Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του Μπάρι Χάνα [Barry Hannah] «Ψεύτες του νερού και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Νίκος Α. Μάντης), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 28 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Πλησιάζοντας την Ντόνα
Μπουνίδι στο παλιό νεκροταφείο. Και οι δύο γουστάρουν την Ντόνα, γι’ αυτό αναμετριούνται, ενώ η Ντόνα κι εγώ τους κοιτάμε από την ανοιχτή Λίνκολν.
Δεν είμαι με κανέναν. Φοράω προχωρημένα ρούχα και όλοι με θεωρούν αδελφή, μόλο που δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν τρελαίνομαι και τόσο για την Ντόνα, αυτό είναι όλο, και η φωνή μου έχει την τάση να αδελφίζει. Δεν είχα και πολλές ευκαιρίες για κάτι άλλο – με ανάθρεψε μια τρομερά πολυλογού γριά θεία όταν οι γονείς μου σκοτώθηκαν από κάτι μοχθηρούς ομοφυλόφιλους στην Πάναμα Σίτι. Επιπλέον, είμαι και χοντρός. Έχω χοντρούς αστραγάλους χωμένους στα σουέντ παπούτσια μου.
Τη ρωτάω:
«Λοιπόν, τι λες για όλα αυτά, Ντόνα; Θα γίνεις το κορίτσι εκείνου που θα νικήσει;»
«Γιατί όχι; Και οι δύο είναι ομορφούληδες», λέει εκείνη.
Τα μεγάλα της χείλη είναι υγρά. Αρχίζει να βγάζει το φούτερ της. Όταν αυτό βγαίνει, ανακαλύπτω ότι έχει φοβερούς βύζους στο σουτιέν της. Μια όμορφη καστανή κοιλάδα μαλλιών απλώνεται ανάμεσά τους.
«Δεν γίνεται να χάσω», λέει.
Μετά βγάζει τα παπούτσια και τη φούστα της. Υπάρχει παραπανίσια τριχοφυΐα στα μπούτια της κοντά στη γραμμή της κιλότας. Μέσα στο νεκροταφείο, τα παιδιά κάνουν προπόνηση μποξ ο ένας στα μούτρα του άλλου. Γυμνά, τα πόδια της Ντόνας είναι κόκκινα και όχι ιδιαίτερα όμορφα γύρω απ’ τα δάχτυλα. Έχει κάτι μεγάλους κάλους απ’ τα παράξενα παπούτσια που φοράει, ακόμα και στα δεκαοχτώ της.
Εγώ είμαι είκοσι. Προσπάθησα να μπω στο κολέγιο, αλλά δεν μπορούσα να καθίσω στα θρανία τόση ώρα, όση απαιτούνταν για να μάθω κάτι. Συν ότι μισούσα την έκθεση, εκεί που πρέπει να διορθώνεις τις φράσεις που γράφεις. Με πέταξαν έξω, λοιπόν, μαζί με τα υπόλοιπα παλιόχαρτα. Το σύστημα κολεγίων της Καλιφόρνια είναι σκληρό. Έτσι κι εγώ γύρισα σπίτι μου. Μ’ αρέσει να φοράω κομψά ρούχα και να βολτάρω στη Σάνσετ Στριπ. Αυτό θα τους δώσει ένα μάθημα.
Τώρα πια η Ντόνα είναι ολόγυμνη. Τα παιδιά, ο Χανκ και ο Κεν, κοπανιούνται ακόμα στο νεκροταφείο. Αποστρέφω το βλέμμα από τη βάναυση μάχη κι από τη γύμνια της Ντόνας. Αν ήμουνα πατέρας, δεν θα μπορούσα να το διανοηθώ αυτό για την κόρη μου.
«Ζέστανέ με, Βινς. Πάρε με. Ή μήπως είσαι αδελφή, όπως λένε;»
«Όχι και τόσο», της λέω.
Έχασα την παρθενιά μου. Ήτανε σαν να κολυμπούσα σε ένα χλιαρό, λαδωμένο δωμάτιο –αρκετά ευχάριστο–, αλλά δεν μπορούσα να ολοκληρώσω. Σκεφτόμουν ότι το ρούχο μου τσαλακωνόταν.
«Μπες μέσα μου, ρε πούστη», λέει εκείνη. «Μη με πληγώνεις. Θέλω ένας πούστης να χύσει μέσα μου».
«Ω μάγισσά μου πορνογραφική, δεν μπορώ!» της λέω.
Σηκώνεται, τσίτσιδη σαν το στρείδι. Κοιτάμε πέρα, στον άγριο καβγά του νεκροταφείου. Όταν φορούσε ακόμα τα ρούχα της, δεν ήτανε και τίποτα από δαύτη. Γυμνή, όμως, είναι μια οπτασία. Έχει ένα κορμί που σε καθηλώνει και σε κάνει να ξεχνάς τη στραβή της μύτη. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα ροζ, αλλά οι τρίχες στο φύλο της δεν είναι.
«Αυτό είναι απαίσιο. Είναι νεκροί», λέω στην Ντόνα, που έχει τα μάτια κλειστά.
«Τι;» λέει εκείνη.
«Σκοτώσανε ο ένας τον άλλο», λέω εγώ.
«Άγγιξέ με», λέει εκείνη. «Κάνε με να νιώσω ότι βρίσκομαι εδώ».
Χώνω το χέρι μου στο πράμα της.
«Τι κάνουμε τώρα;» λέω εγώ.
Παρακολουθούμε τον Χανκ και τον Κεν να μπουκετώνονται. Είναι στην ηλικία της, είναι και οι δυο μέλη της ομάδας κολύμβησης.
Κάτι δεν πάει καλά. Είναι υπερβολικά σοβαροί. Συνεχίζουν να γρονθοκοπούνται στα μούτρα πέρα απ’ αυτό που αντέχουν οι άνθρωποι.
Η Ντόνα πέφτει στα γόνατα, πάνω στο πράσινο γρασίδι με τις τούφες.
Λιποθυμάει. Το σώμα της έχει το χρώμα του αυγού. Έχει λιποθυμήσει ανάσκελα, με τα βυζάκια και τις τρίχες της να κοιτούν πάνω.
Τα αγόρια χτυπάνε στο ψαχνό. Δεν αστειεύονται. Προχωράω με το κομψό μου παντελόνι-καμπάνα. Μέχρι να τους φτάσω, είναι κι οι δυο τους ξαπλωμένοι. Τα κρανία τους παγωμένα.
Είναι νεκροί.
«Αυτό είναι απαίσιο. Είναι νεκροί», λέω στην Ντόνα, που έχει τα μάτια κλειστά.
«Τι;» λέει εκείνη.
«Σκοτώσανε ο ένας τον άλλο», λέω εγώ.
«Άγγιξέ με», λέει εκείνη. «Κάνε με να νιώσω ότι βρίσκομαι εδώ».
Χώνω το χέρι μου στο πράμα της.
«Τι κάνουμε τώρα;» λέω εγώ.
Πηγαίνει στα δύο πτώματα και χάνεται σε μια τρυφερή, αφύσικη πράξη πάνω απ’ τα τζιν του Χανκ και του Κεν. Κάποτε τα αγόρια αυτά κάνανε ένα τόσο ωραίο ντουέτο στη ροκ μπάντα τους.
«Δεν μπορώ να τους κάνω να χύσουν! Είμαι άχρηστη!» λέει.
«Μην είσαι χαζή», της λέω. «Είναι πεθαμένοι. Πάμε να φύγουμε από δω».
«Δεν μπορώ να φύγω έτσι απλά! Ήταν τα αγαπάκια μου!» ουρλιάζει. «Πάρε με τώρα, Βινς! Είναι το μόνο πράγμα που έχει νόημα».
Ε, λοιπόν, την πέταξα έξω και προσπάθησα.
Μισό χρόνο αργότερα, την είδα στο «Χούπερς», στην πιτσαρία. Τη ρώτησα πώς τα πήγαινε. Είχε πέσει στην πρέζα. Το ναρκωτικό την είχε ομορφύνει για λίγο. Τα μάτια της ήταν σοφά και μεγάλα, κατάμαυρα, αλλά δεν ήξερε τίποτα πέρα από την απελπισία.
«Βινς», μου είπε, «αν μου τον έχωνες, δεν θα ’μουνα πια χαμένη. Είσαι ο μόνος που έμεινε απ’ τους παλιούς. Πήδα με, και θα μπορούσα να γυρίσω στην παλιά μου γειτονιά».
Την άρπαξα και την έχωσα στο παλτό μου, και όταν βρεθήκαμε στο δρόμο, πίσω από έναν τεράστιο κάδο σκουπιδιών, ρωτούσε συνέχεια: «Πες μου πού βρίσκεται το νεκροταφείο!»
Εκείνη την ώρα ήμουνα πίτα στην κόκα από το πάρτι μιας πλούσιας.
Όμως, τελικά, την πήγα με το αμάξι –δηλαδή πήραμε ταξί– στο νεκροταφείο όπου είχαν πεθάνει οι εραστές της. Γονάτισε για λίγο στα μνήματα. Τότε είδα ότι γδυνότανε πάλι. Σε λίγο είχε μείνει ολόγυμνη.
«Πήδα με, καβάλησέ με, πολέμα για μένα, γάμα με!» ούρλιαξε.
Σήκωσα μια διπλανή ταφόπλακα με μεγάλη προσπάθεια. Ήταν ένα παλιό πράγμα, ίσως από τον 19ο αιώνα. Της τσάκισα το κρανίο μ’ αυτό. Έπειτα το ’σκασα από κει.
Κάποιοι από εμάς είναι φτιαγμένοι για να ζουν πολύ. Άλλοι, για ένα σύντομο διάστημα. Η Ντόνα ήθελε αυτό που ήθελε.
Της το ’δωσα.