
Προδημοσίευση αποσπάσματος από την εισαγωγή της μελέτης του Αχιλλέα Σύρμου «Επιζώντες τρίτοι – H λογοτεχνική μαρτυρία των διωκομένων στα στρατόπεδα–φυλακές της Κομμουνιστικής Αλβανίας, 1944 – 1991», η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Ο Χιουμ γράφει πως δεν υπάρχει κανένα είδος του λόγου που να είναι τόσο κοινό, τόσο χρήσιμο και τόσο απαραίτητο στην ανθρώπινη ζωή όσο εκείνο που προέρχεται από τη μαρτυρία των ανθρώπων και τις αναφορές των αυτοπτών μαρτύρων και των θεατών. Στο πνεύμα του φιλοσοφικού αξιώματος του Χιουμ, οι σύγχρονοι μελετητές που εμβαθύνουν στην ανάλυση της φύσης των κομμουνιστικών καθεστώτων και των κοινωνιών της Ανατολικής Ευρώπης, αναγνωρίζουν την ειδική σημασία που φέρει η εξέταση των μαρτυριών των διωκομένων των καθεστώτων αυτών. Σε σχέση με τις άλλες πηγές γνώσης και τεκμηρίωσης (αρχειακό υλικό, κρατικά έγγραφα, εφημερίδες, προπαγανδιστικά και καθεστωτικά έντυπα κ.τ.λ), πρωτίστως η λογοτεχνική μαρτυρία που παράχθηκε στο στρατόπεδο εγκλεισμού, το οποίο κατά τον Ούγγρο φιλόσοφο Gyorgy Lucacs αποτελεί ένα ακραίο σημείο στο οποίο κατέληγε το σύστημα, είναι εκείνη που τίθεται στο επίκεντρο της ιστορικής, κοινωνικής, φιλοσοφικής, οικονομικής και πολιτικής παρατήρησης κατά τα μετακομμουνιστικά χρόνια. Γιατί, ωστόσο, η λογοτεχνική μαρτυρία; Το ερώτημα θα επιχειρηθεί να απαντηθεί διεξοδικά κατά την παρούσα μελέτη, αλλά αφήνω εδώ να προοιωνιστεί μία άκρη του απαντητικού νήματος. Είναι ήδη γνωστή η πλατωνική νύξη, μέσω της αλληγορίας του σπηλαίου, περί της φύσης του ανθρώπου να αναζητά τη γνώση μέσω της αφήγησης. Στη Μεταμοντέρνα Κατάσταση, όπως επισημαίνεται από τον Jean Francois Lyotard, αυτή η αρχή παραμένει αναλλοίωτη: «Η γνώση θεμελιώνεται από την αφήγηση του μάρτυρά της». Το ερώτημα, όμως, μπορεί να αποκτήσει και τη διάσταση της αυτοαναφοράς στο ίδιο το λογοτεχνικό φαινόμενο. Ο Adorno είναι εκείνος που έχει εκφράσει, με εκκωφαντικό τρόπο, τον προβληματισμό του σχετικά με τον ρόλο της ποίησης μετά το Ολοκαύτωμα και τον βαθμό αλλοίωσης της ίδιας της ποιητικής τέχνης από το τραυματικό της περιεχόμενο. Ο Μπαχτίν, από την άλλη, δεν βλέπει κάποια μορφή απειλής για την «ατομικότητα» της λογοτεχνίας μέσα από τη ζωντανή αλληλεπίδρασή της με άλλα πεδία, όπως το ιστορικό, πολιτικοκοινωνικό κ.τ.λ., αλλά, στην πραγματικότητα, αυτή «η ατομικότητα μπορεί να αποκαλυφθεί και να προσδιοριστεί πλήρως μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία αλληλοεπίδρασης». Είναι προφανές ότι ο διάλογος μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον.
Αυτό που θα ήθελα να επισημάνω, σ’ αυτό το σημείο, είναι πως το είδος της μαρτυρίας που εξετάζω και ορίζω ως «μαρτυρία των διωκομένων της Κομμουνιστικής Αλβανίας» επεκτείνει και διαφωτίζει όψεις του διαλόγου πάνω στο λογοτεχνικό φαινόμενο και την αλληλοεπίδρασή του με τα άλλα πεδία στα οποία αναφέρεται ο Μπαχτίν. Επί της ουσίας, η μαρτυρία αυτή προέρχεται από μία σειρά λογοτεχνικών έργων των οποίων οι συγγραφείς διώχθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς των Ενβέρ Χότζα - Ραμίζ Αλία και εξέτισαν μακρόχρονες ποινές στις φυλακές και τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας μεταξύ των ετών 1944-1991. Συγκροτούν, έτσι, εκείνο το σώμα των συγγραφέων για τους οποίους ο Sartre υποστηρίζει ότι το πράττειν είναι αποκαλυπτικό για το είναι. Ανεξαρτήτως της χρονολογίας συγγραφής τους, κατά τη διάρκεια ή μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, οι μαρτυρίες αυτές εκδόθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στα πρώτα χρόνια της μετακομμουνιστικής περιόδου. Είναι, ωστόσο, ευρέως αποδεκτή η εκτίμηση ότι οι περισσότερες των μαρτυριών που συνεγράφησαν μέσα στα αλβανικά γκουλάγκ δεν κατάφεραν να σωθούν (είτε εξαιτίας της ανακάλυψής τους από τους σωφρονιστικούς μηχανισμούς του καθεστώτος είτε εξαιτίας της φυσικής τους φθοράς στις υπόγειες κρύπτες όπου ετάφησαν) και, έτσι, δεν κατέστη δυνατή η εκδοτική τους δημοσίευση και η ερευνητική τους αξιοποίηση. Σύμφωνα με τον Visar Zhiti, μαζί με την αποφυλάκιση των κατάδικων συγγραφέων αναμένονταν να έβγαιναν από τη φυλακή και τα γραπτά τους, για τα οποία κανείς δεν γνώριζε πού ήταν μέχρι τότε κρυμμένα· πολλές φορές τύχαινε να «αποφυλακιστούν» πριν από τον συγγραφέα τους, ακόμη και στην περίπτωση που ο συγγραφέας τους είχε εκτελεστεί ή πεθάνει στη φυλακή. Τις περισσότερες, όμως, φορές, αυτά τα γραπτά καταστράφηκαν ή έμειναν για πάντα χαμένα.
Σύμφωνα με τον Visar Zhiti, μαζί με την αποφυλάκιση των κατάδικων συγγραφέων αναμένονταν να έβγαιναν από τη φυλακή και τα γραπτά τους, για τα οποία κανείς δεν γνώριζε πού ήταν μέχρι τότε κρυμμένα· πολλές φορές τύχαινε να «αποφυλακιστούν» πριν από τον συγγραφέα τους, ακόμη και στην περίπτωση που ο συγγραφέας τους είχε εκτελεστεί ή πεθάνει στη φυλακή. Τις περισσότερες, όμως, φορές, αυτά τα γραπτά καταστράφηκαν ή έμειναν για πάντα χαμένα.
Στα έργα που εκδόθηκαν κατά τα μετακομμουνιστικά χρόνια ανασυντίθεται η τραυματική μνήμη της εμπειρίας της δίωξης και αναπαρίστανται πτυχές του ολοκληρωτισμού που διαμόρφωσαν αυτό που ο Maurice Halbwachs αποκαλεί «συλλογική μνήμη». Η παραπάνω διαπίστωση, μαζί με το γεγονός ότι τα έργα κοινωνούν της θεματοποίησης μίας σειράς κοινών τόπων (σκηνή σύλληψης, ανάκρισης, ζωής στο στρατόπεδο κ.τ.λ.), δικαιολογεί την ειδολογική σύνθεση ενός συγκεκριμένου corpus, το οποίο θα αποτελέσει τον κατεξοχήν γραμματειακό χώρο της έρευνάς μου. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί, ωστόσο, και η εντός του λογοτεχνικού corpus ύφανση περαίτερω κατηγοριοποιήσεων με πιο σημαντική τη διάκριση ανάμεσα στις τεκμηριωτικές αφηγήσεις (factographic narratives), κατ’ άλλους μη-μυθοπλαστικές (non fiction), και τις μυθοπλαστικές αφηγήσεις (fictional narratives). Αναγνωρίζω, εντούτοις, ως πολύ σημαντική την παρατήρηση της Leona Toker για την κατανόηση της διπλής λειτουργίας που αυτές οι δύο κατηγορίες αφήγησης επιτελούν: «Και οι δύο μπορούν νόμιμα να αναγνωστούν ως μαρτυρία και ως λογοτεχνικό έργο».
Οι συγκεκριμένες μαρτυρίες αναδεικνύουν την πολυσημία όλων εκείνων των θεμάτων που είχαν απαγορευθεί από τα κομμουνιστικά καθεστώτα και είχαν αναχθεί, σύμφωνα με τον Visar Zhiti, σε θέματα ταμπού, όπως η αφήγηση της μεγάλης δικτατορικής νύχτας μέσα στα αγκαθωτά συρματοπλέγματα, η κτηνωδία του ανθρώπου απέναντι στον συνάνθρωπο υπό το παράγγελμα της πάλης των τάξεων, η φονική δολιότητα του συστήματος εξουσίας, η καθεστωτική εξαπάτηση, τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις, η ολοκληρωτική καταστολή ακόμη και των πιο μικρών και ευγενών ελευθεριών, η αντίσταση κατά του Κακού, η καθημερινή αγωνία, ο αβάσταχτος αγώνας για να παραμείνεις άνθρωπος, η επιθυμία για ζωή, η μοναχική και άνιση μάχη ενάντια στον τρομακτικό τεχνοκρατισμό του εγκλήματος. Εν προκειμένω, επειδή, πέραν της τεκμηριωτικής, θα πρέπει να συνυπολογιστεί στον ίδιο βαθμό και η αισθητική πρόθεση του συγγραφέα, αναφέρω ενδεικτικά τρεις εκ των πιο σημαντικών εκπροσώπων της αλβανικής λογοτεχνίας των διωκομένων: τον Fatos Lubonja, τον Maks Velo και τον Visar Zhiti. Πρόκειται για συγγραφείς που εγγράφονται καταρχάς στην κατά Toker τεκμηριωτική αφήγηση και έχουν γνωρίσει τις περισσότερες μεταφράσεις στο εξωτερικό. Τα έργα τους, γειτνιάζοντας σε μεγάλο βαθμό με την ιστορική και ηθικο-πολιτική παρατήρηση, συγκροτούν μια τέτοια λογοτεχνία η οποία, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Cassirer για τον γερμανικό ρομαντισμό, εισδύει στο ίδιο το ιερό της φιλοσοφίας.
Πολλά από τα έργα που θα αναλυθούν εκτενώς στα κεφάλαια αυτής της μελέτης αποτελούν τις μόνες παρακαταθήκες παρουσίας των δημιουργών τους, πολλοί από τους οποίους, μετά την εκτέλεσή τους, ετάφησαν από τα όργανα της μυστικής αστυνομίας του δικτάτορα σε άγνωστες τοποθεσίες που ακόμη μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακαλυφθεί. Ας νοηθεί συνολικά αυτή η μελέτη ως μια διαφωτιστική και θεωρητική προέκταση του δικού τους λόγου.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, παραφράζοντας μια φράση του Jacques Derrida, ότι η αλβανική γλώσσα υπήρξε προνομιακός μάρτυρας ενός μη αναγώγιμου ολοκληρωτισμού που αφάνισε χιλιάδες υπάρξεις και οδήγησε άλλες εκατοντάδες χιλιάδες υπάρξεις σε μια ηθική, συναισθηματική και σωματική εκμηδένιση. Πολλοί από τους αυτόπτες μάρτυρες αυτής της εκμηδένισης θεώρησαν ότι διά της γραφής θα περιέσωζαν τις οδυνηρές μνήμες του προσωπικού αλλά και του συλλογικού κατατρεγμού.
Η παρούσα μελέτη ερευνά όψεις της πολυσημίας των λογοτεχνικών μαρτυριών που προέρχονται από διωκόμενους συγγραφείς στο δικτατορικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα και του διαδόχου του, Ραμίζ Αλία, κατά την περίοδο 1944-1991. Το βιβλίο ερευνά διεξοδικά την ειδολογική ανάδυση του όρου «λογοτεχνία των διωκομένων» της Κομμουνιστικής Αλβανίας, σημείο αναφοράς της οποίας αποτελούν οι αντίστοιχες σοβιετικές μυθοπλαστικές και μη μυθοπλαστικές αφηγήσεις των κατάδικων στα σταλινικά γκουλάγκ.
Η ερευνητική πορεία που ακολουθείται θέτει στο κέντρο των θεματικών της προθέσεων τη φύση και το βάθος της διαλεκτικής ανάμεσα στην ευρωπαϊκή στρατοπεδική λογοτεχνία και τις αντίστοιχες λογοτεχνικές μαρτυρίες όσων διώχθηκαν από το χοτζικό καθεστώς, καθώς επίσης την περιπέτεια της Γραφής υπό συνθήκες έσχατης καταπίεσης.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αχιλλέας Σύρμος (γενν. 1984) σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ευρωπαϊκή και Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Νεοελληνική Γλώσσα και Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου για τα σχολεία της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία και έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Ύστερα από ένα ταξίδι στην Karlstad (2016). Είναι διδάκτωρ Φιλολογίας με ειδίκευση στη λογοτεχνία του γκουλάγκ και σε ζητήματα κουλτούρας των χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Το 2022 κυκλοφόρησε το μη μυθοπλαστικό του μυθιστόρημα Ιστορίες από το Σπατς (Βραχείες Λίστες Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων). Κείμενα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα πολιτικά και λογοτεχνικά έντυπα, επιστημονικά περιοδικά και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες.