
Προδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Γούτα «Η εγγύτητα των πραγμάτων», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νησίδες.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Αχ, Τζενάκι…
Για το Τζενάκι είμαι πάλι στημένος έξω από την καφετέρια «Νούφαρο». Καθιστός στη θέση του οδηγού φορώ μάσκα –κατεβασμένη ως το πιγούνι–, πίνω το καφεδάκι μου που αγόρασα από το απέναντι Coffee Island κι έχω στη διαπασών το «Εγώ, ο ξένος» του Στράτου. Βλέπω κλειδαμπαρωμένη την εξώπορτα της καφετέριας και ραγίζει το μέσα μου. Όμως εγώ βλέπω μέσα απ’ την τζαμαρία, τρυπά το βλέμμα το γυαλί και καρφώνεται στο poster του απέναντι τοίχου. Το Grand Canyon της Αμερικής σε όλο του το μεγαλείο! Κι ύστερα η ματιά μου κολλάει στο απέναντι μπαρ με τα μπουκάλια ουίσκι και τα ηδύποτα. Και φαντάζομαι το Τζενάκι. Να γυρίζει πέρα-δώθε σαν αερικό, να ετοιμάζει καφέδες και ποτά, να τα σερβίρει στους θαμώνες, να παίρνει κι άλλες παραγγελίες και, περιστρέφοντας τον άδειο δίσκο της ψηλά, στον αέρα, σαν θεϊκός ουράνιος δισκοβόλος που ανέβαλε εκτάκτως τη ρίψη του, να τον προσγειώνει στη μασχάλη της, και πάλι πίσω από το μπαρ για να ετοιμάσει αγόγγυστα τα καινούρια ποτά. Ποτέ μου δεν την έχω δει σ’ αυτήν την ιεροτελεστία του σερβιρίσματος, απλώς τη φαντάζομαι. Τη φαντάζομαι και αναστενάζω. Αχ, Τζενάκι…
Την πρωτογνώρισα στο δεύτερο έτος της Φαρμακευτικής, στη Σόφια. Είχα κατοχυρώσει τις απαραίτητες διδακτικές εξήντα μονάδες του πρώτου έτους σπουδών, το ίδιο κι εκείνη. Την κοιτούσα στις διδασκαλίες, στην αίθουσα φαγητού ή έξω, στην πόλη, στα καφέ και στα μαγαζιά πρόχειρου φαγητού, και μ’ έπιανε ένα αλλόκοτο τρέμουλο σε όλο μου το σώμα. Τι πεταλούδες και φτερουγίσματα και μαλακίες μού λέτε… Τρέμουλο κανονικό. Σπαρταρούσα σαν το ψάρι από τη λαχτάρα μου να την πλησιάσω και να της μιλήσω. Όμως δεν το τολμούσα, ένιωθα πως θα έχανα ή θα μπέρδευα τα λόγια μου και θα γινόμουν ρεζίλι. Έτσι, μόνο την κοιτούσα από μακριά και έλιωνα. Το τσουλούφι της που ανέμιζε ατίθασο, την περπατησιά της, το γέλιο της, το νάζι της, όλα τα ξεσήκωνα. Φωτογράφιζα, κάθε στιγμή, τα πάντα επάνω της. Τίποτα δεν άφηνε σκόρπιο ή αμοντάριστο η κάμερα της ψυχής μου. Τα πάντα όλα. Και τα βράδια, το φιλμ παιζόταν στις οθόνες του μυαλού μου ξανά και ξανά, με όλες τις λεπτομέρειες, και ριγούσα από συγκίνηση, πλάνταζα από την επιθυμία.
Εκείνη, τότε, έκανε παρέα με κάτι Έλληνες αλλά και Βούλγαρους φοιτητές. Μεγάλη παρέα, αγόρια κορίτσια. Εγώ με κάτι Έλληνες ξημεροβραδιαζόμασταν στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης ή στο διαμέρισμα που νοικιάζαμε. Το βρήκαμε φτηνό, πολύ κοντά στη Σχολή, ζάχαρη. Τρεις το νοικιάζαμε, και οι τρεις μας όλως τυχαίως από γειτονικούς νομούς της Βόρειας Ελλάδας. Χαρμάνηδες ερωτικά, λιγομίλητοι και ήσυχοι τύποι, ταίριασαν τα χνώτα μας. Κολλήσαμε, το τρίο Στούτζες. Ο Βλάσσης με τον Αντρέα είχαν εξαιρετική επίδοση στο λύκειο, εγώ ήμουν βαρύς με τα γράμματα από μικρός, «στόκο» με φώναζε ο φιλόλογός μου στο λύκειο. Όμως ο μπαμπάς έχει χρήμα, βάλαμε και κάποιο μέσο στις εισαγωγικές της Σχολής, ένα πασάλειμμα στη Βιολογία έκανα μονάχα και κάτι ιδιαίτερα αγγλικά με μια καθηγήτρια κατ’ οίκον – τη Χημεία, για να πω την αλήθεια, ούτε που την άνοιξα –, προκατέβαλε κι ο γέρος όλο το ποσό των διδάκτρων μια κι έξω – τριάντα χιλιάδες ευρώ για πενταετή φοίτηση στο ξένο πανεπιστήμιο – με πέρασαν, τι θα μ’ έκαναν; Τα δύο πρώτα χρόνια, κουτσά στραβά, τα κατάφερνα, με βοηθούσαν και οι συγκάτοικοι με τα sos, έπιανα αγκομαχώντας το όριο των εξήντα διδακτικών μονάδων ανά έτος στα μαθήματα. Μόλις, όμως, μπήκε το Τζενάκι στη ζωή μου –στο οπτικό μου πεδίο, καλύτερα– πάνε και τα μαθήματα και οι παρακολουθήσεις και οι διδακτικές μονάδες και τα sos, πάνε όλα. Η Τζένη και πάλι η Τζένη και μόνο η Τζένη…
Ο Βλάσσης με τον Αντρέα είχαν εξαιρετική επίδοση στο λύκειο, εγώ ήμουν βαρύς με τα γράμματα από μικρός, «στόκο» με φώναζε ο φιλόλογός μου στο λύκειο. Όμως ο μπαμπάς έχει χρήμα, βάλαμε και κάποιο μέσο στις εισαγωγικές της Σχολής, ένα πασάλειμμα στη Βιολογία έκανα μονάχα και κάτι ιδιαίτερα αγγλικά με μια καθηγήτρια κατ’ οίκον – τη Χημεία, για να πω την αλήθεια, ούτε που την άνοιξα –, προκατέβαλε κι ο γέρος όλο το ποσό των διδάκτρων μια κι έξω – τριάντα χιλιάδες ευρώ για πενταετή φοίτηση στο ξένο πανεπιστήμιο – με πέρασαν, τι θα μ’ έκαναν;
Της πρωτομίλησα στο Yalta Club, ένα Σαββατοκύριακο του Ιούνη, ύστερα από το τελευταίο μάθημα της εξεταστικής. Εγώ καθόμουν με τους συγκάτοικους λίγο παράμερα και έπινα το ποτό μου. Η Τζένη, όπως πάντα με μεγάλη παρέα. Ακτινοβολούσε στην ομήγυρή της, ήταν και πάλι το επίκεντρο σχολίων και συζητήσεων, η απόλυτη σταρ. Κάποια στιγμή το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό μου. Με είδε έτσι, σιωπηλό και απομονωμένο, και μου έγνεψε να πάω στην παρέα τους. Πώς να πήγαινα όμως, μονάχος; Και τους δύο συγκάτοικούς μου τι θα τους έκανα; Θα τους άφηνα κάγκελο να ξεροσταλιάζουν στη μοναξιά τους; Διαισθανόμενη τον δισταγμό μου φώναξε με περίσσιο κέφι:
–Φέρε και τους φίλους σου μαζί!
Κολλήσαμε στο τραπέζι τους. Θα ήμασταν όλοι μαζί περί τα δώδεκα άτομα. Ένα ζευγάρι Ρουμάνων, δυο-τρεις Βούλγαροι, η Τζένη και οι υπόλοιποι Έλληνες. Μια μικρή βαλκανική συντροφιά. Όλοι της Φαρμακευτικής, αλλά από διαφορετικά έτη σπουδών. Ένας Βούλγαρος μάς εξηγούσε με σπαστά αγγλικά την ιστορία του Yalta Club. Μας είπε πως είναι η παλιότερη ντίσκο στη Σόφια και ένα απ’ τα καλύτερα νυχτερινά κέντρα του κόσμου. Ακόμη και επί κομμουνισμού έπαιζε ηλεκτρονική μουσική με ξένους djs. Την κονσόλα της τίμησαν στο παρελθόν διάσημα ονόματα, όπως ο Victor Calderon, ο Rojer Sanchez και ο Timo Maas. Κι άλλοι, κι άλλοι… Η Τζένη, εντυπωσιασμένη, κρεμόταν από τα χείλη του Βούλγαρου συμφοιτητή μας και εγώ από την Τζένη. Νόμιζα πως ζούσα ένα όνειρο.
Γύρω στη μιάμιση, κι ενώ όλοι είχαν γλαρώσει, η Τζένη μού γνέφει με νόημα:
–Θέλεις να πάμε στην πίστα; Α, δεν ρώτησα το όνομά σου;
–Γεράσιμο με λένε, της είπα κάπως φοβισμένα.
–Άντε, Γεράσιμε, σήκω γιατί εδώ θα κοιμηθούμε…
Όταν ανεβήκαμε στην πίστα, άρχισε να παίζει στα ηχεία ένα τραγούδι των Talking Heads, πολύ ξεσηκωτικό. Η Τζένη χόρευε σαν ξεβιδωμένη. Προσπαθούσα με πολύ κόπο να ανταποκριθώ, συνοδεύοντάς την στον ξέφρενο χορό της. Μάλλον ήμουν αστείος και χόρευα άθλια, γιατί, όσο με έβλεπε, της ερχόταν να βάλει τα γέλια. Κουνούσα χέρια και πόδια σαν μαριονέτα με χαλασμένες κλωστές. Εντούτοις, το βράδυ, στο διαμέρισμα, ένιωθα σαν Θεός. Ο Βλάσσης και ο Αντρέας δεν έκρυψαν τον θαυμασμό τους στο πρόσωπό μου. Και να σκεφτείς πως εμένα τα λαϊκά μ’ άρεσαν περισσότερο, κι όχι αυτά τα θορυβώδη, τα ξένα. Τα λαϊκά νιώθω δικά μου κι αυτά ακούω από μικρός στο σπίτι.
Την άλλη μέρα την πλησίασα στην αίθουσα φαγητού. Παραδόξως ήταν μόνη της, είχε πάρει τον δίσκο της και καθόταν απόμερα σε ένα τραπεζάκι. Είχα μεθοδεύσει επί πολλή ώρα αυτή τη συνάντηση. Το είχα κανονίσει έτσι, ώστε να φανεί ως «τυχαία». Δηλαδή δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο, απλώς ευχήθηκα να έρθουν έτσι τα πράγματα. Και έτσι ήρθαν.
–Να καθίσω; τη ρώτησα δειλά.
–Και δεν κάθεσαι; μου πετά ανάλαφρα.
Μετά, τι έπαθα πάλι, μου δέθηκε η γλώσσα κόμπος. Την κοιτούσα αμίλητος κι έτρεμα σαν το ψάρι. Το διέκρινε αυτό κι άρχισε να γελάει. Όχι πνιχτά και από μέσα της, όπως το προηγούμενο βράδυ στην πίστα, αλλά αυτή τη φορά δυνατά. Δεν μ’ άρεσε καθόλου αυτό το πράγμα, δηλαδή ότι γελούσε μαζί μου. Όμως και που ήμουν δίπλα σ’ αυτό το πλάσμα, έστω και περιγέλαστος, το θεωρούσα επιτυχία πρώτου μεγέθους. Ανέλπιστο τρίποντο από την άλλη άκρη του γηπέδου. Τεφαρίκι.
–Θέλεις να πιούμε το απόγευμα καφέ στον πεζόδρομο; Στη Βίτοσα; τόλμησα να τη ρωτήσω.
Άρχισε τώρα να γελά πιο ηχηρά. Μας άκουσαν τα γύρω τραπέζια. Κάνα δυο κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μας και κοιτούσαν με περιέργεια. Τι κοιτούσαν; Κοκάλωσα. Ντράπηκα, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Οι επόμενες κουβέντες της με αποκάρδιωσαν εντελώς.
–Ε, μη γίνεσαι τώρα και stalker!*
Πρώτη φορά είχα ακούσει αυτή τη λέξη. Νόμισα πως, όπως ο φιλόλογος του λυκείου μας, με χαρακτήριζε κι εκείνη «στόκο». Όμως η Τζένη, πάλι με την αλάνθαστη διαίσθησή της, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους:
–Stalker, πώς το λέτε; Τοξικός. Ούτε αυτό ξέρεις τι σημαίνει; Δεν διάβασες για τα θεραπευτικά και τα τοξικά σκευάσματα του τρίτου εξαμήνου στη Φαρμακολογία;
Ούτε αυτό κατάλαβα τι ακριβώς σήμαινε, αλλά υπέθεσα πως είναι μάλλον κάτι κακό. Δεν είχα διαβάσει καθόλου καλά τη συγκεκριμένη ενότητα στη Φαρμακολογία. Χάρη σε κάτι σκονάκια του Βλάσση πέρασα το μάθημα.
Σηκώθηκα άπραγος από το τραπέζι μην αντέχοντας άλλη προσβολή της, κι εκείνη μου είπε:
–Σ’ έχω δει, τυχαία κάνα δυο φορές στην πλατεία του Πολυκάστρου, όταν πήγαινα, παλιά, με κάτι παιδιά. Από τη Νιγρίτα είμαι. Αν έρθεις καμιά φορά στα μέρη μου, θα σε κεράσω καφέ στο «Νούφαρο». Εκεί, πολλές φορές, τα καλοκαίρια, δουλεύω στο μπαρ…
Δεν την ξαναπλησίασα από τότε. Στο τρίτο έτος τραβιόταν με έναν νταγλαρά Βούλγαρο, πτυχιούχο της Σχολής, όλο γελάκια, χαδάκια και φιλάκια ήταν μαζί. Εγώ σκάλωσα στις διδακτικές μονάδες γιατί είχα γίνει η σκιά της. Όλη μέρα την παρακολουθούσα από απόσταση, δίχως ποτέ να φανερωθώ και να την πλησιάσω. Στις διδασκαλίες, στον πεζόδρομο, στα πάρτι της Παρασκευής, έξω από τις καφετέριες. Όταν ο γέρος πληροφορήθηκε από τη γραμματεία της Σχολής πως η χρονιά είχε χαθεί και όφειλα να την επαναλάβω, μου κόβει εκτός εαυτού την επιχορήγηση και, κακήν κακώς, με φέρνει πίσω, στο Πολύκαστρο. Αφού τέλειωσα με το στρατιωτικό μου, χώθηκα –με έχωσε ο γέρος δηλαδή– σε ένα γυράδικο της πόλης να χτυπώ τις τιμές των πακέτων και των σάντουιτς στην αριθμομηχανή. Ξεκούραστη δουλειά, χαλαρή –δεν λέω–, με κάνει κάποιες φορές να νιώθω άρχοντας. Δεν βαριέσαι…
Σκέφτομαι πως είτε τελείωσε το Τζενάκι τη σχολή είτε όχι, θα έχει φύγει λόγω της πανδημίας από τη Βουλγαρία και θα βρίσκεται στην πόλη της. Υποθέτω δηλαδή. Επίσης σκέφτομαι πως δεν θα μπορεί πια να βρίσκει τον Βούλγαρό της για να φιληθούν και ν’ αγκαλιστούν, αφού αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Δεν θα μπορεί επίσης να φιλά κανέναν, ακόμη, στο στόμα, αφού το απαγορεύουν αυτό οι λοιμωξιολόγοι. Παίρνω κουράγιο, ενθαρρύνομαι με τις παραπάνω σκέψεις.
Στα ρεπό μου και στις αργίες παίρνω τ’ αμάξι του γέρου και πετάγομαι μέχρι τη Νιγρίτα, μήπως συναντήσω το Τζενάκι και με κεράσει καφέ, όπως μου είχε τότε τάξει. Ποτέ μου μέχρι τώρα δεν την έχω συναντήσει, όμως πού θα πάει, κάποτε θα την πετύχω. Να με κορόιδεψε, τότε, δεν το κόβω. Τώρα με τον κορωνοϊό, που η καφετέρια είναι κλειστή λόγω των απαγορευτικών μέτρων, τη στήνω καμιά φορά μπροστά στην εξώπορτα του μαγαζιού και την περιμένω. Σκέφτομαι πως είτε τελείωσε το Τζενάκι τη σχολή είτε όχι, θα έχει φύγει λόγω της πανδημίας από τη Βουλγαρία και θα βρίσκεται στην πόλη της. Υποθέτω δηλαδή. Επίσης σκέφτομαι πως δεν θα μπορεί πια να βρίσκει τον Βούλγαρό της για να φιληθούν και ν’ αγκαλιστούν, αφού αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Δεν θα μπορεί επίσης να φιλά κανέναν, ακόμη, στο στόμα, αφού το απαγορεύουν αυτό οι λοιμωξιολόγοι. Παίρνω κουράγιο, ενθαρρύνομαι με τις παραπάνω σκέψεις.
Δύο του Απρίλη και στημένος έξω από το «Νούφαρο» την περιμένω. Και να μην έρθει ποτέ, μου φτάνει που είμαι εδώ και τη σκέφτομαι. Μου αρκεί να τη φαντάζομαι να σερβίρει ποτά και καφέδες πίσω από την τζαμαρία. Έχω, για παν ενδεχόμενο, τα τριακόσια ευρώ για το πρόστιμο που ίσως με κόψουν οι αστυνομικοί, έχω έγκριση με SMS για μετακίνηση σε ηλικιωμένο πρόσωπο, σηκώνω τη μάσκα, πίνω μια τζούρα καπουτσίνο με αφρόγαλα και περιμένω. Ο Στράτος στο σιντί τα δίνει όλα:
–Απόκληρος και πικραμένος · εγώ, ο ξένος!
Αχ, Τζενάκι…
* Stalker: ο άνθρωπος που παρακολουθεί σε υπερβολικό βαθμό και εμμονικά τη ζωή κάποιου άλλου ανθρώπου.