Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Στεύης Τσούτση «Να θυμηθώ να (μη) φάω», το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Book Press
«Σμαραγδή, σε έχουν πει ποτέ χοντρή;»
Με ξαφνιάζει η ερώτησή της, αλλά το κρύβω.
«Μες στα μούτρα μου, νομίζω όχι. Θα το θυμόμουν».
«Μπάζο; Φακλάνα;» με κοιτάει με ένα βλέμμα όλο αγωνία. Βλέπω πως περιμένει να ακούσει από μένα ένα «ναι». Την απογοητεύω.
«Εμένα με είπαν» μου εξομολογείται.
«Ποιοι;»
«Κάποιοι στο σχολείο μου».
«Μπορεί να ήταν ένα τυχαίο άτυχο γεγονός».
«Γίνεται συνέχεια εδώ και μήνες. Πες μου, είμαι χοντρή;»
«Όχι, δεν είσαι».
«Σίγουρα;»
«Είσαι όπως πρέπει. Κανονική μπορείς να σε πεις. Χοντρή όχι».
«Ούτε εγώ ένιωθα χοντρή μέχρι που να με πουν. Πια νιώθω».
«Το είπες πουθενά;»
«Η μάνα μου δεν θα καταλάβει. Ξέρεις πόσο κολλημένη είναι με το σώμα της. Ήδη γκρινιάζει που δεν γυμνάζομαι. Μαλώνουμε συνέχεια για το φαγητό. Αν της πω κι αυτό, δεν θα με αφήσει σε ησυχία, θα μου μετράει και τις μπουκιές».
Ζητώ από τη Δανάη να μου πει τι συμβαίνει στο σχολείο. Αν καταλάβω, ίσως μπορέσω να τη βοηθήσω. Μου εξηγεί πως όλα ξεκίνησαν από μια μπαλιά που δεν πρόλαβε σε έναν αγώνα βόλεϊ. Η συμπαίκτριά της δήλωσε πως χάσανε εξαιτίας της «χοντρής». Κι από τότε ο χαρακτηρισμός τής έμεινε.
Ξυπνάς με την επιμονή να αφήσεις το στομάχι σου αδειανό για να δεις τη ζυγαριά να κατεβαίνει. Έχεις ανάγκη να δεις «τον εχθρό» να υποχωρεί. Κι όταν αυτή δεν υπακούει όπως περιμένεις −γιατί ποτέ κανείς δεν σου είπε μείνε τελείως νηστική για να αδυνατίσεις−, τρως για να σε τιμωρήσεις που δεν τα κατάφερες.
«Είναι λες κι άναψε ένας μεγάλος προβολέας πάνω μου κι έκτοτε κάθε τι σχολιάζεται. Προχθές φορούσα μια ριγέ μπλούζα. Τι το θέλει το ριγέ η χοντρή; Την κάνει άλλη τόση, άκουσα να λένε πίσω μου. Φοράω φαρδιά, είμαι χοντρή, φοράω στενά, τι τα θέλω η χοντρή. Δεν θέλω να με βλέπουν, δεν θέλω να ασχολούνται μαζί μου, δεν θέλω να ξαναπάω σχολείο!»
«Εσύ δεν έχεις αντιδράσει καθόλου σε όλα αυτά;»
«Από τη μία, θέλω να τους βρίσω. Από την άλλη, είμαι κότα. Σκέφτομαι πως μετά θα είναι όλα χειρότερα. Και δεν αντέχω να γίνουν χειρότερα. Ευτυχώς έρχονται οι διακοπές του Πάσχα και θα τα ξεχάσω όλα για λίγο».
«Έφαγες σήμερα;» τη ρωτώ και δείχνει να ξαφνιάζεται. Δεν την περίμενε αυτή την ερώτηση.
«Δεν μου κόβεται με τίποτα η όρεξη, μην ανησυχείς» γελάει, αλλά το γέλιο της είναι αλλιώτικο από το συνηθισμένο. Είναι βεβιασμένο, δεν είναι δικό της. Δεν με πείθει. Δεν επιμένω, αλλά έχει χτυπήσει μέσα μου συναγερμός.
Η Καλλίστη δεν είναι σπίτι. Χαίρομαι, γιατί δεν ξέρω τι πρέπει να της αποκαλύψω και πώς. Ταλαντεύομαι. Μπορεί να κρίνω λάθος και να μην πρέπει να ανακατευτώ. Ίσως εγώ, με την προϊστορία μου, να μεγαλοποιώ τις καταστάσεις. Για μένα, η αφαγία από την υπερφαγία είναι λίγες ώρες ή και μέρες δρόμος.
Ξυπνάς με την επιμονή να αφήσεις το στομάχι σου αδειανό για να δεις τη ζυγαριά να κατεβαίνει. Έχεις ανάγκη να δεις «τον εχθρό» να υποχωρεί. Κι όταν αυτή δεν υπακούει όπως περιμένεις −γιατί ποτέ κανείς δεν σου είπε μείνε τελείως νηστική για να αδυνατίσεις−, τρως για να σε τιμωρήσεις που δεν τα κατάφερες. Και την επόμενη μέρα ξεκινάς και πάλι. Κι αυτός ο φαύλος κύκλος δεν τελειώνει. Μόνο οι ψυχικές αντοχές τελειώνουν και πού να βρεις καινούργιες;
Δεν θέλω να μπλέξει σε τέτοιο συναισθηματικό και διατροφικό χάος η Δανάη. Βαθιά μέσα μου εύχομαι όλο αυτό στο σχολείο της να είναι μια κόντρα ανάμεσα σε εφήβους που θα ξεχαστεί στις δεκαπέντε μέρες των διακοπών. Ίσως αυτή να είναι πιο σκληρή από μένα, να μην την επηρεάζουν τα λόγια των άλλων. Κάτι μου λέει όμως να έχω το παιδί στον νου μου.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο και σε όλη τη διαδρομή ανασύρω εικόνες. Δεν το προσπαθώ, έρχονται ακάλεστες, βγαλμένες από κάποιο κρυφό συρτάρι του μυαλού μου. Ανεξάντλητοι είμαστε τελικά οι άνθρωποι από μνήμες. Μένουν στα σκοτάδια μας μέχρι ένα απειροελάχιστο κάτι να τις φέρει ξανά στο φως.
«Σου πήρα βιβλίο, γιατί δύσκολα θα σε πετύχω σε ρούχο».
«Ψωνίζεις κι εσύ από εκεί; Απίστευτο!»
«Λυπάμαι, αλλά δεν είσαι ο τύπος μου. Μου αρέσουν κάπως αλλιώς οι κοπέλες. Να, ξέρεις, τις θέλω πιο αδύνατες».
«Μόνο εντυπωσιακό στήθος σού δίνουν τα κιλά. Αλλά πόσο να καθίσει κανείς μαζί σου μόνο για αυτό;»
«Τον νου σου στον Χουκ. Αν ξεχειλώσεις, τελείωσες».
Είπα στη Δανάη πως κανείς δεν με έχει πει χοντρή μες στα μούτρα μου. Αλήθεια ήταν. Το «χοντρή» δεν το έχω ακούσει ποτέ έτσι ωμά. Το έχω ακούσει όμως σε χίλιες δυο άλλες παραλλαγές, πολύ χειρότερες.