολλούς, επιφανείς και αφανείς, ανθρώπους που έζησαν στην πόλη, ασχέτως αν γεννήθηκαν εδώ. Ο μετεωρολόγος Ανδρέας Λαζάνης, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς κι ο πεζογράφος Αντώνης Σαμαράκης, ο μάγειρας Νικόλαος Τσελεμεντές, ο αστρονόμος Δημήτριος Αιγινίτης κι ο πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου, ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος κι ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας – για να αναφέρω εν τάχει μερικούς από αυτούς. Όλοι μιλάνε με βάση τον ρόλο τους και σκιαγραφούν μέρη και σκηνές της Αθήνας, περπατάνε στους δρόμους της, στα σοκάκια της, στο νεκροταφείο της, μιλάνε για το στίγμα που οι ίδιοι άφησαν σ’ αυτή σε μια αμφίδρομη σχέση, «φωτογραφίζουν» το πρόσωπο της Αθήνας, προσπαθώντας να αποδώσουν τον βαθύτερο εαυτό της.
Ο καθένας από αυτούς στιγμάτισε την πρωτεύουσα, τόσο μέσα από τη ζωή του, που συνυφάνθηκε μαζί της, όσο και μέσα από τα καλλιτεχνικά του έργα, που την απαθανάτισαν στο μυαλό των μεταγενεστέρων. Έτσι η πόλη παρουσιάζεται καλειδοσκοπικά, κάθε ιστορία αυτόνομα αλλά και όλες μαζί σε ένα 360 μοιρών πανοραμίκ, κάθε αφηγητής και μια νέα σύλληψη της πόλης σε έναν πολυεδρικό πίνακα. Μια τέτοια πολυφωνική αφήγηση αποδίδει καλύτερα την πολύπλευρη όψη της Αθήνας, αλλά και αφήνει ένα ες αεί ανοικτό πεδίο προσθήκης πολυάριθμων άλλων αφηγήσεων που να καλύπτουν εις το διηνεκές την πόλη. Το κείμενο έτσι παραμένει ανοικτό στις ποικίλες μη γραμμένες εκδοχές της πρωτεύουσας…
Πολυαισθητηριακή περιδιάβαση
Αφετέρου, ο Γ. Ευσταθιάδης πλησιάζει την πόλη όχι μόνο με την αναμενόμενη όραση αλλά με όλες τις αισθήσεις, τονίζοντας ιδιαίτερα την ακοή και τη γεύση. Κι αυτό δεν φαίνεται μόνο μέσα από τις οπτικές, ακουστικές και γευστικές εικόνες, αλλά και με τα ρήματα ή τα άλλα μέρη του λόγου που χρησιμοποιεί.
Φυσικά η όραση, όπως προείπα, δεν παύει να έχει την πρωτοκαθεδρία, καθώς οι αφηγητές συναντούν την Αθήνα με το βλέμμα. Ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης επιζητεί «πρωτίστως μια χρηστική αισθητική που να οδηγεί το μάτι», το βλέμμα της αρτίστας Ζωζώς Νταλμάς πέφτει στους Αθηναίους, καθώς πάντα την περιτριγύριζε «το χρώμα το χρυσό της χλιδής και το κόκκινο του έρωτα», ο πιλοποιός Νίκος Ευσταθιάδης έβλεπε πάντα «μια πόλη γεμάτη κομψά καπέλα, άλλα μπλε βαθύ, άλλα πρασινοκίτρινα», ο πιλότος Παύλος Ιωαννίδης δηλώνει ότι «το μόνιμο τοπίο των ματιών του ήταν η Αθήνα», ο μαραθωνοδρόμος Σπύρος Λούης διαπιστώνει ότι «το βλέμμα του συναντά κήπους, δέντρα, πολυτελείς κατοικίες, κατοικίδια ζώα» κοκ. Και φυσικά ο Γιάννης Τσαρούχης, που απαθανάτισε το «καλό γούστο» της πόλης, αποδίδοντας τον έρωτα και τον θάνατο.
Ενδιαμέσως, πολλοί μιλούν με τα ακουστικά ερεθίσματα, τα οποία προσδιόρισαν τη σχέση τους με την πόλη. Η υψίφωνος Μαρία Κάλλας άκουγε στην πόλη «κάποια ανάλαφρα βαλσάκια, κάποια νοσταλγικά ταγκό και κάποια λαϊκά τραγούδια», ο ποδοσφαιριστής Κώστας Λινοξυλάκης ακούει τα συνθήματα των φιλάθλων, ο μαέστρος, ο μουσικός, ο πιανίστας ακούνε τις νότες να πετούν ώς την ψυχή, ο ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος ακούει τον παλμό της πόλης κ.ά.
Τέλος, η γεύση που ξεκινά καμιά φορά ως όσφρηση, και καταλήγει στην αίσθηση του φαγητού στο λαρύγγι, η οποία διαπερνά το είναι του εκάστοτε συνδαιτυμόνα – τι Απίκιος θα ήταν άλλωστε! Οι φίλαθλοι «αγοράζουν ψητά καλαμπόκια ή ζεστά κάστανα από τους μικροπωλητές ή καταβροχθίζουν βρώμικα σουβλάκια και λουκάνικα», η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη αγοράζει «ένα σακουλάκι καφέ από του Σαραβάνου», ο μάγειρας Νικόλαος Τσελεμεντές ετοιμάζει εύγευστα εδέσματα, ο μαέστρος Ζαχαρίας Τσίχλας παρουσιάζει τον κόσμο να δοκιμάζει «το πολύ κάνα βερμούτ ή καμιά μπίρα, αλλιώς καφέδες, τσάγια, βυσσινάδες, σουμάδες, τη φοβερή γρανίτα φράουλα, και βέβαια πάστες».
Ακόμα και ο τυφλός προσεγγίζει την πόλη του με παράλληλες αισθήσεις.
Τελικά, τι πετυχαίνει ο συγγραφέας με την (πολυ)αισθητηριακή σύλληψη της Αθήνας; Όλες αυτές οι εικόνες αποδίδουν συναισθήματα, αφού σε κάθε ιστορία η πλοκή είναι θα έλεγα φτωχή· πιο πολύ οι ιστορίες του κουβαλάνε αισθήματα, εκπέμπουν μια ηδονική ζεστασιά, αποδίδουν ψυχικούς ιριδισμούς: ο πιλότος λ.χ. Παύλος Ιωαννίδης ανακαλύπτει στην άναρχη ρυμοτομία την αρχιτεκτονική των συναισθημάτων.
Οι ιστορίες λοιπόν πιο πολύ αποτελούν λεκτικά «επίκαιρα» άλλων εποχών, που έρχονται να περιγράψουν μiα πρωτεύουσα πιο ατόφια, πιο αγνή, πιο άδολη. Κι αυτό συμβαίνει γιατί είναι οι μνήμες που σφράγισαν τον Γ. Ευσταθιάδη, μνήμες από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όπως και του ’70, που ήταν καθοριστικές για την ψυχοσύνθεσή του, αλλά και η μεταμνήμη, δηλαδή μνήμες από παλιότερες δεκαετίες, κληροδοτημένες σ’ αυτόν από άλλους μεγαλύτερους.
Δεν πρόκειται για μια μελοδραματική αναπόληση, αλλά μια γόνιμη νοσταλγία, στο παρελθόν της πόλης, στη ζώσα Ιστορία της, στο παλίμψηστο της Αθήνας που ο δημιουργός συνεχώς ανακαλύπτει με όλες τις αισθήσεις αλλά και τη μνήμη του.
Δεν πρόκειται για μια μελοδραματική αναπόληση, αλλά μια γόνιμη νοσταλγία, στο παρελθόν της πόλης, στη ζώσα Ιστορία της, στο παλίμψηστο της Αθήνας που ο δημιουργός συνεχώς ανακαλύπτει με όλες τις αισθήσεις αλλά και τη μνήμη του. Έτσι όμως μεταφέρει κι εμάς σ’ αυτό το κλίμα, μας γεμίζει με την ίδια νοσταλγία, αφού οι εικόνες και οι σκηνές ερμηνεύουν αυτό που ήταν η πόλη αλλά και το πώς αυτή άλλαξε – σε δύο αντίθετες τάσεις: από τη μία, η πόλη χειροτερεύει και χάνεται η πατίνα που πολλοί αγάπησαν, κι από την άλλη η πόλη εκσυγχρονίζεται και εξελίσσεται. Ο Κ. Παλαμάς λ.χ. ενοχλείται που μουντζουρώνουν με σπρέι το άγαλμά του και ο ηθοποιός Κ. Χατζηχρήστος πιστεύει ότι, ακόμα και αν οι παλιές ελληνικές ταινίες δεν ήταν καλές, η Αθήνα σ’ αυτές ήταν όμορφη κι ανθρώπινη. Μάλιστα, ο αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Κιτσίκης αντιλαμβάνεται τη διπλή τάση των αισθημάτων του για τις αλλαγές της πόλης: αφενός βλέπει στο αγλαό φως τη σημερινή οικιστική καταστροφή της πόλης κι αφετέρου συνειδητοποιεί ότι οι κακόγουστες συχνά πολυκατοικίες εκπροσωπούν τον εξαστισμό της Αθήνας, για τον οποίο κι ο ίδιος με τα έργα του είναι περήφανος.
Το πιο συναισθηματικό «διήγημα», κατά τη γνώμη μου, είναι αυτό της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, που εκτελέστηκε από τους ομοϊδεάτες της κομμουνιστές. Ο τρόπος με τον οποίο το παρουσιάζει ο Γ. Ευσταθιάδης κορυφώνει το συναίσθημα, μέσα από την απορία, τη θλίψη, τη διακειμενικότητα με την Εκάβη του Ευριπίδη, μια παράσταση που δεν θα αρχίσει ποτέ… Εκεί συναιρεί τον μύθο με το παρόν, την Ιστορία με το σήμερα, το διαρκές γίγνεσθαι ενός τόπου που γέννησε την τραγωδία και τη ζει καθημερινά.
Νομίζω ότι αυτό το τελευταίο πρέπει να είναι και το τελικό απόσταγμα ενός αποσπασματικού, φαινομενικά, βιβλίου. Στις τριάντα οπτικές γωνίες συναιρούνται η μεταπολεμική Αθήνα με την τωρινή κατάστασή της, ενώ ξεμυτίζει η μακραίωνη Ιστορία και συναντά την αστική μυθολογία μιας πόλης που εξακολουθεί να ζει, η κοινωνική ανθρωπολογία συναντιέται με τον μύθο, η ανοικοδόμηση με την παράδοση…
Η Αθήνα παρουσιάζεται ως ένα παλίμψηστο εποχών, ή μάλλον ένα παλίμψηστο προσώπων, ή καλύτερα οπτικών γωνιών, ή αναμνήσεων· όχι, τελικά η Αθήνα είναι ένα παλίμψηστο συναισθημάτων!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ