Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου «Μια τελευταία επιστολή αγάπης», που θα κυκλοφορήσει στις 11 Μαΐου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Θα σου πω τι θυμάμαι από τη συνέχεια. Περπατήσαμε αργά στην Ασκληπιού προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πιασμένοι αγκαζέ ύστερα από δική μου επιμονή. Η συγκοινωνία δεν είχε αποκατασταθεί, η αναζήτηση ταξί επίσης δεν απέδωσε, οι δρόμοι ήταν έρημοι, ακόμη κι όταν κατηφορίσαμε προς το Πεδίο του Άρεως. Σε ρωτούσα διαρκώς πώς αισθάνεσαι, αν ζαλίζεσαι, αλλά εσύ δεν ομολογούσες ότι ήσουν εξαντλημένη. Δεν μπορεί να μην ήσουν εξαντλημένη, απλώς δεν ήθελες να το παραδεχτείς, κι έτσι συνεχίσαμε στρίβοντας δεξιά προς την οδό Ευελπίδων. Με οδηγούσες εσύ πια, κι εγώ σε ακολουθούσα, πράγμα πολύ περίεργο, χωρίς να έχω την επιθυμία να σε ξεφορτωθώ. Είχες απαλή φωνή. Έλεγες πράγματα τετριμμένα, για τη διαδήλωση, για τον Κλίντον και τον πόλεμο στη Βοσνία, δηλαδή επαναλάμβανες όλη εκείνη τη φιλολογία περί μη παρέμβασης ενός κράτους στα εσωτερικά ενός άλλου και περί αυτοδιάθεσης των λαών, εννοώντας ότι το μισητό έθνος την καταστρατηγούσε αυτή την αυτοδιάθεση, αλλά χρησιμοποιούσες και μερικές δικές σου λέξεις. Είχα την εντύπωση ότι όλα αυτά τα είχες μεταφέρει από την ξύλινη γλώσσα των καθοδηγητών σου στη δική σου διάλεκτο, και τα έκανες να ακούγονται τουλάχιστον ευχάριστα, έστω κι αν διαφωνούσα με τις θέσεις σου. Δηλαδή δεν ξέρω αν διαφωνούσα απολύτως μαζί σου, πάντως σου αντιστεκόμουν.
Είπες πολλά ακόμη, αλλά τα θυμάμαι αποσπασματικά, για παράδειγμα ότι η κόκα κόλα δεν μας έκανε πιο αγαπητούς τους Αμερικανούς, ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική από το ’45 και μετά είναι δημόσιος κίνδυνος, στον οποίο όλοι πρέπει να αντισταθούμε με τις μικρές ή μεγάλες δυνάμεις μας, ότι σε διαδηλώσεις σαν κι αυτή πηγαίνει κάθε καρυδιάς καρύδι, κι ότι οι διοργανωτές δεν μπορούν να κάνουν τους πορτιέρηδες, κι επιπλέον δεν ήσουν καθόλου σίγουρη ότι δεν έπεφτε και μπόλικη προβοκάτσια, γιατί ποια ανώτατη αρχή δεν θέλει τέτοιες διαδηλώσεις να εκφυλίζονται σε πετροπόλεμο; Από τις αντιρρήσεις μου για τη χρησιμότητα τέτοιων διοργανώσεων, που επιπλέον κατέστρεφαν τις περιουσίες του κοσμάκη, έκρινες πως ήμουν σε άλλο μήκος κύματος. Μου είπες ότι δεν καταλαβαίνω. Ότι μιλάω με την άνεση του σχολιαστή των ειδήσεων. Αν κατέβαινα κι εγώ στον δρόμο, θα έβλεπα αφενός τη χρησιμότητα των κινητοποιήσεων, αφετέρου τη δυνατότητα να αποφευχθούν τα έκτροπα. Αλλά εγώ, με κατηγόρησες, καθόμουν στο σπιτάκι μου κι έκανα κριτική.
Αλλάξαμε θέμα, για να μη διαφωνήσουμε περισσότερο, αλλά μόλις πιάσαμε το σκάνδαλο Λουίνσκι, διαφωνήσαμε πάλι. Ο εχθρός δεν είχε κερδίσει τη συμπάθεια ή τον οίκτο σου με αυτή την, κατά βάθος, τόσο ανθρώπινη περιπέτειά του. Θα έλεγε κανείς ότι δεν σε ενδιέφερε η ανθρώπινη διάσταση της υπόθεσης: ένας ώριμος άντρας, ένας φθαρμένος γάμος, μια νεαρή και πρόθυμη γυναίκα. Αν είχες περισσότερο χρόνο να διαθέσεις για το άτομό του, θα είχες ευχηθεί την κατίσχυση εκείνου του ζηλόφθονου εισαγγελέα που ήθελε να μείνει στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που κατεδάφισε έναν Αμερικανό Πρόεδρο, όπως συνέβη με τους δημοσιογράφους του Ουότεργκεϊτ. Μήπως θυμάσαι τα ονόματά τους; Γούντγουορντ και; Αλήθεια, όμως, τότε ήσουν αγέννητη. Δεν είχες προλάβει εκείνες τις μέρες – στην πραγματικότητα, οι πληροφορίες σου είναι όλες από δεύτερο χέρι. Γούντγουορντ και Μπέρνστιν. Δεν έχει σημασία. Σε μερικές γενιές τα ονόματα του Νίξον και του Κλίντον θα είναι και αυτά παραδομένα στη λήθη, και το πολύ να μιλάνε γι’ αυτούς στα πανεπιστήμια τίποτα υποψήφιοι διδάκτορες στο πλαίσιο της διατριβής τους.
Από τις αντιρρήσεις μου για τη χρησιμότητα τέτοιων διοργανώσεων, που επιπλέον κατέστρεφαν τις περιουσίες του κοσμάκη, έκρινες πως ήμουν σε άλλο μήκος κύματος. Μου είπες ότι δεν καταλαβαίνω. Ότι μιλάω με την άνεση του σχολιαστή των ειδήσεων. Αν κατέβαινα κι εγώ στον δρόμο, θα έβλεπα αφενός τη χρησιμότητα των κινητοποιήσεων, αφετέρου τη δυνατότητα να αποφευχθούν τα έκτροπα. Αλλά εγώ, με κατηγόρησες, καθόμουν στο σπιτάκι μου κι έκανα κριτική.
Δεν είχες προλάβει τίποτα. Όταν είχε πέσει το Τείχος του Βερολίνου, ήσουν δεκαπέντε ετών. Αποκλείεται να αντιλήφθηκες το συμβάν με τον τρόπο κάποιου που είχε ζήσει τον Ψυχρό Πόλεμο. Θα σου είχαν εξηγήσει ασφαλώς περί τίνος επρόκειτο, αλλά για σένα θα ήταν κάτι τόσο μακρινό όσο και η βόμβα στη Χιροσίμα. Παρ’ όλα αυτά, όταν σε γνώρισα εγώ, έτρεχες ανενδοίαστα στις διαδηλώσεις, και έκανες ό,τι άλλο έκανες, επειδή σε συγκινούσε η τιποτένια ιστορία της εποχής σου, και γι’ αυτό ήσουν, δηλαδή εγώ σε έβρισκα, αξιοπρόσεκτη. Έκανα την παραχώρηση να μη σημειώσω καν το γεγονός ότι δεν έβλεπες την ανθρώπινη διάσταση του Κλίντον κι ότι, αντιμέτωπη με την επιμονή μου, είπες κάποια στιγμή: «Μα με κοροϊδεύεις; Είναι δυνατόν να τον δω με άλλο μάτι επειδή ένα γκομενάκι τού έπαιρνε πίπα στο Οβάλ Γραφείο;».
Δεν επέμεινα, όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο επειδή δεν είχα τη διάθεση να αποκαλυφθώ περισσότερο σε μιαν άγνωστη. Εδώ που τα λέμε, όσο περνούσε η ώρα τόσο εδραιωνόταν μέσα μου η βεβαιότητα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα. Σε συνόδευα μόνο και μόνο για να κλείσω το επεισόδιο με τον πρέποντα τρόπο. Ύστερα απ’ όσα είχα κάνει για σένα, δεν γινόταν να σε παρατήσω. Κι όμως, δεν ξέρω αν το είχα καταλάβει τότε, αλλά τώρα το παρατηρώ: βρισκόμουν ήδη σε ένα μεταίχμιο, είχα προχωρήσει πέρα από το σημείο μιας οποιασδήποτε τυχαίας συνομιλίας με μια άγνωστη στην ουρά του σούπερ μάρκετ, σε μια δημόσια υπηρεσία, μέσα σε ένα ταξί. Η εικόνα σου δεν ήταν ακόμη σαφής, αλλά κάτι από εσένα εντυπωνόταν στο μυαλό μου. Ακόμα κι η ασάφεια που σε περιέβαλλε έκανε πιο έντονη την εντύπωση, καθώς άφηνε πολύ χώρο για να δράσει η φαντασία μου. Το μόνο που έβλεπα καθαρά ήταν μια κοπέλα, σχεδόν κορίτσι σε σύγκριση μ’ εμένα κι όλους όσους ήξερα καλά, που είχε αντοχή αθλήτριας στίβου. Συνέχιζες την εξαντλητική πορεία ανηφορίζοντας έναν ακόμη στενό δρόμο, παρότι είχες δύο ράμματα στο κεφάλι και ελαφρά διάσειση, τη στιγμή που εγώ ευχόμουν να βρούμε ένα ταξί – άλλωστε θα έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι μου με κάποιο μέσο. Επαναλάμβανα στον εαυτό μου ότι ήσουν ένα πρόβλημα που είχα επωμιστεί από βλακεία, και ότι έπρεπε να σιγουρευτώ ότι δεν θα το ξαναβρώ μπροστά μου.
Προχωρούσαμε σταθερά στα ενδότερα μιας συνοικίας που μου ήταν εντελώς άγνωστη, με στενούς και μάλλον σκοτεινούς δρόμους, αυτοκίνητα ασφυκτικά παρκαρισμένα το ένα κοντά στο άλλο. Μυρωδιές με βομβάρδιζαν από παντού. Κυρίως ήταν οι ξέχειλοι τέτοια ώρα κάδοι των σκουπιδιών. Άλλοτε ένα βουλωμένο φρεάτιο υπονόμου, ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που ίσως το είχαν καταλάβει οι γάτες κι ανέδινε τη χαρακτηριστική οσμή ούρων. Άλλοτε ήταν υγρασία που ανέβαινε από τα υπόγεια, κι ήταν απίστευτο πόσο πολλά και βαθιά υπόγεια φαινόταν να διαθέτει η περιοχή σου. Οι μυρωδιές των φαγητών δεν ήταν πιο ευχάριστες. Βαριές μυρωδιές με μπόλικο κρεμμύδι. Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα ήσουν σαν λουλούδι που φυτρώνει στις λάσπες. Χρησιμοποιώ μια πασίγνωστη παρομοίωση, γιατί αδυνατώ να βρω καμία καλύτερη πια, ούτε θέλω να σκεφτώ κάποια άλλη αντίστοιχη εικόνα, ένα πεινασμένο γατάκι στη βροχή, ας πούμε. Ναι, με το λουλούδι και τη λάσπη είμαστε σε ασφαλές έδαφος. Ίσως δεν έχεις ξεχάσει ότι εξακολουθούσα να σε ρωτάω κάθε τόσο αν αισθάνεσαι καλά. Μετά την ταλαιπωρία που είχες περάσει, η πεζοπορία αποκλείεται να σου έκανε καλό. Μου απάντησες ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχώ για εσένα. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ακούω στον απόηχο της φωνής σου όσα δεν είπες, αν και σίγουρα τα είχες στο μυαλό σου. Αυτά που θα έπρεπε να είχα ακούσει, αν όχι τότε, τουλάχιστον αργότερα. Σίγουρα είχες επιζήσει από πολύ χειρότερα.
Ξαφνικά εμφανίστηκε επιτέλους μπροστά μας ένα ταξί. Με μεγάλη ανακούφιση σήκωσα το χέρι μου χωρίς να σε ρωτήσω, και η ανακούφιση έγινε βαθιά αγαλλίαση όταν το ταξί σταμάτησε, αν και είχε κατεβασμένη σημαία. Είπες ευχαριστώ για όλα, θα φρόντιζες τις επόμενες μέρες να μου επιστρέψεις τα οφειλόμενα, είπα ότι θα έρθω κι εγώ μαζί σου, για να συνεχίσω έπειτα με το ταξί για το σπίτι μου. Είχα εν τω μεταξύ ανοίξει την πόρτα, και ο οδηγός ρώτησε πού πηγαίναμε.
«Δοϊράνης» είπες βιαστικά.
«Και μετά Πλάκα» πρόσθεσα.
«Δεν πάω Πλάκα» δήλωσε ο ταρίφας. Ήταν οπωσδήποτε ο άρχοντας του παιχνιδιού. Διέθετε μια εξουσία, για μένα πιο μισητή ακόμη και από των ΜΑΤ. Δεν πήγαινε Πλάκα. Δεν πήγαινε κέντρο τέτοια νύχτα, τελεία και παύλα. Ή ίσως απλώς τέλειωνε η βάρδια του. Φυσικά δεν μπορούσα να διαπληκτιστώ μαζί του, αφού είχε κατεβασμένη τη σημαία.
«Λυπάμαι» μου είπες, και μπήκες στο ταξί με ένα χαμόγελο που μαρτυρούσε κάποια ανακούφιση, νομίζω.