Προδημοσίευση αποσπάσματος από τον συλλογικό τόμο «Κατίνα Παπά: Η γυναίκα – Η λογοτέχνις – Η παιδαγωγός» (επιλογή κειμένων / επιμέλεια: Ανδρέας Ζαρμπαλάς), ο οποίος θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Νίκας.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τα πρώτα βήματα: Με την ώθηση του Γρ. Ξενόπουλου
Η Κατίνα Παπά έδωσε από νωρίς δείγματα του συγγραφικού της ταλάντου. Από το 1910 αποστέλλει στη «Σελίδα Συνεργασίας Συνδρομητών» του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων, μικρά κείμενα με ποιητική υφή και διδακτικό χαρακτήρα, εμπνευσμένα κυρίως από στιγμιότυπα που βίωσε στο χωριό της ή στην Κέρκυρα, ιδωμένα φυσικά με τη ματιά ενός νεαρού κοριτσιού των αρχών του 20ού αιώνα. Εκεί θα την προσέξουν οι άλλοι συνδρομητές και αναγνώστες, αλλά και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, αρχισυντάκτης του περιοδικού για πολλά χρόνια. Όταν η Παπά σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1915-1919), θα γνωριστούν από κοντά και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια στενή φιλία.
Τα δύο πρώτα δείγματα της ώριμης πεζογραφικής παραγωγής της δημοσιεύονται στο περιοδικό Εθνική Ζωή τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο του 1921 αντίστοιχα. Πρόκειται για τα διηγήματα «Φαιδρά ξαναθυμήματα», για το οποίο ο Ξενόπουλος σημειώνει ότι του άρεσε πολύ και «Ο Βόθνας», το οποίο τον ενθουσίασε.
Τον Απρίλιο του 1922 θα αναδημοσιεύσει το δεύτερο στην Διάπλαση (ελαφρώς διασκευασμένο από τον ίδιο) χαρακτηρίζοντάς το έκτακτο, θαυμάσιο, «έν’ από τα ωραιότερα νεοελληνικά διηγήματα». Η παλιά Βάρκα του Κανάρη που «έστελνε τόσο όμορφα πράγματα για την Σελίδα» είναι πια καθηγήτρια στο Αρσάκειο της Κέρκυρας και γράφει με διάφορα ψευδώνυμα «εδώ κι’ εκεί διηγήματα, εντυπώσεις, κριτικές κτλ., όλα έξοχα». Σε επιστολή του θα την προτρέψει να του στείλει και κανέναν άλλο « Βόθνα» καθώς όλα τα παιδιά ξετρελάθηκαν μαζί του και γράφουν κάθε μέρα στο περιοδικό.
Πάντως παράλληλα με τις ενθαρρυντικές επισημάνσεις, της απευθύνει και μια συμβουλή, προειδοποιώντας την για το τι συμβαίνει με τους νέους δημιουργούς που επαινεί: «Είναι σε βεβαιώ, από τα ωραιότερα ελλ. διηγήματα. Και ποιητικώς –δηλαδή ουσιαστικώς– πολύ δυνατό· και φιλολογικώς ακόμα, ενδιαφέρο, αφού έχει μέσα τόσες καινούργιες αχρησιμοποίητες σε διήγημα λέξεις. Αν το πάρεις απάνω σου, τόσο το χειρότερο για σένα. Είμαι βέβαιος όμως πως δεν θα το πάρεις απάνω σου –πως δεν θα επηρεαστής χωρίς να θέλης– και θα εξακολουθήσης όχι μόνο να γράφης ολοένα ωραιότερα, παρά και να μ’ αγαπάς ολοένα περισσότερο. Γιατί αυτό παθαίνουν συνήθως οι νέοι που τους υπερεπαινώ τα πρώτα τους: γράφουν ύστερα χειρότερα, σα να το βάζουν πείσμα να με διαψεύσουν και σε λίγο παύουν να μ’ αγαπούν».
«Είναι σε βεβαιώ, από τα ωραιότερα ελλ. διηγήματα. Και ποιητικώς –δηλαδή ουσιαστικώς– πολύ δυνατό· και φιλολογικώς ακόμα, ενδιαφέρο, αφού έχει μέσα τόσες καινούργιες αχρησιμοποίητες σε διήγημα λέξεις. Αν το πάρεις απάνω σου, τόσο το χειρότερο για σένα. Είμαι βέβαιος όμως πως δεν θα το πάρεις απάνω σου –πως δεν θα επηρεαστής χωρίς να θέλης– και θα εξακολουθήσης όχι μόνο να γράφης ολοένα ωραιότερα, παρά και να μ’ αγαπάς ολοένα περισσότερο...
Για το εν λόγω διήγημα εκφράστηκε θετικά και ο Χρήστος Χρηστοβασίλης που διατηρούσε αλληλογραφία μαζί της την ίδια εποχή. Το αποκαλεί λαμπρό και κλασσικό, αλλά θα προτιμούσε να του αποστείλει και «έναν αντρικό Βόθνα γιατί ο παιδικός […] έχει τα παιδικά του ελαττώματα». Τα «Φαιδρά ξαναθυμήματα» δεν τα καταλαβαίνει: «Μου φαίνονται σαν ξεκάρφωτα»! Ωστόσο επισημαίνει: «Αν όλα σου τα έργα έχουν την χάρη του Βόθνα, την χάρη που δίνει το διήγημα το τεχνικό με το παραμύθι συνυφασμένο, τότε θα ταχτής ψηλότερα από την πρυτάνισσα της γυναικείας μας διηγηματογραφίας, την Αρσινόη Παπαδοπούλου». Την θεωρεί ήδη ως εκπρόσωπο των Κερκυραίων, οι οποίοι είναι ανώτεροι από τους Γιαννιώτες, αφού έχουν να παρουσιάσουν «μια Δεντρινού […] έναν Ντίνο Θεοτόκη, μια Κατίνα Παπά». Ως χειρονομία ανταπόδοσης προς μια ομιλία της για το διήγημα «Πλατάνου κηδεία», ο Χρηστοβασίλης σκοπεύει κάποτε να μιλήσει για τους Ηπειρώτες λογοτέχνες, «γερό στοιχείο» των οποίων θεωρεί και την ίδια.
Σ’ αυτή την περίοδο ανάγονται τα περισσότερα γράμματα του Ξενόπουλου και του έτερου λόγιου φίλου της, Δημητρίου Καμπούρογλου προς την Παπά, τα οποία δημοσιεύτηκαν μερικές δεκαετίες αργότερα στη Νέα Εστία και στα Κερκυραϊκά Χρονικά. Στην αλληλογραφία τους απαντώνται οι πρώτες κρίσεις για μια ελπιδοφόρα νεαρή πεζογράφο. Η σχέση τους με τη διδάσκαλο του Αρσακείου Κέρκυρας είναι αμφίδρομη. Την φέρνουν σε επαφή με αθηναϊκά έντυπα στα οποία παρουσιάζει τα πρώτα της διηγήματα υπό το ψευδώνυμο «Βορεινή» και στη συνέχεια με το όνομά της, και ταυτόχρονα δημοσιεύουν κείμενά τους στην Κερκυραϊκή Ανθολογία, με τη μεσολάβηση της Παπά, η οποία είναι η γραμματέας του περιοδικού. Αυτό δεν συνιστά ότι η επικοινωνία τους περιορίστηκε εκεί. Μεταξύ τους αναπτύχθηκαν στενές, προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις.
Κατά τον Κώστα Δαφνή, η αγάπη τους έτρεφε ορισμένες υπερβολικές εκτιμήσεις, κυρίως από την πλευρά του Καμπούρογλου: συγκρίσεις με τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα και ο Γεώργιος Δροσίνης να συμφωνεί μαζί του ότι στο έργο των δύο εμβληματικών πεζογράφων δεν υπάρχουν σελίδες ωραιότερες απ’ αυτές του διηγήματος «Στη συκαμιά από κάτω».
Στράτος Αργυρίου, «Η κριτική πρόσληψη του έργου της Κατίνας Παπά: Τα πρώτα βήματα και η συλλογή “Στη συκαμιά από κάτω”», σελ. 206-209
Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Στα χώματα όπου διαβιοί η Εθνική Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, από αρκετούς αιώνες πριν περπατήσανε αξιόλογοι συγγραφείς, λόγιοι, ιεροδιδάσκαλοι, οι οποίοι τα αγαπήσανε με πάθος, τα περιγράψανε κι ύστερα χάθηκαν. Στην εποχή του αποκλεισμού, πάνω από τα ονόματά τους περάστηκε μαύρη μελάνη. Έτσι, η φυσική πορεία διακόπηκε βιαίως και το χάσμα ανάμεσα στις γενιές ήταν μεγάλο. Ο διακαής πόθος της τελευταίας γενιάς για την εξάλειψη του κενού έγινε ανάγκη, η ανάγκη έγινε όραμα και το όραμα περίμενε την έλευση της Δημοκρατίας κι από τα χώματα αυτά. Μόνον η Δημοκρατία δημιούργησε συνθήκες κατάλληλες και διευκολύνσεις για την ανάσυρση από τη λήθη των λησμονημένων προσωπικοτήτων του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού.
Στις 3 Νοεμβρίου 2019 το νεόδμητο πολιτιστικό κέντρο της Λιβαδειάς του Δήμου Φοινικαίων έλαβε το όνομα «Κατίνα Παπά». Πλήθος κόσμου είχε γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα, τους καλαίσθητους εξωτερικούς χώρους, τον κεντρικό δρόμο της κωμόπολης. Λίγοι γνωρίζανε τη διακεκριμένη συμπατριώτισσά τους, που γεννήθηκε στο Γιαννιτσάτι και σταδιοδρόμησε ως πεζογράφος και παιδαγωγός πρώτης γραμμής στην Ελλάδα. Σχεδόν κανείς τους δεν ήξερε ότι η εκδήλωση της επανασύνδεσης θα είχε και εκδοτική συνέχεια…»
Ανδρέας Ζαρμπαλάς, από τον πρόλογο της έκδοσης
«Αυτή η αγάπη, που ένωνε σε μια αδιάσπαστη σύνθεση την Ήπειρο με την Κέρκυρα, πάνω από τον Ιόνιο πόρο, έτσι όπως την ένωσε η μοίρα της ιστορίας, έγινε βίωμα για την Κατίνα Παπά. Μ’ αυτήν ξεκίνησε για τους δρόμους της τέχνης και μ’ αυτήν έκλεισε την πορεία της ζωής της. Όλα τα χρόνια που έζησε μακρυά από την Κέρκυρα, είτε στην Αθήνα είτε στη Βιέννη είτε στο Βερολίνο, δεν ζούσε παρά με μια νοσταλγία. Ναλθή να μείνη κοντά σε κανένα κερκυραϊκό ακρογιάλι, ν’ ακούη τον φλοίσβο των νερών πάνω στην αμμουδιά, να βλέπη τα πυρωμένα ηλιοβασιλέματα, να χαίρεται τη γαλήνη και την ομορφιά του τοπίου».
Κώστας Δαφνής