Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, ο Διονύσης Μαρίνος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΧΑΜΕΝΟ
«Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω»
(Το ωραίο καλοκαίρι. Αργύρης Χιόνης)
Οι ποιητές είναι γέρικες μαϊμούδες. Οι ποιητές δεν ξέρουν, ούτε θα μάθουν. Εκείνο το καλοκαίρι, έχουν περάσει πια πέντε χρόνια, έγινα δύο άνθρωποι. Ούτε εξαφανίστηκα στην παραλία ούτε κι επέστρεψα ποτέ. Όταν αποκάλυψα την περίπτωσή μου σ’ έναν φίλο μου που είναι λάτρης της ποίησης με ενημέρωσε για κάποιο ποίημα του Αργύρη Χιόνη, στο οποίο, ανάμεσα σε τόσα άλλα, χάνεται στην παραλία και ένας παππούς. Τι γελοιότητα να χάνεσαι. Τι πικρή γελοιότητα να χάνεσαι, ενώ είσαι εδώ. Θα έπρεπε να είχα μπροστά μου τον Χιόνη εν μέσω καλοκαιριού να του μιλήσω για τη σπάνια κατάστασή μου και έτσι να του αποδείκνυα πως αυτό που είχε γράψει δεν έπιανε λέξη μπροστά στο δικό μου δράμα.
Η γυναίκα μου λιαζόταν αμέριμνη, πόσο της άρεσε τότε ο ήλιος, τώρα ούτε που θέλει να τον δει. Πιο δίπλα, οι φίλοι μας έπαιζαν ρακέτες, τα παιδιά έχτισαν πύργους. Μόλις είχα βγάλει την μπλούζα μου κι έτσι μούσκεμα στον ιδρώτα ονειρευόμουν να χωθώ ως το βυθό της θάλασσας κι εκεί να ξεχαστώ – έστω για λίγο.
Δεν ξέρω πώς συνέβη, δεν είμαι σε θέση να γνωρίσω τι επενέργησε πάνω μου, ποια άθλια δύναμη άρχισε να με κυριεύει και σαν άμμος που τρίβεται στα ακροδάχτυλα και σκορπιέται, έμεινα να χάνομαι χωρίς να λείπω. Η γυναίκα μου είπε «Ο Παναγιώτης μπήκε στη θάλασσα;», οι φίλοι κοίταξαν στο πέρα βάθος της ακτογραμμής να με βρουν, τα παιδιά σήκωσαν τα κεφάλια τους αδιάφορα. Ήμουν ακόμη στην ξαπλώστρα, τους άκουγα να μιλούν για ‘μένα σαν να μην ήμουν παρών. Κι όμως, ήμουν. Κανένα κύμα δεν με είχε παρασύρει, πουθενά δεν είχα χαθεί. Ούτε, φυσικά, είχα προλάβει να βουτήξω. Με είδαν πολύ μετά όταν είχαμε καθίσει σ’ ένα παρακείμενο ταβερνάκι να φάμε. Παράγγειλα με χαρά, με επαίνεσαν για τα γεμιστά που είχα επιλέξει, αλλά κάποια στιγμή θεώρησαν πως είχα πάει στην τουαλέτα, ενώ εγώ ήμουν δίπλα τους και γελούσα μ’ ένα ανέκδοτο που είχε πει η γυναίκα μου. Το ίδιο στο δρόμο της επιστροφής, το ίδιο το βράδυ στο σπίτι. Να μην τα πολυλογώ: από εκείνο το καλοκαίρι υπάρχω και δεν υπάρχω. Δεν είναι αποτέλεσμα δικού μου τεχνάσματος. Μια κάποια επιλεκτική απουσία, ας πούμε, ή μια υπαρξιακή ανάγκη να χάνομαι από τους άλλους. Ποτέ δεν υπήρξα δύσκολος στις συναναστροφές μου με τους ανθρώπους. Θα με έλεγα προσηνή και καλόβολο στην παρέα. Πάω με τα νερά της πλειοψηφίας.
Εκείνη η οπτασία, εκείνη η θηλυκή αβρότητα της κίνησης, την ώρα που δοκίμαζε με την άκρη του ποδιού της τη θερμοκρασία του νερού, η λεπτή φωνή της σαν θραύσμα, τα σγουρά μαλλιά της σαν σπασμός που διαπερνούσε την λεπτή της πλάτη, κι εγώ να την κοιτάζω εκστασιασμένος, ενώ η γυναίκα μου λιαζόταν, οι φίλοι έπαιζαν ρακέτες, τα παιδιά έχτισαν πύργους, αυτή η παράξενη γυναίκα, εκείνο το μεσημέρι, πέντε χρόνια τώρα, ενδέχεται να είναι η αιτία. Με κάποιο μυστικό τρόπο έχει δεσμεύσει το κάτοπτρο της ύπαρξής μου που άλλοτε μοιάζει έγκλειστη κι άλλοτε νομοτελειακά ορατή. Δεν το έχω πει ποτέ σε κανέναν, πρώτη φορά είναι που το αποκαλύπτω. Όταν σηκώνω το καπέλο μου, όπως ο παππούς του Χιόνη, υπάρχουν φορές που με βρίσκω κι άλλες που με χάνω. Ο χρόνος κυλάει, το κύμα υποχωρεί, το χαμένο δεν ήταν χαμένο, η καρδιά είναι ένας τόπος οχυρός (*). Και η καρδιά μου της ανήκει. Υπάρχει δεν υπάρχει.
(*): «Το χαμένο δεν ήταν χαμένο/η καρδιά είναι ένας τόπος οχυρός» είναι στίχος του ποιητή Πάουλ Τσέλαν.