Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΤΟ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ ΚΡΑΣΙ
Στον Άγγελο Σωτηρίου
Η αρχιτεκτονική και τα ταξίδια είναι κοινά μας πάθη. Του μιλούσα για το επικείμενο ταξίδι μου στη Ρόδο και κείνος για το δικό του στην Ισπανία. Με το που πάτησα το πόδι μου στο νησί, τον βομβάρδισα με φωτό και βιντεάκια από τους περιπάτους μου. Ιταλικός ρασιοναλισμός, αρτ ντεκό, νεοκλασικά, ισλαμική αρχιτεκτονική μα και βυζαντινά. Απ’ ό,τι θες έχει στο νησί. Απόψε του είπα θα πάω στην παλιά πόλη, να περπατήσω με την ησυχία μου στην καστροπολιτεία, μα πρώτα πρέπει να καθίσω κάπου για φαγητό. Μου έστειλε ευθύς πληροφορίες. Είχε τις άκρες του εδώ, με ενημέρωσε λεπτομερώς πού να πάω για να φάω, πού να πάω για να πιω. Διάλεξα απ’ τις προτάσεις του ένα κοντινό εστιατόριο. Το βρήκα εύκολα. Με το που μπήκα είδα το μαγαζί άδειο. Δυο νεαροί καθάριζαν και μια ηλικιωμένη γυναίκα με λουλουδάτο φόρεμα και ξανθά φουντωτά μαλλιά καθότανε κοντά στην είσοδο και έκανε αέρα με μια βεντάλια. Χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, η γυναίκα αυτή μου είπε με βραχνή φωνή: κλείσαμε, χρυσό μου, αύριο πάλι. Οκ, ψέλλισα και βγήκα. Πήγα κάπου αλλού να φάω κι έφαγα καλά, επέστρεψα στο κέντρο λογοτεχνίας και μετάφρασης, στον ξενώνα που μου είχανε παραχωρήσει, κοιμήθηκα σχεδόν τρεις ώρες, σαν ξύπνησα είχε βραδιάσει, βγήκα με καλή διάθεση, πήρα έναν καφέ σε πλαστικό και τράβηξα ποδαράτα για την παλιά πόλη. Τη βρήκα έρημη, υποβλητική, μισοφωτισμένη. Αν εξαιρέσεις τις γειτονίες γύρω από το σιντριβάνι που είχαν κόσμο και φασαρία, όλοι οι άλλοι δρόμοι άδειοι και τα σπίτια σκοτεινά, παράθυρα μισόκλειστα, αμυδρό φως πίσω από τις γρίλιες. Περιφερόμουν άσκοπα μπορεί και να πέρασα από το ίδιο μέρος δυο και τρεις φορές, συναντούσα μόνο νωχελικές γάτες που με κοιτούσανε αδιάφορα. Ξαφνικά, ένα ωραίο ανάγλυφο υπέρθυρο τράβηξε την προσοχή μου, στάθηκα κι έβγαλα το κινητό να το φωτογραφίσω, τότε πίσω μου ακούστηκε μια βραχνή φωνή: Ήρθες; αναρωτήθηκε. Γύρισα και είδα μια φωτισμένη πόρτα, στο άνοιγμα πρόβαλε εκείνη η γυναίκα που το απόγευμα στην ταβέρνα μου είχε πει κλείσαμε, χρυσό μου. Φορούσε το ίδιο λουλουδάτο φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν όπως και πριν φουντωτά, στο ένα χέρι κρατούσε τσιγάρο και στο άλλο ένα ποτήρι κρασί που χρύσιζε στο ημίφως. Έλα, μου είπε, σου έβαλα κρασάκι. Κάθισε στο πεζούλι πλάι στην πόρτα και μου ξανάπε: έλα, κάθισε. Έκπληκτος, στρώθηκα δίπλα της και πήρα απ’ το τρεμάμενο χέρι της το κρασί, το ήπια σχεδόν μεμιάς, ήταν δροσερό και διψούσα τόσο! «Αα...!» έκανα. Ωραίο ε; μου είπε. Έπειτα είπε: Αν δεν έχεις φάει, σου έχω στο τραπέζι γεμιστά, άντε να φας και μετά να ξαπλώσεις, ξεθεώθηκες σήμερα. Έχω βάλει και αντικουνουπικό. Λυσσάξανε τα αναθεματισμένα. άντε, επανέλαβε τρυφερά και ακούμπησε την παλάμη της στον μηρό μου, άντε θα είναι αργά. Τι ώρα είναι; «Τρεις και μισή» είπα. Τότε γύρισε ξαφνιασμένη προς το μέρος μου. Άλλος είσαι! αναφώνησε, ξένος είσαι! Συμπάθα με, σε μπέρδεψα, άντε στο καλό. «Με περάσατε προφανώς για άλλον, συγνώμη, καλό ξημέρωμα, ευχαριστώ για το κρασί», είπα δειλά. Καλό ξημέρωμα για σας, χρυσό μου, για μας τους τυφλούς τι να ξημερώσει; μου απάντησε κι εγώ σαν κάπως τρομαγμένος κοντοστάθηκα, έμεινα έτσι ακίνητος για λίγο. Άντε, με πρόσταξε. Υπάκουσα και τα βήματά μου ηχήσανε ξανά στο λιθόστρωτο. Την επομένη συνέχισα να στέλνω στον φίλο μου φωτογραφίες κτιρίων, σκέφτηκα να του γράψω και το συμβάν με την τυφλή κυρία μα το αμέλησα, ίσως το διαβάσει τώρα εδώ.