prodimosieysi gounaropoulou

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Αντωνίας Γουναροπούλου «Οδός Μακεδονομάχων», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Petites Maisons.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η Σωλήνα του Θανάτου

Εκείνο το προχωρημένο καλοκαιρινό απόγευμα όλα έγιναν για λίγη ώρα πολύ σημαντικά. Τα λεπτά χείλη του Κωστή κι οι γωνιώδεις του αγκώνες και τα στακάτα γόνατα, κι ο αδερφός της που τραβώντας για τη Σωλήνα του Θανάτου πάταγε τις ξερές πέτρες σίγουρος κι ανέμελος σαν Κωστής, κι εκείνη που τελικά την είχαν πάρει μαζί κι ακολουθούσε, λίγο με την ευγνωμοσύνη του σκύλου.

Ήταν πολύ κρίσιμο όταν ξέσπασε σαματάς στο κοτέτσι της κυρα-Ντόλης την ώρα που περνούσαν κάτω απ’ τη μάντρα της, και που εκείνη αμέσως βγήκε στο πίσω μπαλκόνι φωνάζοντας «Εεεε! Ξξξξ! Ουστ, μωρή! Ξξξξξ!». Το βλέμμα της μια στιγμή να ’παιρνε απ’ ανάμεσα στα πεύκα όπου τάχα κρυβόταν η αλεπού, κι αμέσως τα τρία παιδιά θα τράβαγαν την προσοχή της στο ρέμα. Θα τα χαιρέταγε δυνατά και θα τα ’πιανε στην κουβέντα και πάνε όλα – από δίπλα οι γονείς θ’ άκουγαν τη φωνή των παιδιών να καμπανίζει τέτοια ώρα στο ποταμάκι και θα φωνάζαν τα δικά τους ν’ ανέβουν πάνω και τον Κωστή να τρέξει στη μάνα του. Οπότε, με τα πρώτα ξαφνικά κακαρίσματα Κωστής, αδερφός και κορίτσι χαμήλωσαν και κωλοκάθισαν ενστικτωδώς, χέρια πόδια τρία κουβάρια με πλάτη γερτή και την κοιλιά κολλημένη στα μπούτια, και μόνο το κορίτσι είχε μια παλάμη στις πέτρες να κρατά ισορροπία. Σε δυο στιγμές η κυρα-Ντόλη είχε βροντήξει το τζάμι, ακουγόταν να βρίζει μέσ’ απ’ το σπίτι την αλεπού κι ο Κωστής είπε χαμηλόφωνα «Πάμε!». Ήταν σημαντικό να μη λοξοδρομήσουν τώρα αριστερά, στα μυστηριώδη ντουβάρια που φύτρωναν στα ξερόχορτα πέτρινα και διάσπαρτα, γιατί βράδιαζε και μόνο οι πέτρες στο ρέμα φαίνονταν ακόμη καθαρά – πάνω προς τη Μακεδονομάχων τα πεύκα σκοτείνιαζαν. Το κορίτσι δεν ήξερε πού ακριβώς ήταν η Σωλήνα του Θανάτου, ακολουθούσε σιωπηλά κι αποφασιστικά και με την περηφάνια να ’ναι επιτέλους φίλη του Κωστή κι ισότιμη αδερφή του αδερφού της.

Μόλις είδαν μπροστά τους το τσιμεντένιο γεφύρι, ο Κωστής που πήγαινε πρώτος άφησε τη μικρή κοίτη κι άρχισε ν’ ανεβαίνει ανάμεσα στα πεύκα προς τη Μακεδονομάχων. Έκανε λάθος το κορίτσι που δεν κοίταξε πιο ψηλά, παρά με τα μάτια μια στην πλάτη του αδερφού και μια στα πούσια κάτω απ’ τα παπούτσια της, ακολούθησε πάλι τα δυο μεγαλύτερα αγόρια. Και μόνο όταν, ξαφνιασμένη και με τη μύτη σχεδόν στο χώμα, συνειδητοποίησε ότι αν τράβαγε το δεξί πόδι και το ’φερνε μπροστά δεν είχε πού να το σφηνώσει, μόνο τότε σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε προς τα πάνω.

Και δεν είδε την πλάτη του αδερφού της. Είδε τον αδερφό της ολόκληρο, σχεδόν κάθετα μπροστά της, καρφιτσωμένο, θαρρείς, στην πλαγιά σε μια στάση παρόμοια με τη δική της. Μόνο που εκείνος ανέβαινε. Σπρώχνοντας χώμα και ξερές πευκοβελόνες στα μαλλιά και τη μούρη της.

Κοίταξε πίσω. Πολύ χαμηλά το ρέμα, δεν γινόταν να γυρίσει. Κοίταξε πάλι μπροστά της, τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν –ό,τι χειρότερο τέτοιες στιγμές– και τα μάτια της δάκρυσαν από αδυναμία. Πώς στο καλό θα κατάφερνε να κάνει ό,τι έκανε τώρα ο αδερφός της κι είχε ήδη μπορέσει ο Κωστής; Αυτοί εί- χαν κρατηθεί από θάμνους, είχαν μπήξει τα νύχια τους και τις μύτες των παπουτσιών τους στο τίποτα, είχαν αγκαλιάσει κορμούς, και τώρα –

Κοίταξε πάλι μπροστά της, τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν –ό,τι χειρότερο τέτοιες στιγμές– και τα μάτια της δάκρυσαν από αδυναμία. Πώς στο καλό θα κατάφερνε να κάνει ό,τι έκανε τώρα ο αδερφός της κι είχε ήδη μπορέσει ο Κωστής;

Η Σωλήνα του Θανάτου. Ο Κωστής είχε αρπάξει με τα χέρια μια λεπτή σκουριασμένη παλιοσωλήνα, που ’βγαινε κατευθείαν μέσα απ’ τη γη από ψηλά στον δρόμο κι ύστερα ελεύθερη στον αέρα χαμήλωνε προς το ποταμάκι. Κρατιόταν μόνο απ’ αυτό το πράγμα κι έσπρωχνε το χώμα με τα πόδια του ανεβαίνοντας σαν κατσίκι. Κι ο αδερφός της άπλωνε το χέρι του κι έπιανε κι αυτός την άκρη της. Τι στο καλό. Πώς θα έφτανε εκεί το κορίτσι; Κι αν ξεκολλούσε απ’ τη γη η σωλήνα;

Και τότε – ό,τι χειρότερο. Ακούστηκε το σφύριγμα του μπαμπά απ’ το μπαλκόνι τους. Αυτό το δυνατό, το κλέφτικο, που το ’κανε γυρνώντας κάπως τη γλώσσα και βάζοντας δυο δάχτυλα από κάτω. Σήμαινε: Τσακιστείτε και γυρίστε σπίτι όπου κι αν είσαστε, νυχτώνει.

«Έλα, τελείωνε, γαμώτο!» φώναξε από μπροστά ο αδερφός της γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι. «Θα μας μαλώσουν και θα φταις εσύ!»

Το κορίτσι κοίταξε αλλόφρον το χώμα μπροστά της να βρει κάπου να σφηνώσει το πόδι της. Γλιστερό χώμα μόνο, ούτε μια πέτρα. Σήκωσε το πόδι, παρ’ όλα αυτά, και παρακαλώντας να μη γλιστρήσει άρχισε να χτυπά το χώμα με τη μύτη του παπουτσιού μέχρι που έκανε μια μικρή γουβίτσα. Πίεσε το παπούτσι εκεί, έσπρωξε το σώμα της, πήγε να κρατηθεί πιο πάνω, αλλά τα χέρια της δεν βρίσκαν κράτημα. Και το πόδι άρχισε να γλιστράει.

«Δεν μπορώ…» μουρμούρισε απελπισμένη.
«Βλαμμένο!»
«Έλα, μικρή, μπορείς! Απ’ τους θάμνους!»

Ο Κωστής. Είχε ξαπλώσει στο τσιμεντένιο ρείθρο της Μακεδονομάχων, κοιτούσε ίσια το κορίτσι και της έδειχνε δεξιά της. Λίγο μακριά.

Λίγο ακόμα να έμενε ακίνητη όπως ήταν, θα έτρωγε γερή κουτρουβάλα ως το ρέμα. Ξανά το σφύριγμα. Πήρε βαθιά ανάσα, τεντώθηκε απότομα δεξιά και χούφτωσε τα ξερόχορτα απ’ τη ρίζα. Η μικρή γουβίτσα διαλύθηκε και το παπούτσι της γλίστρησε πίσω. Και με τα δύο πόδια τώρα γλιστρούσε, έσπρωχνε, γλιστρούσε, έσπρωχνε σαν παλαβή. Έσπρωξε ψηλά το δεξί ως τον θάμνο, στερέωσε το πέλμα στη ρίζα του, νιώθοντάς τον κι αυτόν να υποχωρεί απ’ το βάρος του κορμού της. Ένα κουβάρι είχε γίνει, γαντζωμένη με κάθε άκρο της όπου της είχε τύχει. Τα νύχια της μαύρα απ’ το χώμα έτσι όπως έσερνε την παλάμη κι έμπηγε τα δάχτυλα όπου να ’ναι. Σήκωσε τα βρεγμένα μάτια και κοίταξε τον Κωστή. Μόνο τον Κωστή. Την κοιτούσε ακόμα – λίγο σαν μεγάλος, λίγο σαν πειραχτήρι. Είχε κάτι πολύ γλυκό και πολύ κωλοπαιδίστικο η έκφρασή του, τα έντονα μήλα, τα λεπτά χείλη. Ο αδερφός της είχε τα αντίθετα χείλη – παχιά, σαν τα δικά της. Τώρα ο Κωστής έδειχνε αριστερά. Ο θάμνος θα ξεριζωνόταν από στιγμή σε στιγμή αν δεν έκανε την επόμενη κίνηση. Την έκανε. Σέρνοντας βίαια την παλάμη της πάνω στα πούσια που την τσιμπούσαν, τεντώθηκε κι αγκάλιασε με το ένα χέρι τον κορμό του πεύκου ακριβώς τη στιγμή που η φούντα των ξερόχορτων ισοπεδωνόταν από το βάρος της. Έβγαλε μια φωνή, κλότσησε, το χέρι της γδάρθηκε από μέσα πάνω στο πεύκο.

«Κρατήσου! Και τ’ άλλο χέρι!»

Αυτό έκανε. Η μύτη της τώρα πάνω στον κορμό, ανάπνεε γρήγορα και κοφτά την ξερή μυρωδιά του στεγνού ξύλου. Από τις ρωγμές του φλοιού η ανάσα της σήκωνε ελάχιστα συννεφάκια σκόνης που έμπαιναν στα ρουθούνια.

«Σου το ’πα να μη την πάρουμε! Να τώρα!»
«Σταμάτα ρε!»

petites maisons gounaropoulou odos makedonomachonΤο κορίτσι είδε με την άκρη του ματιού την ελεύθερη άκρη της σκουριασμένης σωλήνας δίπλα της. Δύσκολο. Σφύριγμα. Και κάτι άλλο. Η φωνή της μαμάς. Πρώτα το όνομα του αδερφού της, με τραβηγμένο το τελευταίο φωνήεν. Τώρα θα ’ρχόταν και το δικό της. Την είχαν άσχημα. Κι αυτή η σωλήνα δεν φαινόταν καθόλου σταθερή. Ένας κόμπος κλάμα στάθηκε στον λαιμό της.

Ρουθούνισε να φύγει η σκόνη και κοίταξε κάτω. Καλύτερα να κατρακυλούσε ως το ποταμάκι. Κι ό,τι γίνει.

Δεν πρόλαβε. Ένα κύμα από χώμα και πούσια και κομματάκια από φλοιό πεύκου ήρθε και την έλουσε κι ένιωσε κάποιον ν’ αρπάζει το ένα της χέρι και να την τραβάει προς τα πάνω.

Ο Κωστής. Κρατημένος από την παλιοσωλήνα είχε γλιστρήσει ως αυτήν. Ως αυτήν! Γι’ αυτήν!

Τον κοίταξε κατακόκκινη. Τώρα ήθελε όσο τίποτα να μην κατρακυλήσει προς τα κάτω και να τη σώσει ο Κωστής.

«Δεν μπορώ» είπε, κι η φωνή της έτρεμε. Τα λεπτά χείλη χαμογέλασαν.
«Κάνεις ό,τι σου λέω, εντάξει;» Ένευσε καταφατικά.

Ό,τι της λέει. Ναι, θα κάνει ό,τι της λέει ο Κωστής. Κι αυτός θα τη σώσει. Η κοιλιά της είχε γίνει κόμπος, τα παχιά της χείλη κολλημένα το ένα με το άλλο σούφρωναν κι έτρεμαν, αλλά όχι πια από δυστυχία. Της άρεσε. Πολύ. Η ένταση που γαργαλούσε την κοιλιά της τώρα δεν ήταν μόνο φόβος. Τώρα της άρεσε. Θα ’θελε να μείνει εδώ και να φοβάται όλο το βράδυ, κι αυτός όρθιος από πάνω της, κρατημένος σαν κατσικίσιος θεός απ’ τη σωλήνα, να τη σώζει. Ο Κωστής πίεσε την παλάμη της πάνω στη σωλήνα. Αδύνατα δάχτυλα, νευρικά, μέγκενη. Ύστερα άδραξε κι εκείνος γερά το σίδερο λίγο πιο πάνω απ’ αυτήν και της είπε:

«Κοίτα πώς κρατιέμαι. Με τα δυο χέρια. Θα κάνεις το ίδιο, κι εγώ θα είμαι πίσω σου. Κατάλαβες;»

Πάλι το σφύριγμα. Και το όνομά της.

«Τελείωνε, γαμώτο!» Ο αδερφός της. Από ψηλά, στη Μακεδονομάχων.

Κατάφερε να κρατηθεί με τα δυο χέρια απ’ τη σωλήνα, που την ένιωθε κάθε στιγμή έτοιμη να ξεκολλήσει απ’ το χώμα. Σηκώθηκε τρέμοντας στα δυο της πόδια κι έφτασε δίπλα του. Το δικό του μπλουζάκι είχε μείνει καθαρό. Αλλά ήταν ιδρωμένος. Με άνεση, σαν τίποτα να μην ήταν στ’ αλήθεια επικίνδυνο, σήκωσε πρώτα το ένα, μετά το άλλο χέρι και την άφησε να περάσει μπροστά. Ένιωσε το σηκωμένο μπράτσο του πάνω από τα μαλλιά της. Ντράπηκε ν’ ακούγεται η καρδιά της τόσο δυνατά.

Ανέβηκαν.

Μόλις σκαρφάλωσε το ρείθρο κι έσπρωξε το σώμα της στη Μακεδονομάχων, κοίταξε πίσω. Η σωλήνα ταλαντευόταν στον αέρα, σκουριασμένη, λεπτή, πάντα καρφωμένη όμως στο χώμα. Η κοίτη του ξεροπόταμου δεν φαινόταν πια μες στο σκοτάδι.

Σηκώθηκαν, τίναξαν τα χώματα από πάνω τους, ο Κωστής έριξε τα μάτια στις γρατζουνιές της, στο εσωτερικό του αγκώνα της. Ύστερα κόλλησε το δικό του χέρι στο πλευρό του, κι ο αγκώνας του, οστέινος, μυτερός, πεταγόταν λίγο προς τα έξω.

«Να περπατάς έτσι για να μην το δουν μέχρι να πας στο μπάνιο. Βάλε ένα μακρυμάνικο μετά».

Τα τρία παιδιά άρχισαν να κατεβαίνουν βιαστικά τη Μακεδονομάχων. Σιωπηλά, λαχανιάζοντας. Το κορίτσι σκούπισε κρυφά με την ανάστροφη της παλάμης δάκρυα και χώματα απ’ το πρόσωπό της. Λίγο πριν φτάσουν στης κυρίας Σπυριδούλας και στα σωριασμένα μαδέρια του κυρίου Μπάμπη απέναντι, ο αδερφός της γύρισε και είπε στον Κωστή:

«Γαμάτα ήτανε».
«Γαμάτα» – κι ο Κωστής. Κοίταξαν το κορίτσι.
«Έχεις γενναία αδερφή ρε» – ο Κωστής.
«Μην πεις τίποτα στους γονείς. Θα πεις ότι παίζαμε» – ο αδερφός.

Την κοίταζαν κι οι δυο και το κορίτσι –απίστευτο– δεν ένιωσε ίχνος αποδοκιμασίας στο βλέμμα του αδερφού της. Ήταν ευχαριστημένος. Ένιωθε κι αυτός πως ήταν οι τρεις τους.

Χαμογέλασε. Λίγο σαν σκύλος που μόλις τον παραχάιδεψαν. Κι άρχισαν όλοι μαζί να τρέχουν.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Η φωλιά» του Γιώργου Ψωμιάδη (προδημοσίευση)

«Η φωλιά» του Γιώργου Ψωμιάδη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το ομότιτλο διήγημα της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Ψωμιάδη «Η φωλιά», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 19 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ἡ φωλιὰ 

Τὸ φορτη...

«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι» της Μάρως Δούκα (προδημοσίευση)

«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι» της Μάρως Δούκα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι», το οποίο θα κυκλοφορήσει στα τέλη Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Πατάκη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Στον Ορέστη

Ολιγ...

«Καθ' ομολογίαν δολοφόνος» της Αμαλίας Κέντρου (προδημοσίευση)

«Καθ' ομολογίαν δολοφόνος» της Αμαλίας Κέντρου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Αμαλίας Κέντρου «Καθ' ομολογίαν δολοφόνος», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο αέρας τής χτύπησε το πρόσωπο και τη βοήθησε να συνέλθει...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου: Στον Κυριάκο Μαργαρίτη το βραβείο Μυθιστορήματος

Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου: Στον Κυριάκο Μαργαρίτη το βραβείο Μυθιστορήματος

Απονεμήθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου για εκδόσεις του 2024. Τα βιβλία που τιμήθηκαν στις κατηγορίες Ποίησης, Μυθιστορήματος, Διηγήματος, Δοκιμίου και Νέου Λογοτέχνη. Κεντρική εικόνα: Ο Κυριάκος Μαργαρίτης.

Επιμέλεια: Book Press

...
«Ανάμεσα σε τόσους δρόμους» του Πάμπλο Χοφρέ – Ένα μακρύ υπερποιητικό ταξίδι

«Ανάμεσα σε τόσους δρόμους» του Πάμπλο Χοφρέ – Ένα μακρύ υπερποιητικό ταξίδι

Για την ποιητική συλλογή του Χιλιανού Πάμπλο Χοφρέ (Pablo Jofré) «Ανάμεσα σε τόσους δρόμους – Συγκεντρωμένα ποιήματα 2009-2019 (δίγλωσση έκδοση, ελληνικά-ισπανικά)» (μτφρ. Μαρία Καραλή, Αλίκη Μανωλά, Ιφιγένεια Ντούμη, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Σαιξπηρικόν). Εικόνα: Εξώφυλλο της χιλιανής έκδο...

Κείμενα «με τη βοήθεια» Τεχνητής Νοημοσύνης: Πώς παράγονται και πώς ξεχωρίζουν – Κάποιες σκέψεις

Κείμενα «με τη βοήθεια» Τεχνητής Νοημοσύνης: Πώς παράγονται και πώς ξεχωρίζουν – Κάποιες σκέψεις

Πώς γράφει η Τεχνητή Νοημοσύνη; Πώς αναπαριστά την πραγματικότητα, και πώς, από «εργαλείο», καταλήγει να εργαλειοποιεί τον χρήστη της; Θα μπορούσε ποτέ ένα πρόγραμμα ΤΝ να γράψει όπως ο Φλομπέρ; Εικόνα: Από την ταινία «Her» (2013). 

Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός&nb...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Η φωλιά» του Γιώργου Ψωμιάδη (προδημοσίευση)

«Η φωλιά» του Γιώργου Ψωμιάδη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το ομότιτλο διήγημα της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Ψωμιάδη «Η φωλιά», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 19 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ἡ φωλιὰ 

Τὸ φορτη...

«Ο δρόμος προς τα αστέρια» της Ίνβιλ Χ. Ρισχέι (προδημοσίευση)

«Ο δρόμος προς τα αστέρια» της Ίνβιλ Χ. Ρισχέι (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ίνβιλ Χ. Ρισχέι [Ingvild H. Rishøi] «Ο δρόμος προς τα αστέρια» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 13 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...
«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι» της Μάρως Δούκα (προδημοσίευση)

«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι» της Μάρως Δούκα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι», το οποίο θα κυκλοφορήσει στα τέλη Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Πατάκη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Στον Ορέστη

Ολιγ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τι διαβάζουμε τώρα; 12 βιβλία σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας

Τι διαβάζουμε τώρα; 12 βιβλία σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας

Δώδεκα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που μόλις εκδόθηκαν. Τρία από αυτά είναι επανεκδόσεις.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Βασίλης Γκουρογιάννης, ...

Ημερολόγια καρκίνου, η γραφή που θεραπεύει: Λορντ και Νικολαΐδου, δύο γυναίκες, δύο καταγραφές της εμπειρίας με τη νόσο

Ημερολόγια καρκίνου, η γραφή που θεραπεύει: Λορντ και Νικολαΐδου, δύο γυναίκες, δύο καταγραφές της εμπειρίας με τη νόσο

Παράλληλη ανάγνωση των προσωπικών ημερολογίων, δύο συγγραφέων που νόσησαν με καρκίνο του μαστού. Πρόκειται για τα: «Ημερολόγια καρκίνου» (μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου, εκδ. Κείμενα) της Όντρι Λορντ και «Καλά και σήμερα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2015) της Σοφίας Νικολαΐδου.

Γράφει η Φανή Χατζή

...
Τι διαβάζουμε τώρα; 15 βιβλία από την πρώτη λογοτεχνική σοδειά του φθινοπώρου

Τι διαβάζουμε τώρα; 15 βιβλία από την πρώτη λογοτεχνική σοδειά του φθινοπώρου

Δεκαπέντε βιβλία μεταφρασμένες πεζογραφίας τα οποία εκδόθηκαν πρόσφατα προμηνύουν ένα συναρπαστικό αναγνωστικό χειμώνα.

Γράφει η Φανή Χατζή

Το φθινόπωρο εγκαινιάζει πάντα μια φρενήρη εκδοτική σεζόν που κλιμακώνεται λίγο πριν από τις γιορτές. Βουτώντας ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ