Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων της Μαίρης Κόντζογλου «Ώρες κοινής ανησυχίας», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 13 Μαΐου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΧΑΡΩΠΑ ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙΑ
Βγαίνει αργά με χίλιες επιφυλάξεις στο μπαλκόνι αφού πρώτα αλλάξει παντόφλες. Παλιά συνήθεια από το χωριό. Τότε που η αυλή είχε λάσπες και δεν τις έμπαζες στο σπίτι.
Δεν την έκοψε ποτέ.
Λίγα βήματα, όλα υπολογισμένα στη ζωή της, και σταματάει στη μέση της βεράντας. Να μπορεί να δει αλλά να μην τη βλέπουν. Επίσης παλιά συνήθεια. Το ποιοι και από πού, το φαντάζεστε.
Κοιτάει, υπό γωνία, την απέναντι πολυκατοικία, το ρημάδι.
Όσα χρόνια γειτονεύουν, ποτέ δεν σκέφθηκε να ρίξει μια ματιά προς τα εκεί, δεν είναι πρέπον. Ανησυχεί για το τι θα σκεφθούν για την ίδια. Εννοείται πως δεν γνωρίζει ποιοι κάθονται εκεί, κατά συνέπεια δεν έχουν χαιρετηθεί ποτέ, ούτε καν με ένα κούνημα του κεφαλιού.
Όμως ούτε και οι απέναντι πήραν ποτέ σχετική πρωτοβουλία.
Ένας δρόμος τους χωρίζει, ένας φαρδύς βέβαια δρόμος, αλλά εκείνοι, ένθεν και ένθεν, τον έχουν κάνει να μοιάζει με άβυσσο.
Και δες τώρα πώς έφερε τα πράγματα η ζωή και η καραντίνα και λαχταράει να δει έναν άνθρωπο, να πει μια κουβέντα. Ποια; Η Δέσποινα, που σε όλη της τη ζωή σπάνια κοίταξε κάποιον κατάματα.
Τρίτος μήνας απομόνωσης και η ψυχή της ήρθε και μπούκωσε πια. Όχι πως υπήρξε ποτέ κοινωνική, μπααα. Δύσκολες οι σχέσεις, έγκαιρα της το είχαν επισημάνει οι γονείς της, ώστε να της καταστρέψουν οποιαδήποτε έμφυτη κοινωνικότητα. Αν υποθέσουμε πως την είχε. Δάσκαλος ο πατέρας της, διευθυντής στο σχολείο, και η μάνα κόρη της πιο πλούσιας οικογένειας. Μοναχοπαίδι η Δέσποινα, μετά από τρία παιδιά που είχαν γεννηθεί νεκρά, μονάκριβη κι όλοι είχαν πέσει πάνω της. Στα πούπουλα είχε μεγαλώσει. Αλλά με σίδερα στην ψυχή. Όχι, αυτό, ούτε τ’ άλλο, ούτε εκείνο είναι για σένα, εσύ είσαι η πρώτη του χωριού, κάτι ανώτερο θα ψάχνεις πάντα. Είτε φίλη, είτε άντρα.
Τέλος πάντων...
Ήρθε και μπούκωσε που λες, είναι διαφορετικό να σε υποχρεώνουν να μην ξεμυτίσεις, από το να επιλέγεις να είσαι μόνος. Και όταν μεγάλωσε το επέλεξε, εδώ και πολλά χρόνια, αφού κανείς δεν ήταν κατάλληλος και όσο έπρεπε καλός για την καταγωγή και τα πλούτη της, σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά που είχαν ορίσει οι δικοί της. Ούτε στο χωριό, ούτε στην κωμόπολη που πήγε γυμνάσιο, ούτε στην πρωτεύουσα που ήρθε να σπουδάσει και έκτοτε έμεινε.
Εκεί πια... Εδώ, δηλαδή. Εδώ, στη μεγάλη και άγνωστη πόλη, κι αν ήταν δύσκολο να καταλάβει ποιος ήταν κατάλληλος, ποιος θα μπορούσε να σταθεί στο δικό της ύψος. Τέλος πάντων, πέρασαν αυτά. Γέρασε. Στην ψυχή κυρίως.
Πάνε μέρες. Μετράει από μέσα της. Πενήντα και κάτι. Πενήντα δύο μέρες και δεν έχει μιλήσει με άνθρωπο, έστω στο τηλέφωνο. Κάτι ξαδέλφια και δυο απολιθωμένες συναδέλφισσες που κατά περίσταση εκτέλεσαν και χρέη φιλενάδων για να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη στην Τήνο και τον Άγιο στην Αίγινα, όλοι τους μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, χαμένοι στο κλεινόν άστυ και στην αρχή της δικής τους άνοιας. Με όλους αυτούς –το «όλους» με πολλή γενναιοδωρία χρησιμοποιημένο...– τα τελευταία χρόνια ανταλλάσσουν ευχές για «αίσιον το νέον έτος», ενίοτε και «Χριστός ανέστη», «Αληθώς ο Κύριος!» και εκεί τελειώνουν.
Ποιος ξέρει τι να κάνουν, είναι πρέπον να τους ενοχλήσει; Τα είχαν πει μια φορά τότε που είχε μετακομίσει στην πολυτελούς, να κανονίσουμε να έρθετε, τα είχαν πει και δυο, δεν βόλεψε, ξεχάστηκαν. Και όταν άρχισε η καραντίνα, τους έκανε όλους έναν τηλεφωνικό γύρο, έτσι, από ανωτερότητα, πωπω τι μας βρήκε, ο γενικός απόηχος, ύστερα λούφαξαν, βούλιαξε ο καθείς στη δική του κατάθλιψη.
Μετράει από μέσα της. Πενήντα και κάτι. Πενήντα δύο μέρες και δεν έχει μιλήσει με άνθρωπο, έστω στο τηλέφωνο. Κάτι ξαδέλφια και δυο απολιθωμένες συναδέλφισσες που κατά περίσταση εκτέλεσαν και χρέη φιλενάδων για να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη στην Τήνο και τον Άγιο στην Αίγινα, όλοι τους μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, χαμένοι στο κλεινόν άστυ και στην αρχή της δικής τους άνοιας.
Η μόνη που συνέχισε να της τηλεφωνεί ήταν η Αργυρώ, η θεολόγος, αλλά την ξέκοψε. Είχε σαλτάρει, όλο για σεξ της έλεγε, ποια; η Αργυρώ, συνάδελφος και φίλη της –κατά κάποιο τρόπο...– που χέρι αρσενικού δεν είχε ακουμπήσει τη σεπτή της σάρκα. Βρε τι παθαίνει ο άνθρωπος!
Τώρα πια, όταν βλέπει το νούμερο, δεν σηκώνει το τηλέφωνο. Τη βαριέται. Και κατά βάθος φοβάται... Η Αργυρώ είναι η ζωντανή –ακόμη– απόδειξη πως μπορεί κι αυτή να καταντήσει έτσι. Τι ντροπή!
Στέκεται στη μέση του μπαλκονιού, μόνη κι έρημη – αλλά δεν κάνει ούτε και στον εαυτό της να το ομολογεί, δεν θέλει να τη λυπούνται. Με το καλό μάτι, γιατί το άλλο έχει καταρράκτη και πώς να χειρουργηθεί τέτοιες εποχές – με το καλό μάτι σαρώνει το ρημάδι απέναντι. Ψυχή. Μα τι κάνουν όλοι μέσα στα σπίτια τους, αναρωτιέται και ύστερα αντιλαμβάνεται πως χαμηλά, στον δεύτερο όροφο της παλιάς οικοδομής, κάτι κινείται.
Πλησιάζει στην κουπαστή, στρέφει το καλό μάτι σαν περισκόπιο, πωπωπω, τι είναι να χάνεις το φως σου...
Ένα παιδάκι. Είναι ένα παιδάκι στο μπαλκόνι και μια ξαφνική τρεμούλα που ξεκινάει από την καρδιά απλώνεται σε όλο της το σώμα. Μαρμαρυγή; Λες να...
Τον έχει ξαναδεί. Το τελευταίο διάστημα, από τότε δηλαδή που άρχισε τις βόλτες στο μπαλκόνι – σκασμένη από το μέσα, όλο μέσα. Τον έχει ξαναδεί τον μικρό. Όπως και τους γονείς του. Δηλαδή, τώρα που το σκέφτεται, τον πατέρα... τέλος πάντων αυτόν που υπέθετε πως ήταν ο πατέρας του... εδώ που τα λέμε, έχει καιρό να τον πάρει το μάτι της. Ίσως και πριν από την καραντίνα. Ίσως...
Ακουμπάει στην κουπαστή για να σιγουρέψει πως δεν θα πέσει ξερή από την τρεμούλα. Μόλις συνέρχεται λίγο, αν και γνωρίζει πως δεν είναι πρέπον, χαζεύει το αγοράκι που κάνει ποδήλατο πάνω κάτω στο μπαλκονάκι μουγκρίζοντας σαν μοτοσικλέτα χωρίς εξάτμιση και, κάθε τόσο, ρίχνει το όχημα με δύναμη στα περβάζια. Μα τι κάνει μια σταλιά παιδί, πού τα ’μαθε αυτά τα κόλπα!
Το επόμενο λεπτό, ο πιτσιρικάς την αντιλαμβάνεται, σταματάει και τη χαζεύει. Ντροπιασμένη εκείνη τραβιέται μέσα, απαπα!, τι θα πει ο κόσμος!
«Καλέ, μην κρύβεσαι, σε είδα!» φωνάζει το παιδί κι αυτή νιώθει ξεμπροστιασμένη, είναι πρέπον να απαντήσει ή να μπει αμέσως στο σπίτι;
«Πώς σε λένε;» επιμένει, με όλο και πιο δυνατή φωνή.
Τιθασεύει βίαια τη χαρά που την πλημμυρίζει –ιδού! κάποιος ενδιαφέρεται για εκείνη, έστω ένα μικρό παιδί– και αμέσως αλλάζει διάθεση. Μπορεί να μην απευθύνεται σ’ αυτήν... Το καλό μάτι ερευνά τα υπόλοιπα μπαλκόνια να δει αν υπάρχει κάποιος. Όταν βεβαιώνεται πως το πεδίο είναι ελεύθερο, του χαμογελάει. Τόσο καιρό, τον μόνο άνθρωπο που αντικρίζει είναι η αφεντιά της στον καθρέφτη. Η αφεντιά της που, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν την έχει αγαπήσει πολύ.
Στο δεύτερο χαμόγελο η ψυχή της γεμίζει αγαλλίαση. Τι ωραίο πράγμα να μοιράζεις χαρά... Όμως, διά παν ενδεχόμενο και στην περίπτωση που κάποιος την παρακολουθεί πίσω από καμιά κουρτίνα, δεν δείχνει το μέγεθος της χαράς της. Δεν θέλει να τη λυπηθεί κάποιος γιατί ξελιγώνεται στα γέλια μόνο και μόνο που της απευθύνει τον λόγο ένα παιδί.
Ο μικρός επιμένει, ξαναρωτάει το όνομά της.
«Εμένα;» ρωτάει βουβά φέρνοντας το χέρι στο στήθος. Η καρδιά της χτυπάει άτακτα.
«Ναι, καλέ, εσένα! Πώς σε λένε; Εμένα Δημήτρηηηηηη! » ξεκινάει πάλι το λαρυγγικό μαρσάρισμα και πέφτει με φόρα στο ντουβαράκι.
«Ααααα...» τα χάνει η γυναίκα, ενώ αναρωτιέται πού να είναι η μάνα, ο πατέρας του, θα χτυπήσει ο μικρός, μη χειρότερα! «Δέσποινα...» συστήνεται μετά την άρση των αναστολών, αλλά όσο μπορεί πιο σιγανά.
«Πώώώώώς;», μισοσηκώνεται από το ποδήλατο στην προσπάθειά του να ακούσει, η αδύναμη, από τη συστολή, φωνή της δεν έχει φτάσει ως τ’ αυτάκια του.
Πού να είναι η μάνα του; Ο πατέρας, μια γιαγιά, κάποιος διάολε! Λες να την παρακολουθούν πίσω από την κουρτίνα –αμάν αυτή η κουρτίνα!– και μετά να την κατηγορήσουν πως προσπαθούσε να παρασύρει το παιδί;
Μα πώς στο καλό να το παρασύρει, από την απέναντι πολυκατοικία;
«Δέσποινααααα!» φωνάζει και αποφασίζει να μπει μέσα, εντάξει, αρκετά εκτέθηκε για σήμερα.
Το αγόρι όμως, που δεν θα ’ναι πάνω από πέντε, άντε έξι χρόνων, κάνει ενθουσιασμένο «yeeeeees!» με το αριστερό του χέρι, να, κάπως σαν να τραβάει μια χειρολαβή προς τα κάτω και μετά, με τα δυο μαζί, σηκώνει το ποδήλατο σε μια «σούζα». Όσο το επιτρέπουν τέλος πάντων οι βοηθητικές. Κι αν η Δέσποινα θυμάται καλά ότι τέτοιο κόλπο ονομάζεται έτσι. Για αδιευκρίνιστους μέχρι στιγμής λόγους, τον χειροκροτάει ενθουσιασμένη, βρε το άτιμο, το άτιμο!
«Τώρα πια δεν χειροκροτάμε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες από τα μπαλκόνια;» την ξαφνιάζει πάλι ο μικρός. «Ξέρεις γιατί;»
Γιατί άραγε... Πάντως η ίδια ποτέ δεν το έκανε, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, θεατρίνοι ή τραγουδίστριες είναι οι γιατροί για να τους χειροκροτείς; Δώσε τους καλύτερες συνθήκες δουλειάς, αν θέλεις να τους επιβραβεύσεις. Ένα bonus, όπως λένε.
«Δεν ξέρω, καλό μου... Ρώτα τον μπαμπά...»
Το παιδί δίνει ακόμα μια στο ντουβαράκι και με σκυμμένο κεφάλι φωνάζει πως ο μπαμπάς του έφυγε, ούτε του τηλεφωνεί πια. Και δώσ’ του πάλι συγκρούσεις με τον τοίχο.
Καταπίνει τη γλώσσα της. Τι να πει... Βρε πού έμπλεξε! Σωστά λοιπόν είχε υποθέσει πως ο πατέρας έλειπε. Για δουλειές άραγε; Αλλά... Αν ήταν κάπου αλλού... γιατί να μην τηλεφωνεί;
«Στην Ιταλία τραγουδούν στα μπαλκόνιαααααα» φωνάζει πάλι ο μικρός και διακόπτει τη σκέψη της. Ύστερα κάνει πετάλι σαν τρελός και συγκρούεται με τον τοίχο της αντίθετης πλευράς.
«Μη, θα χτυπήσεις!» της ξεφεύγει. «Ναι, το είδα στην τηλεόραση...», δεν είναι δική της δουλειά τι κάνει το ξένο παιδί, ας βγει κάποιος να το μαζέψει, επιτέλους!
Κάνει άλλη μία σούζα και κρατώντας το ποδήλατο στηριγμένο στις δυο πίσω ρόδες «Θέλεις να τραγουδήσουμε μαζί;»
Δεν... Κουνάει το κεφάλι της. Δεν... Αυτή...
«Σε παρακαλώ... Έλα να τραγουδήσουμε. Φοβάμαι!»
Βλέπει, όσο μπορεί δηλαδή να διακρίνει, την αγωνία στο προσωπάκι του. Τι να φοβάται μωρό παιδί, τι ιδέα έχει από αυτό που συμβαίνει; Τον παρακολουθεί που κατεβαίνει από το τρίκυκλο και κρεμιέται στα κάγκελα.
«Θέλω να τραγουδήσουμε μαζί, σου είπα!» ουρλιάζει τώρα. «Φοβάμαι!»
Μα πώς... Αυτή ποτέ... Και να τραγουδήσει στο μπαλκόνι;
«Πού είναι η μαμά σου, βρε παιδί μου!» εξανίσταται, κοίτα να δεις που θα βρει και τον μπελά της, άσε που κινδυνεύει ο... Πώς είπε ότι τον λένε; Δημήτρης, ναι. «Δημήτρη, πού είναι, αγόρι μου, η μαμά σου; Φώναξέ την γρήγορα!» και, πριν του γυρίσει την πλάτη γιατί τώρα δα θα μπει μέσα, τελείωσαν τα ψέματα, δεν βγάζεις άκρη να συνδιαλέγεσαι με ένα παιδί αφύλαχτο... Πριν του γυρίσει την πλάτη για τα καλά, τον βλέπει να χτυπάει το κεφάλι του στα σαπισμένα κάγκελα.
«Θέλω να τραγουδήσω, σου λένε! Να τραγουδήσω γιατί φοβάμαι... Η τηλεόραση παίζει συνέχεια για αυτόν τον κο... κορο... καροτογιό! Και η μαμά...»
Βλέπει, όσο μπορεί δηλαδή να διακρίνει, την αγωνία στο προσωπάκι του. Τι να φοβάται μωρό παιδί, τι ιδέα έχει από αυτό που συμβαίνει; Τον παρακολουθεί που κατεβαίνει από το τρίκυκλο και κρεμιέται στα κάγκελα.
Ξαναγυρίζει.
«Μα πού είναι η μαμά σου, επιτέλους! Δεν μπορεί να είσαι μόνος».
Το παιδί καβαλάει πάλι το ποδήλατο και πέφτει με φόρα στο περβάζι.
«Στην μπανιέρα...» ουρλιάζει. «Το νερό είναι κόκκινο...»
Η πίεσή της χτυπάει κόκκινο. Δηλαδή... Τώρα τι να...
Στο μεταξύ, μετά την τελευταία του δήλωση, σαν ζόμπι βγαίνουν από τις μπαλκονόπορτες τρεις τέσσερις άνθρωποι σε διάφορα μπαλκόνια. Έχουν ακούσει... Αλλά δεν αντιδρούν...
«Λοιπόν!» ουρλιάζει η Δέσποινα παριστάνοντας την ενθουσιασμένη. «Ένα – δυο – τρία! Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ...»
Το αγόρι αλλάζει αμέσως ύφος, ξεκαβαλικεύει, σπρώχνει το ποδήλατο μακριά του και αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια. Αυτή συνεχίζει το τραγούδι –ούτε περνάει ξανά από τον νου της πως δεν είναι πρέπον– ενώ ψηλαφά το ασύρματο τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι, πάντα το παίρνει μαζί της όταν βγαίνει στο μπαλκόνι μην τυχόν και της τηλεφωνήσει κάποιος. Λέμε τώρα...
«... χαρωπά τα δυο μου πόδια τα χτυπώ... Ναι; Ειδικό 166 Καραντίνας εκεί; Έχω να αναφέρω πως...»
«Μια και είμαι εγώ παιδί, ξέρω πάντα να γελώ, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ! Κλατς! Κλατς!»
* Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες σε τομείς που αντικείμενό τους έχουν την επικοινωνία (μάρκετινγκ, δημόσιες σχέσεις, οργάνωση εκδηλώσεων/συνεδρίων, εκδόσεις). Σήμερα εργάζεται ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας της εταιρείας "Εγνατία Οδός" Α.Ε. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.