Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, ο Θάνος Κάππας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
Κάποιο από τα καλοκαίρια των επιστροφών μας εκεί – δεν μπορώ να εντοπίσω πότε ακριβώς, έτσι κι αλλιώς το χωριό είναι πάντα το χωριό, δεν αλλάζει κάτι ακόμα κι όταν πράγματι κάτι στο μεταξύ έχει αλλάξει: στα ίδια σοκάκια θα σε φυσήξει πάλι το θαλασσινό αεράκι, τα ίδια βουνά θα κατεβάσουν το πρωί τη δροσιά τους, τα ίδια πρόσωπα γύρω μας, η ίδια ένταση μέσα μου.
Ας πούμε μεταξύ δώδεκα και δεκατεσσάρων ετών. Την προηγούμενη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ από τη ζέστη και την προσμονή, το ξυπνητήρι φωσφορίζει τις ώρες. Αξημέρωτα, σχεδόν, ακούγεται ο διακόπτης του μπάνιου, ο πατέρας βήχει με θόρυβο για να με ξυπνήσει, τσούζουν τα μάτια μου απ' την αϋπνία καθώς ντύνομαι. Η μάνα μου κάνει πως κοιμάται, ο πατέρας ψήνει καφέ στο μπρίκι, ανάβει το πρώτο τσιγάρο, στεκόμαστε στην κουζίνα αμίλητοι, κοιτάμε κάθε λίγο την ώρα.
Βαδίζουμε δίπλα δίπλα τώρα, η μέρα είναι ζεστή, κρατάω το καλάθι. Ο πατέρας φοράει ένα τεράστιο, αστείο καπέλο που δεν μοιάζει καθόλου αστείο όταν το φοράει εκείνος. Τι συζητούν άραγε ένας πατέρας μ’ έναν γιο πηγαίνοντας για ψάρεμα; Ελάχιστα πράγματα, ως συνήθως. Ίσως ο γιος να αναρωτιέται αν θα ανταποκριθεί ικανοποιητικά στον ρόλο του μικρού ψαρά, όμως ο πατέρας τι ακριβώς σκέφτεται;
Ο πατέρας ξέρει την τέχνη του ψαρέματος, όπως ξέρει κι άλλες τέχνες, με κορυφαία εκείνη της σιωπής. Ο πατέρας διαβάζει ή γράφει στη σιωπή, ο πατέρας καθαρίζει το κυνηγετικό του όπλο στη σιωπή, ο πατέρας αλατίζει το αρνί της Λαμπρής στη σιωπή, ο πατέρας, τώρα, δολώνει στη σιωπή – ακόμα κι αυτή η ελάχιστη, ταπεινή τέχνη έχει τα μυστικά της. Ύστερα ζυγίζει την πετονιά στο χέρι του αφήνοντάς την να αιωρηθεί για λίγο με το βαρίδι της και την εκτοξεύει απότομα χωρίς να της δώσει πολύ ύψος. Το βαρίδι-σφαίρα τρέχει παράλληλα με την επιφάνεια της θάλασσας ώσπου να βυθιστεί μ’ έναν πνιχτό ήχο, αρκετά πιο μακριά από το αναμενόμενο. Αυτά τα δευτερόλεπτα τα χέρια του μένουν ακίνητα στη στάση της εκτόξευσης, μια στάση ανοιχτής αγκαλιάς ή ικεσίας, κι ύστερα χαμηλώνουν, ψάχνουν το πακέτο με τα τσιγάρα στο τσεπάκι του πουκαμίσου, δείγμα χαλάρωσης και αναμονής. Η ανατολή θερμαίνει τα χρώματα, στον κόλπο καθρεφτίζονται βουνά και σπίτια, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνω – πηδάω από βράχο σε βράχο ή τραβάω φωτογραφίες με την νέα μας Κόντακ, καταφέρνω κάποτε να συλλάβω αυτή την κίνηση των ανοιχτών χεριών του, είμαι αντάξιος γιος ενός άξιου πατέρα.
Έφαγα κυριολεκτικά τον κόσμο να βρω τη φωτογραφία αυτής της αγκαλιάς που μένει ανοιχτή – στάθηκε αδύνατο. Βρίσκω όμως αυτό το απόσπασμα της Σάλυ Μαν σ’ ένα κατ’ εξοχήν βιβλίο μνήμης, στο βαθιά προσωπικό και συγκινητικό Είμαι όσα έχω ξεχάσει του Ηλία Μαγκλίνη.
«[…] Ό,τι κι αν είναι αυτό που στ’ αλήθεια βλέπει κάποιος, εφόσον φωτογραφήθηκε δεν μπορεί πια να το δει με το μάτι της μνήμης ξανά. Μια φωτογραφία δεν διασώζει πάντοτε το παρελθόν αλλά συχνά το θάβει, το εξαφανίζει, το απενεργοποιεί ή, από την άλλη, το διαστρεβλώνει, σχεδόν επινοεί το συμβάν, την ατμόσφαιρα, τη συνθήκη του πριν και του χθες κι έτσι, καθώς κρατούσα τις φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας στα χέρια μου, γράφει η Μαν, μέσα στην τρυφερότητα των “αναμνήσεών” μου ήξερα επίσης ότι με κάθε φωτογραφία ξεχνούσα, δεν θυμόμουν».
Αν είναι έτσι, αναρωτιέμαι αν όλη αυτή η ένταση γύρω από τη χαμένη φωτογραφία και η άτεχνη ζωγραφιά μου τώρα (ζωγράφισα, άραγε, τη στιγμή ή τη φωτογραφική της αναπαράσταση;), είναι μια προσπάθεια για να θυμηθώ ή να ξεχάσω. Πραγματικά, ρωτάω τον εαυτό μου. Μίλησε, μνήμη.