Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
Καλοκαίρι 1967, το πρώτο στο σπίτι της Βάρκιζας. Ο τόπος, μια εξοχή με πευκόφυτα οικόπεδα –που προοιωνίζονται τη μελλοντική οικοδόμηση– και η θάλασσα μια ανάσα από εκεί, επειδή δεν έχει σχεδιαστεί ακόμα το ενδιάμεσο οικοδομικό τετράγωνο που θα μας την κρύψει. Έχουμε ένα στρέμμα γη. Ο παππούς ήδη ονειρεύεται τον κήπο που θα φτιάξει. Τρεις λεμονιές, μια ελιά, μια αμυγδαλιά, μια μιμόζα, ένας πυράκανθος, κισσός, γιασεμί, ιβίσκοι, μπουκαμβίλιες, γεράνια, δύο συστάδες τριανταφυλλιές στην είσοδο, ένας φοίνικας και ένα αφρικανικό φυτό που φέρνουν συγγενείς από το Γιοχάνεσμπουργκ. Αυτός ο κήπος, που ύστερα από πέντε χρόνια θα τον ποτίζουμε μαζί το απόγευμα, τρις εβδομαδιαίως, είναι όλη η φυτολογία που θα μάθω ποτέ. Έχουμε ηλεκτρικό ψυγείο, αλλά κάποιοι γείτονές μας επιβιώνουν με εκείνο το πρωτόγονο με τον πάγο –κι έτσι ο παγοπώλης περνά ακόμα από την περιοχή. Τηλέφωνο και τηλεόραση θα αποκτήσουμε οκτώ χρόνια αργότερα –αν και απέχουμε μόλις είκοσι έξι χιλιόμετρα από την Αθήνα. Ο δρόμος απ’ έξω για καιρό θα είναι χωματόδρομος. Μια ολόκληρη χώρα η παιδική ηλικία, «ce grand territoire d' où cha-cun est sorti», θα διαβάσω αργότερα στον Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Πόση μνήμη χωρά σε τόσο λίγες λέξεις;
Για τον παππού μου το εξοχικό στη Βάρκιζα είναι το επιστέγασμα μιας συνετής πορείας στη διαχείριση των οικονομικών του. Γεννήθηκε στο Ουμτάλι της Ροδεσίας, σημερινής Ζιμπάμπουε, το 1913, δεύτερο παιδί Ελλήνων με βρετανική υπηκοότητα: ενός μηχανολόγου μηχανικού, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, και της συζύγου του από τον Μόλυβο της Μυτιλήνης. Ήρθαν στην Αθήνα το 1924. Το 1932 πήρε πτυχίο από την Εμπορική Σχολή του Κολλεγίου Αθηνών. Γνώρισε τον κεραυνοβόλο έρωτα στο πρόσωπο ενός κοριτσιού που δέκα χρόνια νωρίτερα είχε καταφέρει να σωθεί από τη φωτιά της Σμύρνης. Παντρεύτηκαν το 1934. Το 1935 προσελήφθη στην Αμερικανική Πρεσβεία. Το 1948 αγόρασε το οικόπεδο στη Βάρκιζα. Το 1966 ξεκίνησε η ανέγερση του σπιτιού.
Για πολλά χρόνια ο κόσμος αυτός θα μείνει αλώβητος. Θα περάσουμε τα μισά της δεκαετίας του 1970, για να δούμε τις άσχημες πολυκατοικίες να μας κυκλώνουν και τα πιο πολύτιμα κομμάτια του να χάνονται. Δύο ετών στη φωτογραφία, είμαι το πρώτο εγγόνι, η κόρη της κόρης του. Για χρόνια αυταπατώμαι ότι έχω προνομιακή σχέση μαζί του – μέχρι να έρθουν τα επόμενα εγγόνια. Αλλά ακόμη και τότε, εκείνος δεν αλλάζει. Με κάθε ευκαιρία μου ανοίγει παράθυρα στον κόσμο. Τι βλέπω στο view master; Το Σινικό Τείχος; Τις αρχαίες πολιτείες των Μάγιας; Λιοντάρια στη σαβάνα; Τι μπορεί να με μαγεύει σε εκείνες τις εικόνες που δείχνουν σχεδόν ζωντανές, ωστόσο ξέρω ότι δεν είναι; Δικό του δώρο το view master, αυτό το παιχνίδι που μοιάζει με κιάλια, μια μηχανή ονείρου τότε, σ’ εκείνη την εποχή τεχνολογικής αθωότητας, την οποία εξολόθρευσαν οι καταιγιστικές, κινούμενες, ομιλούσες εικόνες, καθώς στροβιλίζονται αγχωτικά στις οθόνες γύρω μας.
Τα καλοκαίρια ανήκουν στη μνήμη. Ο τόπος, το προσωπικό μου χρυσορυχείο, υπέκυψε στην ανάπτυξη. Ούτε ο άνθρωπος που με συνέδεσε με αυτόν υπάρχει πια. Μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος, πολυταξιδεμένος, μέγας μαιτρ της τάξης και της οργάνωσης, ο παππούς μας άφησε οριστικά τον Ιούλιο του 2010. Το view master ξέμεινε από εικόνες.