Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Έλενας Χουζούρη «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού – Μια παλιά ιστορία», το οποίο κυκλοφορεί στις 20 Μαΐου από τις εκδόσεις Πατάκη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ι – Όταν ένα πρωινό τηλεφώνημα....
Θα ’ταν λίγο μετά τις οχτώ όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Πολλές φορές, παρατεταμένα. Άπλωσε μισοκοιμισμένος το χέρι του προς το κομοδίνο. Ψαχούλεψε. Μία, δύο αβέβαιες κινήσεις, αράχνη που ψάχνει να στήσει τον ιστό της, στην τρίτη ή τέταρτη προσπάθεια τα κατάφερε. Στο σπηλαιώδες, αργόσυρτο «ναι» του –ποιος τολμάει να με ενοχλήσει πρωινιάτικα–, η φωνή από την άλλη μεριά δεν πτοήθηκε ούτε στο ελάχιστο. Έντονη, βιαστική, ορμητική, εισέβαλε στο τύμπανό του χωρίς να του αφήνει το παραμικρό περιθώριο αντίδρασης. Φωνή, ερώτηση: «Ο Δημήτρης Κ.;» Δεν πρόλαβε ούτε να το βεβαιώσει –«εγώ είμαι» ή κάτι από όλα αυτά που συμβαδίζουν με τους κανόνες τηλεφωνικής επικοινωνίας– και η φωνή επιτέθηκε και πάλι απτόητη, δεν είχε πειστεί, ήθελε και άλλα επιπλέον στοιχεία: «Ο δημοσιογράφος;» Αυτή τη φορά είχε πλέον και η δική του φωνή αρχίσει να απεγκλωβίζεται από την κατάσταση που του επέβαλε το άγριο, για τα δικά του μέτρα ζωής, ξύπνημα. Το «ναι» του ακούστηκε σχεδόν κανονικό, πασπαλισμένο ωστόσο με ενόχληση και περιέργεια μαζί, μα ποιος είναι επιτέλους αυτός και τι θέλει από τη ζωή μου; Το τι ήθελε από τη ζωή του το άκουσε αμέσως μετά αφού ο άλλος βεβαιώθηκε για την ταυτότητά του, σιγουρεύτηκε, τον εμπιστεύθηκε ίσως; Ότι ναι, ήταν όντως ο άνθρωπος που ζητούσε. Και ήταν αυτά τα λόγια που άκουσε ο, κατά δήλωσή του, δημοσιογράφος Δημήτρης Κ., εκείνο το πρωί της 30ής Οκτωβρίου 1989: «Έφαγαν σήμερα το πρωί τον Άτακτο. Οι μπάτσοι. Αν σας χρειαστούμε, βοηθήστε μας. Σας εκτιμούσε». Το απότομο κλικ όρμησε στα αυτιά του ακόμη πιο απειλητικό από την άγνωστη φωνή, τον ταρακούνησε, οι λέξεις μπερδεμένες, άτακτες κι αυτές, αλληλοσυγκρούονταν στην προσπάθειά τους να σχηματίσουν μια πρόταση, ένα νόημα: τι μου είπε τώρα αυτός;
«Έφαγαν σήμερα το πρωί τον Άτακτο. Οι μπάτσοι. Αν σας χρειαστούμε, βοηθήστε μας. Σας εκτιμούσε».
Για μια στιγμή απέμεινε με το ακουστικό στο χέρι να κοιτάζει με απλανές απορημένο βλέμμα τον πίνακα στον απέναντι τοίχο, που του είχε χαρίσει ο Χρόνης πριν από κάποια χρόνια, εκείνα τα ανέμελα χρόνια, τα γεμάτα δυσανάγνωστες, γι’ αυτό και γοητευτικές, αυταπάτες και ηφαιστειογενείς έρωτες στον Μόλυβο. Οι μαλακές γραμμές του πορτρέτου τού φάνηκαν σαν να σκλήραιναν σταδιακά και στη θέση τους να διαγράφεται, να επιβάλλεται ορθότερα, ένα σταράτο νεανικό πρόσωπο με μεγάλα μαύρα μάτια, σφιχτά χείλη, σμιχτά σκούρα φρύδια. Πυκνά μαλλιά έπεφταν στο πλατύ μέτωπο προσπαθώντας να μεταπείσουν εκείνο το βαρύ, σχεδόν οργισμένο βλέμμα, ότι ο κόσμος μπορεί ή δικαιούται να είναι πιο ανάλαφρος, με λιγότερο άχθος ή θυμό. Ο απόηχος της άγνωστης φωνής επιτέθηκε και πάλι στα αυτιά του Δημήτρη Κ.: «Τον έφαγαν... Σας εκτιμούσε». Πετάχτηκε τώρα σαν αυτόματο. Έδιωξε και το τελευταίο απομεινάρι ύπνου, έκλεισε το τηλέφωνο και έτρεξε στο μπάνιο. Μπήκε κάτω από το ντους, άφησε άφθονο νερό να κυλήσει στο πρόσωπο, στο σώμα του, ώσπου αισθάνθηκε τα μέλη του να έχουν εντελώς ξεμουδιάσει. Σκουπίστηκε με μια μαλακή χνουδωτή πετσέτα –δώρο στοργικό της Ρέας– και στη συνέχεια πλησίασε στο λαβομάνο να πλύνει τα δόντια του, το στόμα του, μήπως και αποθαρρυνθούν οι οσμές του ποτού και του τσιγάρου, χρόνια εγκαταστημένες στα σωθικά του. Πριν ανοίξει τη βρύση, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε ένα πρησμένο πρόσωπο. Διέκρινε τις ρυτίδες στο μέτωπο. Τις ελαφρές σακούλες κάτω από τα βαριά μισόκλειστα μάτια. Τις δύο λευκές τρίχες που σημάδευαν το σκούρο πυκνό μουστάκι του. «Μα γιατί δεν το κόβεις επιτέλους αυτό το μουστάκι;» τον είχε ρωτήσει τις προάλλες ένας Κώστας, «σαν παλιομοδίτης αριστεριστής είσαι». Του φάνηκε πολύ αστείος ο χαρακτηρισμός. Είχε χρόνια να τον ακούσει· από τότε που η κομματική ορθοδοξία τον κατηγορούσε για «τις αριστερίστικες αντιλήψεις του». Ξέπλυνε το στόμα του, έριξε πάλι άφθονο νερό στο πρόσωπό του, αισθάνθηκε καλύτερα.
«Μα γιατί δεν το κόβεις επιτέλους αυτό το μουστάκι;» τον είχε ρωτήσει τις προάλλες ένας Κώστας, «σαν παλιομοδίτης αριστεριστής είσαι»
Ο καθρέφτης τώρα του έστειλε ένα πιο ενθαρρυντικό μήνυμα. «Σε λίγους μήνες σαρανταρίζεις, μην το βάλεις κάτω, θυμήσου: κουφάλα νεκροθάφτη, δεν θα πεθάνουμε ποτέ!» Ο φόβος ενός ξαφνικού πρόωρου θανάτου, που πάντα λειτουργούσε μέσα του σαν ισχυρό διεγερτικό για ζωή, περισσότερη ζωή, για ένταση, υψηλότερης τάσης ένταση, έως την κόψη του ξυραφιού, επανήλθε τώρα σαν μια απτή πραγματικότητα και όχι σαν κατασκευασμένη ίσως φαντασίωση, ή όπως τραγουδούσε ο Ρότζερ Γουότερς και ο ίδιος σιγομουρμούριζε συχνά τελευταία:
And then one day you find ten years have got behind you.
The sun is the same in a relative way but you’re older
shorter of breath and one day closer to death.
* Η Έλενα Χουζούρη έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, δοκίμια και μελέτες, και μυθιστορήματα. Βιβλία της έχουν κυκλοφορήσει στα σερβικά, βουλγαρικά και τουρκικά. Ως κριτικός λογοτεχνίας έχει συνεργαστεί με την Καθημερινή (1995-2000), τη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας (2000-2009) και του ηλενκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Έχει εργαστεί σε εκδοτικούς οίκους (Ελληνικά Γράμματα, Λιβάνης, Πατάκης) ως σύμβουλος έκδοσης και υπεύθυνη σειρών. Είναι δημοσιογράφος του ημερήσιου, περιοδικού Τύπου και της τηλεόρασης. Μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ. της οποίας έχει χρηματίσει Αντιπρόεδρος (2009-2011) και Γενικός Γραμματέας (2011-2013).