Ζητήσαμε από πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές και επιμελητές να μας στείλουν μια καλοκαιρινή φωτογραφία από το προσωπικό τους αρχείο και να την πλαισιώσουν με μια ανάμνηση. Σήμερα, η Βάσια Τζανακάρη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Εικονογράφηση: Πάρις Κούτσικος - parisko.com
ΜΑΡΩ
Σήμερα περνούσα όλη τη μέρα στο κρεβάτι. Είχα πάρει δύο ντεπόν, όμως ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να περάσει. Και εικόνες, απανωτές εικόνες, άναβαν κι έσβηναν, πυροτεχνήματα τρομακτικά και όμορφα.
Διέσχισα ωκεανούς χρόνου για να σε βρω. Προσπαθούσα να θυμηθώ αν είχα πει ποτέ σε κάποιον αυτή τη φράση – καθόλου απίθανο, τις συνήθιζα τέτοιες μεγαλοστομίες. Μου φάνηκε τότε ότι άκουσα ένα βουητό, δυνάμωνε, σαν το βουητό του σεισμού ή ενός τρένου που πλησιάζει, δεκαπενταύγουστος, δεκαεφτά χρονών, μια ανθοδέσμη φτάνει στο σπίτι κι ο μπαμπάς γίνεται έξαλλος, Παναγιώτης, για μένα θα είναι, κανένας πελάτης θα ξέχασε την κάρτα ποιος να τα ’στειλε σ’ εσένα τα τριαντάφυλλα, μα είναι κόκκινα ψελλίζω, αλλά μου τα παίρνει, η εικόνα καίγεται σαν σελιλόιντ, το τρένο προσπερνάει τον σταθμό μου και συνεχίζει την πορεία του, απρίλης, σε μια συναυλία των Madrugada στην υδρόγειο, εκείνος φοράει μοβ φουλάρι, μυρίζει δερμάτινο μπουφάν, μοιάζει με ροκ σταρ, η ανάσα του ζεστή στο αυτί μου, λίγο καιρό μετά σε ένα πεζούλι στη Ναυαρίνου, γάτες τρικολόρε γυροφέρνουν τα ερείπια του ονείρου του γαλέριου, τρώμε τρίγωνα πανοράματος με κρέμα που στάζει στις βρόμικες πλάκες, με αγκαλιάζει σφιχτά απ’ τους ώμους κι ύστερα από λίγο χωρίζουν οι δρόμοι μας κι εγώ γυρίζω σπίτι παραζαλισμένη, αφηρημένη, ήταν πολύ καλό το τρίγωνο, στην πλατεία ιπποδρομίου παραλίγο να με χτυπήσει ένα ποδήλατο αλλά όχι, όλα εντάξει, μπαίνει καλοκαίρι και στο πικάπ του παίζει πολ γουέλερ, τα χρατς-χρατς του βινυλίου είναι γλυκά, το δωμάτιο μυρίζει πρόχειρα μπογιατισμένα κίτρινα κουφώματα, τρώμε τρίγωνα στο κρεβάτι, τα δάχτυλά του κολλάνε στο ασπρουλιάρικο δέρμα μου από το σιρόπι κι εύχομαι να ήταν η πιο δυνατή κόλλα, που σε εκείνη την παλιά διαφήμιση ήταν ικανή να κρατήσει ένα αυτοκίνητο στον αέρα, για να μη μ’ αφήσει ποτέ, αλλά δεν με κρατάει, μ’ αφήνει να φύγω, και στο τέλος, καιρό μετά, φεύγω για άλλο τόπο, κι εκείνος συγκινείται, σήκωσε ψηλά τη σημαία του ροκεντρόλ, είναι η τελευταία κουβέντα που ακούω απ’ τα χείλια του.
→ Καλοκαίρι πριν από αρκετά χρόνια – φωτογραφία δική μου στη Ναυαρίνου, η ιστορία όμως ανήκει εξολοκλήρου στη Μάρω, από το μυθιστόρημα Αδελφικό, που θα κυκλοφορήσει στις 24 Σεπτεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.