Προδημοσίευση από τον Πρόλογο του βιβλίου «1821-2021: Η Ελλάς των Ελλήνων. Δύο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης, Μια παράκαιρη ανθολογία του Κώστα Κουτσουρέλη», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Gutenberg.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η «ΑΛΛΗ» ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Αγριεύει ο τόπος μου
Σε αποκρούω Ελλάδα
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Στους «λαμπρούς εορτασμούς» δεν είθισται να αναλογιζόμαστε τα δεινά του παρελθόντος. Πράγμα κατανοητό, οι επέτειοι είναι περισσότερο αφορμές επιβεβαίωσης του παρόντος. Στην ιστορία οι εορτάζοντες αναδιφούμε, αν καν, για να τονώσουμε την αυτοπεποίθησή μας. Νίλες, κουσούρια εθνικά, πολιτικές αχρειότητες, κοινωνικές παθογένειες και κακοδαιμονίες, όλα αυτά ερμηνεύονται ως φαινόμενα δυσάρεστα βέβαια, που όμως μέσες άκρες ξεπεράστηκαν. Που πάνω τους δοκιμάστηκε, αλλά και επιβραβεύθηκε η συλλογική μας αντοχή. Και που πάντως δεν αποτελούν λεκέ ενοχικό στην αυτοκατανόησή μας, δεν μπορούν να σκοτίσουν την ευφρόσυνή μας διάθεση.
Η λογοτεχνία, ειδικά η ποίηση, από πανηγύρεις εθνικές κάτι ξέρει. Και έχει κατηγορηθεί συχνά ότι η έφεσή της αυτή στις επευφημίες και στις πομπές, στον εγκωμιασμό των εθνικών κατορθωμάτων, στις θριαμβολογίες, την τυφλώνει. Ο παραπανίσιος πατριωτισμός, διαβάζουμε, η ελληνολατρία τόσων και τόσων μεγάλων μας ποιητών, όχι λίγες φορές τους καταδίκασε σε ρόλο φερέφωνου, σε παραπαίδι των μηχανισμών της σωβινιστικής χρηστομάθειας, σε ντεκόρ λεκτικό κατάλληλο μόνο για δεκάρικους γυμνασιαρχικούς και στρατιωτικές παρελάσεις. Εθνική ποίηση, ακούμε, σημαίνει εθνική ιδεολογία, ένα μείγμα δηλαδή από ευσεβείς πόθους, κακοφωτισμένες αλήθειες και αστραφτερά ψέμματα.
Τώρα, για όποιον εκλαμβάνει ως ποίηση εθνική τις σχολικές απαγγελίες των μεταπολεμικών, άντε και των πρώτων μεταπολιτευτικών δεκαετιών, αυτή η πίστη είναι βολική και δεν της λείπει ολότελα το έρεισμα. Για όποιον όμως θα ’θελε να ’χει, επαφή ουσιαστική μαζί τους, τα κείμενα του επιφυλλάσσουν εκπλήξεις. Διότι δεν υπάρχει αρνητική πλευρά του εθνικού μας βίου των δύο τελευταίων εκατονταετιών, αυτών που έχουν στην αφετηρία τους τον Αγώνα και την Aνεξαρτησία, που να μην την έχει καυτηριάσει επίμονα η νεοελληνική ποίηση. Που να μην την έχει μεγεθύνει, κάποτε σε βαθμό γκροτέσκο, κάτω από τον εταστικό της φακό. Που να μην την έχει εκθέσει επιδεικτικά στο προσκήνιο.
Διότι δεν υπάρχει αρνητική πλευρά του εθνικού μας βίου των δύο τελευταίων εκατονταετιών, αυτών που έχουν στην αφετηρία τους τον Αγώνα και την Aνεξαρτησία, που να μην την έχει καυτηριάσει επίμονα η νεοελληνική ποίηση.
Το πράγμα πάει σε μάκρος, τι να πρωτοαναφερθεί εδώ; Το αλληλοφάγωμα και η διχόνοια με τα παράγωγά τους, τους διχασμούς και τους εμφυλίους; Η χρόνια υποτέλεια στους ξένους που πάει χέρι χέρι με τους λεονταρισμούς και τις υπερπατριωτικές κορώνες; Οι ήττες και οι πολεμικοί διασυρμοί; Η κωμωδία της μοναρχίας και των δικτατορικών καθεστώτων; Η λεηλασία του δημόσιου κορβανά από τα κόμματα και την πελατεία τους; Οι τόσες χρεοκοπίες; Η έφεση προς τις ρωμαϊκές φιέστες και τα ανούσια θεάματα; Ο δίδυμος αυταρχισμός της δεξιάς εθνικοφροσύνης και του αριστερού σταλινισμού; «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» των δημοκόπων και η πειθήνια συμμόρφωση του όχλου;
Και, φυσικά, σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν τόσα και τόσα ακόμη: η αρχαιολαγνεία και ο λογιωτατισμός· η ξενομανία και ο πιθηκισμός· η αναξιότητα των ταγών μας αλλά και η αχαριστία των πολλών προς αυτούς που προσέφεραν· η μόνιμη φτώχεια και η διαχρονική αιμορραγία της μετανάστευσης· η μιζέρια και οι κλειστοί ορίζοντες της επαρχίας· οι πικροί τόποι της πολιτικής εξορίας· η αναίδεια και ο αρχοντοχωριατισμός της Αθήνας· η λεηλασία της φύσης, η καταστροφή των πόλεων, η ερήμωση της υπαίθρου, η χυδαιότητα του εκτουρισμού και ο νεοπλουτίστικος καταναλωτισμός.
Από τον «ποσαπαίρνη και τον θεσιθήρα» του Παλαμά ως τον καταφερτζή «επιστάτη των εθνικών οικοδομών» του Σούτσου, από τον τενεκέ σοφολογιώτατο ως τον ποετάστρο που καβάλησε το καλάμι, από τον λαοκόλακα πολιτευτή ώς τον υποκριτή κληρικό, από τον σπαγγοραμμένο μεγιστάνα ως τον εκμεταλλευτή τοκογλύφο, από τον παρανοϊκό γραφειοκράτη ως τον αργυρώνητο δικαστή, δεν υπάρχει ανθρωπότυπος αναγνωρίσιμος νεοελληνικός, φιγούρα χαρακτηριστική της συλλογικής μας ζωής που να μη περιγράφεται με μεγάλη ακρίβεια από τους ποιητές μας, που να μη μπαίνει επίμονα, σαρκαστικά, στο στόχαστρό τους.
Η κουταμάρα και η διαφθορά δεν είναι μονοπώλιο κανενός έθνους. Ακόμη και ιστορικά παθήματα που μας φαντάζουν ιδιαζόντως ελληνικά, έχουν το ανάλογό τους στη διαδρομή άλλων λαών, έχουν και μια διάσταση υπερτοπική και υπερχρονική.
Γιατί και ο Έλληνας ως ιδιώτης, η ατομική συμπεριφορά του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν μένει στο απυρόβλητο. Και όχι μόνο όταν είναι εξόφθαλμα άξιος της μοίρας του. Πολλά είναι τα ποιήματα που μυκτηρίζουν την ανοησία του καθημερινού βίου, τη ζωή που κυλά και χάνεται θύμα του σαρκοβόρου ωράριου και της γραφειοκρατίας, την παθητικότητα, την αποχαύνωση, τον εκφαυλισμό των μαζών.
Φυσικά, δεν είναι όλες αυτές οι συμπεριφορές, όλες αυτές οι καταστάσεις, φαινόμενα κατ’ αποκλειστικότητα νεοελληνικά. Η κουταμάρα και η διαφθορά δεν είναι μονοπώλιο κανενός έθνους. Ακόμη και ιστορικά παθήματα που μας φαντάζουν ιδιαζόντως ελληνικά, έχουν το ανάλογό τους στη διαδρομή άλλων λαών, έχουν και μια διάσταση υπερτοπική και υπερχρονική. Ωστόσο η εμμονή των ποιητών μας σ’ αυτά πείθουν ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με συμπεριφορές επίμονες, με καταστάσεις πάγιες, με σταθερές κατά κάποιον τρόπο του εθνικού μας χαρακτήρα. Ειδάλλως πώς να εξηγηθεί ότι εδώ και ενάμιση αιώνα περίπου εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στο πορτραίτο του Ρωμιού που φιλοτέχνησε τον καιρό του ο Γεώργιος Σουρής;
«Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός ! τι φύσις !
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ᾿ αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νουν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ».
~ . ~
Σ’ ένα του ποίημα, ο Γέητς ψέγει τον εαυτό του γιατί αποτόλμησε κάποτε να μεμφθεί τον ιρλανδικό λαό για τις επιλογές του. Εδώ σε μας, ήδη από τον καιρό του Σολωμού και του επιγράμματός του για τους «ευκολοπίστευτους» συντοπίτες του, παρόμοιους ενδοιασμούς δεν συναντάμε. Οι σημαντικότεροι ποιητές μας στάθηκαν ανέκαθεν πολύ σκληροί, όχι μόνο με το κεφάλι του ψαριού, αλλά με το ψάρι ολόκληρο. Ιδίως με τη σάτιρα ζήτησαν να φρονηματίσουν τον λαό, να τον ξυπνήσουν από την ακηδία και την παραίτηση. Συχνά έπιασαν το μαστίγιο. Ο Κώστας Καρυωτάκης, λ.χ., την επαύριο της Μικρασιαστικής Καταστροφής:
«Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχήν έχουν αι μάζαι,
ιδιοτελή καρδίαν,
και παρειάν αναίσθητον
εις τους κολάφους».
Ή ο Κώστας Βάρναλης όταν σαρκάζει τον «Καλό λαό» και την μοιραία του αδράνεια.
«Το μάθημα, που δώσαμε
για πάντα θα φωτίζει.
Μελίσσι ο λαός και θα χιμά
σ’ όποιον τον ερεθίζει.
Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια:
Μαχμουρλίκι και Συνήθεια!»
Ή, πάνω απ’ όλους, ο ποιητής των Σατιρικών γυμνασμάτων τις παραμονές της ανορθωτικής προσπάθειας του Ελευθέριου Βενιζέλου:
«Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι.
Ο λαός είναι τίποτε και είν’ όλα,
είναι του εκδικητή το γιαταγάνι
κι είν’ η μαϊμού η ξαδιάντροπη, η μαριόλα»
Σε αντίθεση με τους γαλίφικους ύμνους που του ψέλνει συχνά πυκνά η επίσημη πολιτική, στο κάτοπτρο της ελληνικής ποίησης ο λαός είναι και τα δύο αυτά: μεγαλειώδης στις υψηλές του στιγμές και ουτιδανός όταν κατρακυλά. Όπως κάθε ανθρώπινο υποκείμενο, ατομικό ή συλλογικό, ο λαός είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο. Και είναι αυτή ακριβώς η ταλάντευσή του από την αρετή στην αναξιότητα που δίνει νόημα στη μομφή και τον ψόγο του ποιητή. Διότι πίσω από την σκληρή επίκριση, τον σαρκασμό, τη χλεύη ακόμη, δεν βρίσκεται ούτε ο κυνισμός ούτε το μεταμοντέρνο χάζι εμπρός στο ανθρώπινο τσίρκο. Αλλά η πίστη ότι η λέξη παρακινεί, ότι η λογοτεχνία διδάσκει και νουθετεί, ότι ο ποιητής είναι πρώτα απ’ όλα πολίτης, ότι έχει λόγο ελεγκτικό για τις πράξεις και παραλείψεις μιας κοινωνίας.
Αν θέλουμε λοιπόν να δώσουμε στον όρο εθνική ποίηση νόημα πραγματικό, σ’ αυτές τις λειτουργίες της θα πρέπει να στραφούμε. Διότι η δική μας εθνική ποίηση, πιστή πράγματι στη σολωμική επιταγή ότι εθνικό είναι το αληθές, στο πολυτιμότερο τμήμα της υπήρξε φιλαλήθης. Η ανθολογία που ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του, μια πλατιά επιλογή από την ποιητική παραγωγή δύο αιώνων, το αποδεικνύει.