Προδημοσίευση δύο ιστοριών από τη συλλογή διηγημάτων του Κώστα Πούλου «Αμφίβια τέρατα – Ιστορίες στον δρόμο για τη λίμνη», που θα κυκλοφορήσει στις 10 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΣΕ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Μεγάλωσα με τη γιαγιά Κατερίνα. Γονείς δεν έχω. Σκοτώθηκαν στις 28 Ιούλη, τη μέρα των γενεθλίων μου. Από τότε δεν τα γιορτάζω. Τελευταία φορά φύσηξα τούρτα γενεθλίων εδώ, στο σπίτι της γιαγιάς, θυμάμαι. Εκείνο το βράδυ η γιαγιά επέμενε να μείνω μαζί της, «δεν τη χόρτασα καθόλου τη μικρή». Τα κεράκια ήταν εφτά, ό,τι είχα τελειώσει την πρώτη τάξη. Ο πατέρας, ως συνήθως, είχε πιει λίγο κρασάκι παραπάνω. «Ρινιώ, τι λες; Θες να μείνεις;» Μου είχαν δώσει το όνομά της, αλλά δεν με φώναζαν Κατερίνα. Ρινιώ. Είναι πιο μοντέρνο. Γύρω στα μεσάνυχτα γιαγιά και εγγονή τούς ξεπροβοδίσαμε ως την πόρτα του κήπου. Ακριβώς απέξω περίμενε το Φορντ, έτοιμο να τους σκοτώσει. Ήμασταν όλοι χαρούμενοι. Ο πατέρας μου γιατί είχε πιει, η μάνα γιατί πάντα έτσι ήταν, εγώ γιατί θα έμενα με τη γιαγιά και η γιαγιά με είχε δύο ολόκληρες μέρες μαζί της – για την ακρίβεια, ως την Κυριακή το βράδυ. Πού να φανταζόταν ότι θα με κρατούσε εννιά ολόκληρα χρόνια. Πλησιάζοντας ο πατέρας μου στο Φορντ, η γιαγιά τον είδε που παραπάταγε. Μόλις κατάλαβε ότι πήγαινε για τη θέση του οδηγού, του ’βαλε τις φωνές. «Καλά, καλά, μην κάνεις έτσι, θα οδηγήσει η κόρη σου σήμερα». Δεν ήταν κακή οδηγός η μαμά, αλλά τρία χιλιόμετρα πιο κάτω το Φορντ άλλαξε πορεία και καρφώθηκε κάτω από την παρατημένη καρότσα μιας νταλίκας. Πέθαναν και οι δύο ακαριαία. Η φωτογραφία του γάμου τους πήρε τη θέση της στο τζάκι, δίπλα στους άλλους πεθαμένους. Θείοι, θείες, παππούδες και γιαγιάδες, γαμπριάτικα κοστούμια και νυφικά στην επικράτεια του θανάτου. Έτσι που είχα το γραφείο μου δίπλα ακριβώς στο τζάκι, τους έκανα παρέα. Καμιά φορά μιλούσα μαζί τους. Τους άλλαζα θέση. Φωτογραφίες σε κορνιζούλες με στήριγμα, για να στέκονται όρθιες. Σύνολο εφτά. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μία άδεια, με ασημένιο πλαίσιο. Ρώτησα τη γιαγιά. Εκείνη με κοίταξε σοβαρή. «Σε αυτή την κορνίζα θα βάλεις εμένα όταν έρθει η ώρα» είπε.
Κάτω από τις φωτογραφίες, το τζάκι έκαιγε αμέριμνο. Δίπλα το κρεβατάκι που κοιμόμουν εγώ. Το κρεβατάκι έγινε κρεβάτι, το δημοτικό έγινε γυμνάσιο και μετά λύκειο. Στην αρχή με τη γιαγιά Κατερίνα όλα πήγαιναν καλά. Όταν δεν μοιρολογούσε, ήταν μια χαρά. «Αν είχα αφήσει τον πατέρα σου να οδηγήσει, μπορεί και να μη γινόταν» έλεγε. Την έτρωγαν οι τύψεις. Της τα ’λεγε καμιά φορά και η μαμά όσο ζούσε. Την έλεγε ανακατώστρα. «Τι ανακατεύεσαι συνέχεια, ρε μάνα;» της έλεγε. «Δεν είμαστε πια μικρά παιδιά». Και να τώρα. Αν δεν μιλούσε; Αν δεν έλεγε ποιος να οδηγήσει; Τι δουλειά είχε αυτή να πει ποιος θα οδηγήσει; Τι να πεις; Μπορεί και να ήταν γραφτό.
Στην πρώτη λυκείου άρχισαν οι τσακωμοί. Η γιαγιά Κατερίνα είχε αναλάβει την προστασία μου από το κακό που παραμόνευε παντού. Μου μιλούσε διαρκώς για την αμαρτία και για την Κόλαση. Μου έγραφε κομμάτια της Αγίας Γραφής σε χαρτάκια και τα έκρυβε μέσα στα βιβλία μου, να τα βλέπω στο σχολείο, όταν αυτή δεν θα ήταν εκεί για να με προστατέψει.
«Αν υπάρχει Κόλαση; Και το ρωτάς; Άκου, λέει, αν υπάρχει! Υπάρχει και παραϋπάρχει. Κι είναι εδώ, όχι αλλού. Κι ούτε θέλει πολύ ψάξιμο. Ο κόσμος είναι γεμάτος. Και η ζωή, τι είναι νομίζεις κι αυτή; Να σ’ το πω εγώ. Μια δυστυχία είναι, ένα μαρτύριο, αργό και βασανιστικό. Μάτια έχεις∙ άμα κοιτάξεις ένα γύρο, θα το δεις. Μόνο άμα είσαι στραβός δεν βλέπεις. Παράδεισος, δεν ξέρω. Θα υπάρχει κι αυτός, αλλά αλλού. Εγώ, μια φορά, αυτόν δεν τον είδα. Για να πω την αλήθεια, μια δυο φορές νόμισα πως τον είδα, αλλά στο τέλος... Κάλπικος, πώς το λένε».
Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι πέρασε με κόκκινο χωρίς δίπλωμα. Πώς έγινε, δεν μπορώ να το πω. Δεν πρόλαβα να δω. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έλυσα τα χέρια μου από τη μέση του και έτρεξα να πάω στο σπίτι. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί ποιος άκουγε τώρα τη γιαγιά.
Η Κόλαση υπήρχε πράγματι και είχε πολλά πρόσωπα. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν του Χρήστου. Ο Χρήστος είχε ένα κόκκινο μηχανάκι και δύο μάτια που, όταν με κοίταζαν, το μηχανάκι γινόταν πολύ πιο κόκκινο. Ένα απόγευμα ήταν γραφτό να ανέβω σε εκείνη την πίσω θέση, να πιαστώ από τη μέση του Χρήστου και να αφήσω τα μαλλιά μου να ανεμίζουν σαν τρελά στον αέρα, αντί να πάω στα αγγλικά για το τεστ, όπως ήταν το κανονικό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα το ψέμα της γιαγιάς. Παράδεισος υπήρχε και ήταν εδώ.
Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι πέρασε με κόκκινο χωρίς δίπλωμα. Πώς έγινε, δεν μπορώ να το πω. Δεν πρόλαβα να δω. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έλυσα τα χέρια μου από τη μέση του και έτρεξα να πάω στο σπίτι. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί ποιος άκουγε τώρα τη γιαγιά. Πέρασα την πόρτα της αυλής κι ύστερα της εισόδου χωρίς να τις ανοίξω. Στο τζάκι οι πεθαμένοι με κοιτούσαν με αυτό το κάπως ουδέτερο χαμόγελο, ανάμεσα στη λύπη και στη λήθη. Δοκίμασα κ εγώ το ίδιο, κι αμέσως μόλις το πέτυχα, έδωσα μια, και μπήκα στην άδεια κορνίζα που προοριζόταν για τη γιαγιά. Κοιτούσα προς το άδειο γραφείο, όπως οι άλλοι. Δεν φορούσα νυφικό. Μπλε φούστα, μπλε μπλουζάκι με το σήμα αριστερά: Δεύτερο Λύκειο Αγρινίου. Η γιαγιά Κατερίνα με ξεσκόνιζε κάθε μέρα κι ύστερα μου έδινε ένα φιλί, σαν αυτό στις εικόνες τις Κυριακές. Με κοίταζε με αυτό το βλέμμα, ότι και καλά εγώ σου τα ’λεγα αλλά εσύ δεν με άκουγες. Μοιρολογούσε ψιθυριστά, χωρίς δάκρυα. Και πού να τα βρει; Με τόσες φωτογραφίες πάνω στο τζάκι μπορεί και να στέρεψαν.
Μερικές φορές με κοιτάζει ανέκφραστη. Μου περνάει από το μυαλό ότι μπορεί και να με μαλώνει βουβά. Όχι που πέθανα, αλλά που της έκλεψα την κορνίζα. Τη δική της κορνίζα, αυτή με το ασημένιο πλαίσιο.
***
ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΑ
Τα πράγματα πήγαιναν απο το κακό στο χειρότερο. Εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός ή, το πολύ, των δύο χεριών, όλοι περπατούσαν σκυφτοί στον δρόμο. Τα καταστήματα έκλειναν το ένα μετά το άλλο, οι δρόμοι είχαν γεμίσει πεσμένες αφίσες και βρομιές από άστεγους και αδέσποτα. Τα αυτοκίνητα, όσα δεν ήταν παρκαρισμένα, κυκλοφορούσαν με ξεφτισμένα λάστιχα και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από αυτή τη λεπτή, αφρικανική σκόνη, που κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι να μοιάζουν με δίδυμα αδέρφια, ενώ συμβαίνει μάλλον το αντίθετο.
Το προηγούμενο διάστημα, τις μέρες και τους μήνες πριν από κείνη τη σκονισμένη μέρα, εμείς, δηλαδή εγώ και η γυναίκα μου η Λόρα, απολαμβάναμε τις καθημερινές μας βόλτες με τον Ζαχαρία, μία το πρωί και μία το απόγευμα. Ο Ζαχαρίας ήταν το κατοικίδιό μας. Και τι δεν κάναμε μαζί του. Τρέχαμε δίπλα στο ποτάμι, παίζαμε με το τόπι στο γρασίδι. Του Ζαχαρία του άρεσαν πολύ αυτές οι βόλτες, αν και τελευταία έδειχνε κουρασμένος και βαριεστημένος. Η Λόρα το απέδιδε στη μοναξιά, και κάθε τόσο με πίεζε να πάρουμε και ένα θηλυκό, αλλά εγώ αντιστεκόμουν. Ο Ζαχαρίας ήταν γενικά πολύ καλόβολος και σωστά εκπαιδευμένος. Παρόλο που είχε ένα πολύ παράξενο γάβγισμα, μπορούσε να στέκεται πάρα πολλή ώρα όρθιος στα πίσω του πόδια, καθόταν στο τραπέζι για φαγητό και κάθε μέρα –βρέξει χιονίσει– έφερνε την εφημερίδα από το περίπτερο. Τον είχαμε αρκετά ελεύθερο και ανεξάρτητο. Όποτε ήθελε ξεπόρτιζε. Μερικές φορές έλειπε όλη την ημέρα. Μακάρι να ήξερα πού γύριζε. Όπου και να πήγαινε πάντως, το βράδυ ήταν πίσω. Ένα βράδυ γύρισε με ένα θηλυκό. Την Ήρα. Στην αρχή, για να λέμε την αλήθεια, δεν μου άρεσε καθόλου αυτό. «Άσ’ το, καημένε, το ζωντανό». Η Λόρα. «Σάμπως δε θέλει κι αυτό λίγη παρέα; Θα σου άρεσε εσένα να έφευγα και να έμενες μοναχός σου;» Η αλήθεια είναι ότι σκέφτηκα λίγο την εκδοχή, αλλά μετά είπα όχι, δεν θα μου άρεσε. Η Ήρα πάντως είχε έρθει για να μείνει. Η κατάσταση στο σπίτι βελτιώθηκε αισθητά, παρόλο που εκείνη ήταν κάπως δύστροπη και δεν μας πολυσυμπαθούσε.
Ζέστη, βροχή, γέλια, καβγάδες, βόλτες στο ποτάμι, κι ύστερα πίσω στο σπίτι, ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα με τη σκόνη, που ο ήλιος και το φεγγάρι έμοιαζαν με δίδυμα αδέρφια, ενώ συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Η Ήρα χάθηκε. Έτσι ξαφνικά. Το πιο πιθανό, έφυγε τη νύχτα κρυφά. Ο Ζαχαρίας έδειχνε πολύ λιώμα. Τα μάτια του γυάλιζαν. Η Λόρα φοβήθηκε μήπως είχε αρπάξει καμιά λύσσα. Κατά τις τρεις το μεσημέρι τον είδαμε να πλησιάζει το αυτοκίνητο. Μας κοίταξε με το βλέμμα που λέει θέλω βόλτα. Ανησύχησα. Μπήκαμε με τη Λόρα στο πίσω κάθισμα. Ο Ζαχαρίας στο τιμόνι. Ήταν πραγματικά πολύ παράξενος. Σαν να μην ήταν αυτός, σαν να ήταν ένας άλλος. Η Λόρα μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Συμφώνησα. Πράγματι, το δέρμα του έβγαζε μια άσχημη μυρωδιά. Δύο ώρες αργότερα φτάσαμε σε ένα άγνωστο μέρος. Ήταν πάλι στην άκρη στο ποτάμι, αλλά όχι στο δικό μας. Βγήκαμε έξω και αρχίσαμε το γνωστό παιχνίδι με το τόπι. Ο Ζαχαρίας πετούσε το μπαλάκι όλο και πιο μακριά κι εμείς τρέχαμε ποιος θα το πρωτοπιάσει. Μετά την έκανε τη βλακεία: το πέταξε μέσα στο ποτάμι (γενικά ήταν άγαρμπος, αλλά εκείνη τη μέρα δεν ξέρω τι τον είχε πιάσει). Βουτήξαμε, η Λόρα κι εγώ, μέσα στο παγωμένο νερό. Το ρεύμα ήταν αρκετά δυνατό σε αυτό το σημείο. Τελικά η Λόρα το άρπαξε πρώτη. Βγήκαμε στην όχθη, τρία χιλιόμετρα πιο κάτω. Όταν γυρίσαμε, ο Ζαχαρίας έλειπε. «Χα, χα» είπα μέσα μου. «Νομίζει ότι μπορεί να το σκάσει».
Έχοντας στη μύτη μου τη μυρωδιά του, ακολούθησα τα ίχνη. Ο πονηρός, είχε πάει ακριβώς στο σημείο που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητό μας. Κοίταξα καλά καλά ένα γύρο. Ο Ζαχαρίας πουθενά. Μαζί του έλειπε και το αυτοκίνητο. Τιναχτήκαμε λίγο να φύγουν τα νερά. Στο μεταξύ, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Δεν ήθελα να τρομάξω τη Λόρα, όμως ήταν φανερό ότι τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Κοίταξα γύρω. Ποιος ξέρει ποιο παρατημένο προάστιο θα ήταν αυτό που θα περνούσαμε το βράδυ. Εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός ή, το πολύ, των δύο χεριών, όλοι περπατούσαν σκυφτοί στον δρόμο. Βρήκαμε ένα μέρος να περάσουμε τη νύχτα. Το πρωί η Λόρα είχε κάνει πέντε μικρά. Βγήκαν όλα με κλειστά μάτια, αλλά ήξεραν πολύ καλά να βρίσκουν το καθένα τη δική του θηλή. Η Λόρα με κοίταξε με αυτό το βλέμμα που είναι χαρούμενο και λυπημένο μαζί.
«Δε πας να ρίξεις μια ματιά, μπας και βρεις κανένα καινούργιο κατοικίδιο;»
«Είσαι τρελή;» της είπα. «Θα μας τα πάρουν και τα πέντε!»