
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τσαρλς Μπουκόβσκι [Charles Bukowski] «Μερικές ακόμα σημειώσεις ενός πορνόγερου» (νέα μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς), που κυκλοφορεί στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τούσον, Αριζόνα, 29/06/1967
Κάθονται σ’ ένα επαρχιώτικο μαγαζί που φαλίρισε, κάθονται επιτέλους αφότου κυκλοφόρησε το Η τάξη και το χάος στου Χανς Ρέιτσελ του Χένρι Μίλερ, έργο ενός έτους, δουλεύοντάς το κομμάτι κομμάτι, μαγεία τη μαγεία, καθυστερώντας λόγω έλλειψης χρημάτων και λόγω μιας ετοιμοθάνατης, σαραβαλιασμένης τυπογραφικής πρέσας 8 x 12 Τσάντλερ και Πράις, πενήντα ή εξήντα χρόνων παλιά, η οποία τελικά διαλύθηκε μόλις τύπωσε την τελευταία σελίδα. Κάθονται για λίγο και προετοιμάζονται για την επόμενη κίνησή τους, με την ελπίδα πως θα υπάρξουν αρκετά χρήματα για μια επόμενη κίνηση, ο Τζον και η Λουίζ (η τσιγγάνα η Λου) Γουέμπ, οι οποίοι εξέδωσαν ως εκ θαύματος αυτό το τρίτο στη σειρά βιβλίο των εκδόσεων Loujon – οι οποίες έχουν ήδη κερδίσει βραβεία στον 13ο ετήσιο διαγωνισμό τυπογραφίας, τυπογραφικής επιμέλειας και καλλιτεχνίας στη Νέα Υόρκη.
Κάθονται τώρα εδώ πέρα πίσω από την εγκαταλειμμένη πρόσοψη ενός καταστήματος, ενός ετοιμόρροπου παλαιού σπιτιού –το ονομάζουν «εργαστήριο τυπογραφίας στην έρημο»–, και βρίσκονται λίγο πριν από την απόλυτη χρεοκοπία.
Βρισκόμαστε στην πόλη Τούσον και έχω έρθει εδώ για να πάρω συνέντευξη από τον Τζον Γουέμπ εν μέσω καύσωνα, και γνωρίζεις ότι η Τέχνη μπορεί να δημιουργηθεί οπουδήποτε: καταμεσής της καυτής κόλασης και των φαντασμάτων στις παλιές κονσέρβες με τα φασόλια.
...γνωρίζεις ότι η Τέχνη μπορεί να δημιουργηθεί οπουδήποτε: καταμεσής της καυτής κόλασης και των φαντασμάτων στις παλιές κονσέρβες με τα φασόλια.
Ξεκινώ τη συνέντευξη:
«Είστε και οι δύο σπουδαίοι εκδότες και παραγωγοί βιβλίων. Ο εκδοτικός οίκος Loujon στέκεται πολύ ψηλά μαζί με τους θεούς, με τα βιβλία σας και το περιοδικό Outsider. Το βιβλίο του Μίλερ που τυπώσατε είναι ίσως η πιο επαναστατική έκδοση των τελευταίων αιώνων. Το ερώτημά μου είναι: Πιστεύετε πως θα καταφέρετε να επιβιώσετε ή θα πέσουν οι τοίχοι και θα σας πλακώσουν;».
Τζον: «Θα επιβιώσουμε, αλλά οι τοίχοι κάποια στιγμή θα καταρρεύσουν, πάντα καταρρέουν, όπως έκαναν και στην περίπτωση του Άλαν Σουάλοου – αν και δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας τόσο σημαντικούς, απέχουμε πολύ απ’ αυτό».
Μπιουκ: «Εντάξει. Τέλος πάντων, πότε σας ήρθε η ιδέα να γίνετε τέτοιοι εκδότες;»
Τζον: «Παράτησα τη συγγραφή αφού πρώτα είχα δημοσιεύσει δύο ή τρία εκατομμύρια λέξεις, γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν θα κατάφερνα να γίνω πραγματικά καλός και δεν μπορούσα να βγάλω βιβλία δίχως να κάνω κάποιου είδους συμβιβασμούς. Φυσικά, αυτό θα μπορούσε να είναι μια ωραία δικαιολογία για την τεμπελιά ή την ανεπάρκεια – όμως είμαι πεπεισμένος ότι ήταν σωστή κίνηση να μεταπηδήσω από τη συγγραφή στις εκδόσεις. Πιστεύω πως είμαι καλύτερος ως εκδότης παρά ως συγγραφέας. Παρ’ όλα αυτά, αν συνεχίσω να γράφω, δεν πρόκειται παρά να οδηγηθώ στο τέλμα των εκλογικεύσεων».
Μπιουκ: «Μου ακούγεται δίκαιο. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο: Η βαθμιαία αύξηση των τιμών του χαρτιού, του μελανιού, της εκτύπωσης, των πάντων, από τα χάμπουργκερ μέχρι τους συνδετήρες χάρτου, κατά μία έννοια, έχει καταντήσει γελοιότητα. Πιστεύετε πως μετά την ολοκλήρωση μιας εργασίας η επόμενη θα είναι οικονομικά αδιανόητη;».
Τζον: «Όταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά, είχα πράγματι μεσάνυχτα, αλλά έμαθα να είμαι ένας τίμιος απατεώνας, δηλαδή προσπάθησα να ξεγελάσω τους άλλους επιχειρηματίες – εκείνους που με προμηθεύουν υλικά σε τόσο υψηλές τιμές. Πολύ απλά τους εξαπατώ πείθοντάς τους πως η πρώτη μου μικρή παραγγελία είναι για δειγματισμό, ότι πρόκειται για ένα μικρό μέρος μιας μεγάλης παραγγελίας, και έτσι καταφέρνω να κλείσω μια συμφέρουσα συμφωνία, πράγμα το οποίο στη γλώσσα των επιχειρήσεων σημαίνει μειωμένη τιμή. Με άλλα λόγια, τους κάνω να πιστεύουν πως θα χρειαστώ τεράστιες ποσότητες μέχρι να τους πείσω να συμφωνήσουν σε χαμηλές τιμές. Πρόκειται για μία ανέντιμη προσέγγιση, όμως το γεγονός ότι κανονικά θα έπρεπε να φοράω κολάρο και καθωσπρέπει γραβάτα για να τα φέρω βόλτα με κάνει να ξεχνάω τη βρόμικη φύση αυτής της δουλειάς».
Μπιουκ: «Συμφωνώ. Λοιπόν, όλη η δουλειά γίνεται από εσάς τους δυο. Μειώνοντας σημαντικά το προσωπικό σας κέρδος και με βάση τις ώρες εργασίας, πόσα χρήματα υπολογίζετε ότι βγάζετε ανά ώρα;».
Τζον: «Αν τελικά υπάρξει κέρδος –αν βγάλουμε ακόμα και μια δεκάρα πάνω από το κόστος, για μας είναι κέρδος– μέχρι στιγμής η αμοιβή που αντιστοιχεί σε τόσες ώρες δουλειάς δεν ξεπερνά τα οκτώ σεντ την ώρα».
Μπιουκ: «Αξίζει τον κόπο; Δεν θα ήταν προτιμότερο να μαζεύετε παντζάρια ή να πουλάτε σκούπες από πόρτα σε πόρτα; Και τι γίνεται με τις προσφορές στην τυπογραφική επιμέλεια και στο καλλιτεχνικό κομμάτι που σας κάνουν οι εκδότες της Νέας Υόρκης; Δεν έχετε κουραστεί να κάνετε τα πάντα με τον δύσκολο τρόπο;».
Τζον: «Όχι, είμαστε εθισμένοι σ’ αυτήν τη δουλειά, ακριβώς όπως όταν έγραφα. Είναι μια αγάπη που απλώς μετασχηματίστηκε, αυτό είναι όλο. Όπως όταν πεθαίνει αυτός που αγαπάς, έτσι πέθανε και η ιδέα της συγγραφής. Πολύ απλά μετέτρεψα την αγάπη της συγγραφής σε αγάπη για τις εκδόσεις. Θα μπορούσα να σου πω και άλλα επ’ αυτού, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι θα γινόμουν όλο και πιο αλλόκοτος. Γιατί ο λόγος για τον οποίο κάποιος από μας κάνει αυτήν τη δουλειά, που είναι σκέτη αυτοκτονία σε ό,τι αφορά το οικονομικό κομμάτι, δεν μπορεί να ερμηνευτεί λογικά δίχως κάποια δόση περηφάνιας – όπως όταν αποκαλεί κάποιος τον εαυτό του καλλιτέχνη. Πιστεύω ότι είμαστε καλλιτέχνες, αλλά οτιδήποτε άξιο λόγου καταφέρνουμε θα μπορούσε να είναι και εντελώς απροσχεδίαστο. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας».
Μπιουκ: «Εντάξει, πολύ ωραία. Τώρα όμως ας μιλήσουμε για τους “αγγέλους”. Πού βρίσκονται οι άγγελοι; Γνωρίζω ότι ΟΝΤΩΣ υπάρχουν. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας ποιητής στην Ευρώπη, εκπατρισμένος Αμερικανός, που δεν είναι και καμία εξαιρετική περίπτωση, ο οποίος δέχεται την οικονομική υποστήριξη ενός ζάμπλουτου που σπανίως του κάνει ερωτήσεις ή απαιτεί απ’ αυτόν οτιδήποτε, κι ας μην είναι πολύ καλός ποιητής. Ειλικρινά, πιστεύω πως σας αξίζει ένας άγγελος σαν αυτόν ή δυο τρεις ακόμα. Πιστεύετε ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί και ο δικός σας;».
Τζον: «Όλοι όσοι αγοράζουν τα βιβλία μας είναι άγγελοι. Για να πάμε όμως στην ουσία, στην πραγματικότητα τους αγγέλους πρέπει να ψάξεις να τους βρεις, κι εμείς δεν είχαμε ποτέ χρόνο να το κάνουμε αυτό. Στο τέλος θα βάλουμε μια καλή αγγελία για να βρούμε κανέναν. Έναν καλό άγγελο. Είχαμε πολλές προσφορές από κακούς αγγέλους, από εκείνους που θέλουν να σου κάνουν κουμάντο. Όπως εκείνη η πλούσια χήρα από τη Λουιζιάνα που έχει τέσσερις χιλιάδες άγονα στρέμματα, η αξία των οποίων ανεβαίνει διαρκώς λόγω των προτάσεων αγοράς που δέχεται από τους κατασκευαστές στον Νότο. Εκείνη προσφέρθηκε να μας δώσει σαράντα στρέμματα μαζί με μία αγροικία για να της τυπώσουμε μια άθλια ιστορία που είχε γράψει. Το βιβλίο είχε θέμα την ανακάλυψη μετά τον θάνατο του άντρα της πως εκείνος είχε κάποτε μια ερωμένη. Αυτό το βιβλίο ήταν ένα ατελείωτο λιβελογράφημα για τον μακαρίτη τον άντρα της, έχοντας βαλθεί να κάνει τα κόκαλά του να τρίζουν. Μας συγκίνησε, αλλά έπρεπε να απορρίψουμε την πρότασή της».
Μπιουκ: «Το βιβλίο του Μίλερ πουλάει;».
Τζον: «Γίνεται να μην πουλάει ένα βιβλίο του Μίλερ;».
Μπιουκ: «Εννοώ άμεσα. Πώς μπορούμε να ενημερώσουμε τον κόσμο, ώστε να αγοράζει αυτά τα βιβλία με το που θα τα βλέπει μπροστά του; Πώς γίνεται να ενημερώσουμε τους αναγνώστες ότι αυτά τα βιβλία θα είναι συλλεκτικά κομμάτια σε τέσσερα πέντε χρόνια από σήμερα και θα αξίζουν πέντε ή δέκα φορές πιο πάνω από τη σημερινή τιμή τους;».
Τζον: «Δεν μας ενδιαφέρει να πουλάμε σε τέτοιους αναγνώστες, σ’ αυτούς που πρέπει να γνωστοποιούμε ότι στο τέλος αυτά τα βιβλία θα είναι συλλεκτικά. Πολλοί απ’ αυτούς όμως αγοράζουν ούτως ή άλλως τα βιβλία μας και χωρίς να το γνωρίζουν είναι κάτι σαν άγγελοι για μας. Τους λατρεύουμε, μας βοηθούν να συνεχίσουμε τη δουλειά μας».
Μπιουκ: «Αυτό είναι αλήθεια. Γιατί όμως να έχουν αυτή τη μορφή τα βιβλία, που φωνάζουν από μακριά πως πρόκειται για συλλεκτικές εκδόσεις;».
Τζον: «Γιατί στην πραγματικότητα οι τρόποι παραγωγής ενός βιβλίου έχουν φτάσει σε αδιέξοδο, ειδικά στο επίπεδο της αισθητικής. Αυτό που αποζητάμε με τη δική μας ποικίλη αισθητική είναι να βγούμε απ’ αυτό το αδιέξοδο ή να το προσπεράσουμε. Εάν δεν τα καταφέρουμε, θα χάσουμε τη δουλειά μας, όπως ακριβώς συνέβη όταν έγραφα – και θα χρειαστεί να ασχοληθούμε με κάτι άλλο. Όπως, λόγου χάρη, συνέβη με τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Επιστρέφοντας όμως στο ζήτημα της αισθητικής, πιστεύω μαζί με τον ΜακΛούαν ότι το μέσο είναι το μήνυμα. Και πως έως τώρα ήμασταν τυχεροί που εκδώσαμε λογοτέχνες οι οποίοι μας επέτρεψαν να δημιουργήσουμε αυτά τα συγκεκριμένα βιβλία, με τη συγκεκριμένη μορφή. Μέχρι στιγμής, έτσι όπως φτιάξαμε τα βιβλία είμαστε ευχαριστημένοι όλοι μας».
Μπιουκ: « Έχει αλλάξει πολύ η τυπογραφία; Πώς επιλέγεις τα τυπογραφικά στοιχεία;».
Τζον: «Με το μάτι. Όσο παρατηρείς τις εκτυπώσεις, τις γραμματοσειρές και όλα τα συναφή τόσο καταλαβαίνεις τι ακριβώς ζητάς, και έπειτα από εβδομάδες μελέτης καταλήγεις να επιλέξεις μια συγκεκριμένη γραμματοσειρά, επικοινωνείς με κάποια μακρινή χώρα και σου απαντούν ότι η εν λόγω γραμματοσειρά έχει να κατασκευαστεί εδώ και είκοσι ή τριάντα χρόνια, και τότε ξεκινάς πάλι από την αρχή. Αυτό συμβαίνει κατά κόρον επειδή, κατά την άποψή μας, και ο σχεδιασμός των γραμματοσειρών έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο. Αρχίζεις, λοιπόν, να αναζητάς κάτι καλό που έχει ήδη υπάρξει στο παρελθόν. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί με τον σχεδιασμό του βιβλίου, γιατί δεν μπορείς να δημιουργήσεις ένα καινούργιο βιβλίο αντιγράφοντας τους παλαιότερους δασκάλους. Την ίδια γραμματοσειρά όμως μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις. Είναι ένα από τα ελάχιστα μέσα που διαθέτει κανείς για να δημιουργήσει κάτι ωραίο».
Μπιουκ: «Πώς αποφασίζεις όμως αν θα εκδώσεις ένα βιβλίο;».
Τζον: «Δεν είναι εύκολο πράγμα, αλλά κυρίως είναι ζήτημα αγάπης, για το έργο που πρόκειται να εκδώσεις, καθώς και για τον συγγραφέα του. Γιατί, πέρα από το έργο, αλλά και τον συγγραφέα, πρέπει να ασχοληθείς για μήνες με την αισθητική που ταιριάζει στον συγκεκριμένο συγγραφέα. Δεν επιλέγουμε αυτό που αρέσει σε μας, κάτι τέτοιο θα ήταν ανοησία. Η όλη αισθητική του βιβλίου πρέπει να είναι προέκταση τόσο της προσωπικότητας του συγγραφέα όσο και του κειμένου που επιλέξαμε να εκδώσουμε. Και δεν πρόκειται να πας πουθενά αν δεν αγαπάς τον ίδιο τον συγγραφέα που διαθέτει το συγκεκριμένο ταλέντο. Οι άνθρωποι λένε ότι πρέπει να αγαπάμε το έργο. Εμείς δεν συμφωνούμε μ’ αυτό. Το έργο είναι πάντοτε κάπως μονότονο, εάν δεν είναι για πέταμα. Αγαπάμε όμως αυτό που βγαίνει από το αποτέλεσμα. Και, όταν το βιβλίο είναι έτοιμο, ξεκινά μια καινούργια κόλαση, όπου θα πρέπει να μεταβιβάσουμε την αγάπη μας στο επόμενο βιβλίο που βρίσκεται στη σειρά. Στον επόμενο συγγραφέα. Είναι αλλόκοτο, ε;».
Μπιουκ: «Όχι βέβαια! Αλλά συνέχισε, τι είναι το πιο προχωρημένο που θα ήθελες να εφαρμόσεις στην αισθητική μιας έκδοσης;».
Τζον: «Κοίτα, περνά διαρκώς απ’ το μυαλό μου μια τρελή ιδέα, όπως και από το μυαλό της Τσιγγάνας: να εκδώσουμε ένα ιδιαίτερα όμορφο και μοναδικό στον σχεδιασμό του βιβλίο, το οποίο ο αναγνώστης θα το ερωτευτεί αυτομάτως και θα είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για συλλεκτική έκδοση, αλλά, όταν ο αναγνώστης το διαβάσει όλο και φτάσει στην τελευταία σελίδα, το βιβλίο θα διαλυθεί, θα γίνει κυριολεκτικά κομμάτια, δίχως να υπάρχει τρόπος να το κολλήσει ξανά κανείς».
Μπιουκ: «Καταλαβαίνω τι εννοείς. Ο αγοραστής θα αγοράσει κι άλλο αντίτυπο, για να διαπιστώσει αν ξανασυμβεί το ίδιο».
Τζον: «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου, όχι. Αλλά μου έδωσες μια καλή ιδέα – σ’ ευχαριστώ».
Μπιουκ: «Ανεξάρτητα από τον σκοπό, αυτό μοιάζει με ένα πολύ βρόμικο αστείο που παίζεται στην πλάτη του συγγραφέα. Όλη του η δουλειά, καθώς και η δική σου θα πάνε κατά διαόλου για πάντα».
Τζον: «Ω, να είσαι σίγουρος ότι πρώτα θα έβρισκα έναν συγγραφέα που δεν θα είχε αντίρρηση σ’ αυτό. Όπως εσύ, λόγου χάρη».
Μπιουκ: «Τι να σου πω, θα το σκεφτώ, μάλλον δεν θα είχα αντίρρηση. Θα είχε γούστο να γράψεις ένα βιβλίο που θα γινόταν χίλια κομμάτια στα χέρια του αναγνώστη αντί μέσα στο μυαλό του. Αλλά δεν θα έχω άλλο χώρο για την έκδοση αυτής της συνέντευξης. Θα ήθελες στο τέλος να πεις κάτι καλό που μπορεί να αφορά τον αναγνώστη αυτής της στήλης ή τους απανταχού αναγνώστες;».
Τζον: «Τι να πω, ακόμα κι εκείνη η αφίσα που είχε κυκλοφορήσει για το βιβλίο του Μίλερ σε χαρτί Πάρτσμεντ, 19 x 25 εκατοστά, είναι πλέον συλλεκτική. Παρ’ όλα αυτά, θα στείλουμε από μία σε όποιον μας αποστείλει μία κάρτα, με δικά μας τα ταχυδρομικά έξοδα. Η διεύθυνσή μας είναι Ιστ Ελμ 1009, Τούσον, Αριζόνα 85719. ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOUJON».
Μπιουκ: «Γιατί κάνει τόση ζέστη εδώ πέρα τον Ιούνιο και τον Ιούλιο;».
Τζον: «Δεν έχω ιδέα, αλλά είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει μετά την κόλαση. Πιθανόν γι’ αυτό ζούμε εδώ πέρα».
Μπιουκ: «Νομίζω ότι η συνέντευξη έφτασε στο τέλος της».
Τζον: «Αυτό νομίζω κι εγώ».
Μπιουκ: « Έχετε άλλες μπίρες;»
Τζον: «Το ξέραμε ότι θα ερχόσουν και το φροντίσαμε».
Ο Μπουκόβσκι πηγαίνει στην κουζίνα των γραφείων του εκδοτικού και παίρνει μία. Η συνέντευξη έχει τελειώσει. Ο σπουδαίος ποιητής Μπουκόβσκι και ο σπουδαίος εκδότης Γουέμπ κάθονται ο ένας αντίκρυ στον άλλο, κοιτάζουν τριγύρω, όντας ακτινοβόλα και ίσως αθάνατα πνεύματα. Η ζωή, όπως και να ’χει, συνεχίζεται.
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ενώ πάσχιζε πολλά χρόνια για μια αναγνώριση που δεν ερχόταν, ο Μπουκόβσκι τα κατάφερε μέσα από την εβδομαδιαία, αυτοβιογραφική στήλη του «Σημειώσεις ενός πορνόγερου», και στη συνέχεια χάρη στο ομώνυμο βιβλίο του. Συνέχισε να γράφει τη στήλη για τα επόμενα είκοσι χρόνια και πολλά από εκείνα τα κείμενα αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για τα βιβλία του.
Η συλλογή Μερικές ακόμα… σημειώσεις ενός πορνόγερου είναι μια σημαντική προσθήκη στο έργο του Μπουκόβσκι καθώς συγκεντρώνει ακριβώς αυτά τα κείμενα. Εκεί συναντούμε τις συνηθισμένες του εμμονές - το σεξ, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τον τζόγο. Συναντούμε επίσης τις αντισυμβατικές απόψεις του για την πολιτική και τη λογοτεχνία, τις ταραχώδεις και βίαιες σχέσεις του με τις γυναίκες, και τις ζωηρές περιπέτειές του στα κυκλώματα των ποιητών και όχι μόνο.