Προδημοσίευση αποσπάσματος ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του Νάσου Καραστάθη «Μέρες ντυμένες αντίο», που θα κυκλοφορήσει στις 20 Απριλίου από τις εκδόσεις Key Books.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το πρώτο αμύγδαλο
Στεκόταν εκεί. Ακίνητος. Στον καφενέ του μικρού λιμανιού. Μπροστά από το μικρό παράθυρο. Δίπλα στην παλιά ξύλινη λουλακιά πόρτα που είχε καιρό να βαφτεί.
Ένα μικρό μαγαζί με δύο μικρά παράθυρα δεξιά και αριστερά της πόρτας, στο ίδιο χρώμα. Παράθυρα μάτια, παράθυρα δάκρυα. Του άρεσαν πολύ τούτα τα μικρά παράθυρα, ανάμεσα σε χοντρούς πέτρινους τοίχους. Ήταν μικρά τα παράθυρα τότε, σε αντίθεση με τώρα που γίνονται ολοένα και πιο μεγάλα, θαρρείς και αγωνιούν στους χρόνους της μοναξιάς να χαράξουν δρόμους. Σαν να προσπαθούν να ανοίξουν τους ανθρώπους. Όσο περισσότερο κλείνoνται τόσο πιο μεγάλα παράθυρα φτιάχνουν, σκέφτηκε. Μα δε γέλασε. Ούτε αμυδρά.
Ήταν ψηλός και αδύναμος. Τα μαλλιά του ίσια, μάλλον σκληρά. Ψαρά στο χρώμα. Μάτια στο χρώμα της θάλασσας, αστραφτερά παρ’ όλα τα χρόνια. Μάτια φορτωμένα πόνο. Ένα ψηφιδωτό από καημούς. Πρόσωπο αυστηρό με λιγοστές χαρακιές. Σημάδια πολέμων. Αλήθεια, με ποιον;
Ελάχιστα αξύριστος, σαν τους άνδρες τους παλιούς, που δεν προλάβαιναν από τη μέριμνα, να φροντίσουν τους εαυτούς τους. Τα χέρια του άγνωστα. Δεν μπορούσες να καταλάβεις αν μάχονταν τις ιδέες ή τη γη. Έβλεπες, όμως, σχεδόν πάντα ένα αναμμένο τσιγάρο να καίει. Μονάχο του. Σαν κραυγή μοναξιάς. Λες και φώναζε τον πολεμιστή. Και ήταν τούτα τα δάχτυλα πίνακας για ζωγραφιά.
«Κραυγή» θα τον ονόμαζε, σκέφτηκε και τώρα αχνογέλασε.
Σαν περπατούσε, έγερναν οι ώμοι του ελάχιστα. Λες και ένα αόρατο χέρι τον πίεζε ελαφρά. Θαρρείς και κουβαλούσε ένα αόρατο σύννεφο. Όλοι όμως μπορούσαν να καταλάβουν πως ήταν φορτωμένο όχι με βρόχινες στάλες, μα με καημούς. Ίσως τούτο το φορτίο να ήταν και η αιτία που περπατούσε παράξενα, χορευτά. Στεκόταν εκεί. Μόνος ή καλύτερα σχεδόν μόνος. Από την άλλη πλευρά του μικρού μαρμάρινου τραπεζιού πάντα στεκόταν, σύντροφος της σιωπής, ένα τασάκι και πάνω του ένα τσιγάρο μοναχό, να σιγοκαίει. Άναβε το δικό του. Σιγόκαιγε στα όμορφα βασανισμένα δάχτυλα. Άναβε το άλλο. Σιγόκαιγε περιμένοντας στο τασάκι, σαν το μαχητή στην τάπια. Εκείνος με το ένα χέρι κρατούσε το τσιγάρο. Με το άλλο χάιδευε τις ουλές του μαρμάρου. Του άρεσε να το κάνει τούτο. Του θύμιζε την παγωνιά του θανάτου και απ’ την άλλη μετρούσε τις πληγές του. Κάθε χαρακιά και ένας πόνος οξύς. Ψαχούλευε το μάρμαρο, τις ρωγμές του και ήταν αυτές το ανάγλυφο των λαβωματιών του.
Στεκόταν εκεί. Μονάχος. Και ήταν η ίδια η κραυγή της σιωπής. Μια ακίνητη κουκίδα σ’ έναν αεικίνητο κόσμο. Σ’ έναν κόσμο με αδιάλειπτη κίνηση που καταφέρνει να φτάσει μέχρι τις βιτρίνες, να γίνει εσώκλειστος ξενοδοχείων, να καταναλώνει ηλεκτρονικές ειδήσεις, να κρεμάει τον εαυτό του στα μανταλάκια των μέσων και να σκέφτεται μόνο με εικόνες. Ήταν εκεί. Δίπλα από τα παράθυρα δάκρυα. Μέρες τώρα κατέβαινε στο λιμάνι. Ακίνητος δίπλα στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Μα κίνηση πολλή μέσα του. Το πήγαινε και το έφερνε. Χαλασμός. Σαν τη βιαστική κακαβιά στην κουβέρτα.
Από την άλλη πλευρά του μικρού μαρμάρινου τραπεζιού πάντα στεκόταν, σύντροφος της σιωπής, ένα τασάκι και πάνω του ένα τσιγάρο μοναχό, να σιγοκαίει. Άναβε το δικό του. Σιγόκαιγε στα όμορφα βασανισμένα δάχτυλα. Άναβε το άλλο. Σιγόκαιγε περιμένοντας στο τασάκι, σαν το μαχητή στην τάπια. Εκείνος με το ένα χέρι κρατούσε το τσιγάρο. Με το άλλο χάιδευε τις ουλές του μαρμάρου.
Μέρες τώρα παρατηρούσε το σκαρί. Λιτό σαν αρχαίος ναός. Καμπύλες πλούσιες. Σαν από γυναίκα σε κίνηση. Όμορφη. Λευκή με μια γραμμή κόκκινη, πινελιά της μοίρας. Ξύλο βασανισμένο, τα κύματα δεν αστειεύονται, όπως και η ζωή.
Θα τη ζητούσε, στην ανάγκη θα έδινε τα διπλά. Τι νόημα είχε πια. Τώρα τούτος περπάταγε κιόλας σε άλλους δρόμους. Τώρα τα μαύρα φτερά χτυπούσαν με θόρυβο γύρω του. Είχε χάσει το φως, και το σκοτάδι πια πηχτό, φέτες παχιές. Είχε χάσει την πνοή και ένας βράχος κρύος έστεκε φρουρός στο στήθος του.
Περιβόλι απότιστο μέρες πολλές, στην καρδιά του Αυγούστου. Ο χρόνος γι’ αυτόν στάθηκε. Σκόνη βαριά άρχισε να τον σκεπάζει και μήτε ήθελε, μήτε είχε το κουράγιο να την τινάξει.
Βγήκε κρατώντας δύο φλιτζανάκια γιομάτα με καφέ. Το ένα, στο αριστερό, ήταν το δικό της. Λεπτή φίνα πορσελάνη με ροζ λουλουδάκια δουλεμένα από χέρι λεπτό. Θαρρείς και που θα ρίξεις τον καφέ χίλια κομμάτια θα γενεί. Εύθραυστη, διάφανη. Σαν εκείνη. Μάτια παράθυρα. Έμπαινες μέσα τους και αμέσως καταλάβαινες πως εκεί μέσα κατοικεί το φως, πως το σκοτάδι και οι σκιές μακριά διωγμένες. Το άλλο, στο δεξί, ήταν το δικό του. Χοντρό, κλασικό όπως τα φλιτζάνια των καφενείων παλιά. Μόνο που τούτο είχε χρώματα, ζωγραφιά αγαπημένου ζωγράφου. Ο ένας με ζάχαρη, ο δικός του πικρός. Κρατούσε τα φλιτζάνια και πήγαινε χορευτά. Έβαζες στοίχημα ότι δε θα τα έφερνε. Πάντα το έχανες. Έτσι και τώρα. Κατέβηκε και τα απόθεσε στο φιλιατρό. Του άρεσε να πίνει τον καφέ εκεί. Λες και από εκεί θα έβρισκε το νήμα για να είναι και πάλι μαζί. Θα έβρισκε τους δρόμους, τώρα που τα γιοφύρια κόπηκαν, που ο ουρανός γκρεμίστηκε και τον πλάκωνε αφόρητα στο κεφάλι του.
Κάθισε δίπλα στο πηγάδι. Άναψε τσιγάρο. Πρώτα για κείνη. Το άφησε απαλά δίπλα στον καφέ της. Άναψε και το δικό του και οι καπνοί τον έντυσαν. Από κάτω το νερό μουρμούριζε. Δεν καταλάβαινε αν μοιρολογούσε ή αν ήταν τραγούδι. Εκείνος, εκεί, είχε την αίσθηση ότι ήταν κοντά της. Πως ο χρόνος είχε καταρρεύσει, πως ο χώρος είχε γίνει ένα, πως από κει μπορούσε να της μιλήσει, πως ήταν μια τρύπα μυστική που οδηγούσε κατευθείαν στο τίποτα. Εκεί, στα δωμάτια της Περσεφόνης, εκεί που ο οδοιπόρος δεν άφηνε ίχνη. Πίνοντας τον καφέ του, εκεί κάθε πρωί, μαζί της, με τη δροσιά που ανέβαινε από τα βάθη του πηγαδιού, νόμιζε πως χτίζει γεφύρι, πως δένει σχοινί όπως οι δύτες για να ξορκίσουν το μαύρο του βυθού, για να νικήσουν το σκοτάδι της αβύσσου.
Το τσιγάρο της είχε γίνει πια ένας δρόμος από στάχτη και ο καφές της λιγότερο σκούρος. Τον πήρε όπως κάθε πρωί και τον έχυσε στο πηγάδι. Κατά λάθος του έπεσε ένα μικρό κουταλάκι στο χώμα. Έσκυψε, γονάτισε. Ήταν τόσο μικρό που το αιχμαλώτισε στην παλάμη του. Τώρα στεκόταν δίπλα από το πηγάδι, δίπλα από τα μεγάλα κυπαρίσσια. Έστεκαν εκεί. Στρατιώτες ξεχασμένοι, φύλακες αυστηροί που ξέχασαν τη γλύκα του αέρα, τη δροσιά της πάχνης. Πολεμιστές που έδιωξαν βιαστικά το κελάηδισμα των πουλιών από την πλάτη τους. Άνθρωποι απόκληροι, που τους τσάκισε η ζωή, που βλέπουν το χαμόγελο των άλλων και αδυνατούν να κατανοήσουν, Σπαρτιάτες σε αποστολή.
Εκεί, ανάμεσα στο σκοτάδι της γης και στο φως του ουρανού, άρχισε να σκαλίζει με το μικρό, μικρούτσικο κουταλάκι το χώμα. Ήταν λέει, και τούτος ένας τρόπος να τη φέρει κοντά του. Κοίταξε προς τα πάνω. Τα κυπαρίσσια κούνησαν το κεφάλι τους. Συμφωνούσαν. Πώς μπορούσαν άλλωστε. Έλειπε και σε κείνα. Μαζί τα είχαν φυτέψει. Πριν από πενήντα και πλέον χρόνια. Ναι, συμφωνούσαν. Μπορεί και να την έφερναν πίσω.