Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Η νοσταλγία κι εγώ», που θα κυκλοφορήσει στις 24 Μαρτίου από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
— Αναρωτιέμαι τι νοσταλγείς;
— …
— Νοσταλγείς κάτι που συνέβη ή κάτι που δεν συνέβη;
— Που δεν συνέβη, νομίζω…
— Νομίζεις;
— Νομίζω.
Η νοσταλγία, εκτός από τον πόνο που προξενεί, κρύβει και μια αλλόκοτη γλυκύτητα. Γι’ αυτήν τη γλυκύτητα την επιδιώκουμε, τη διεκδικούμε, τη συντηρούμε και την αναπλάθουμε κατά τις επιθυμίες μας, για το πώς να ήταν καλύτερα όσα νοσταλγούμε. Πουθενά αλλού ο χαρακτηρισμός χαρμολύπη δεν είναι τόσο χαρακτηριστικός, το άλγος μαζί με την αναδρομή, την επιστροφή σε κάτι μακρινό πια, αν όχι εξαφανισμένο, χαρίζει ταυτόχρονα μια λεπτή ευδαιμονία όσο κι αν το μαχαιράκι της σχίζει και στάζει αίμα.
Η νοσταλγία είναι η ποίηση της ζωής, είναι δημιουργική. Όχι μόνο αναβιώνεις ένα χαμένο πλέον παρελθόν σου, αλλά και το αναδομείς με τρόπους θαυμάσιους κατά τις επιταγές μιας επιθυμίας τόσο ζωτικής, που καταντάει επιβλητική. Κάπου εδώ εντάσσεται κι εκείνο το συνηθισμένο που ονομάζουμε επιλεκτική μνήμη, ένα καινούργιο μοντάζ όσων θυμόμαστε ώστε το πνεύμα της περασμένης ιστορίας να αλλάζει λίγο πολύ.
Κατά κανόνα αυτά γίνονται αθέλητα, αν γνωρίζεις ότι αναπλάθεις και ωραιοποιείς, ότι δραματοποιείς ζωτικές μνήμες, το όλο θέμα διαλύει τη μαγεία της ψευδοαλήθειας που αποζητάς. Διότι πρέπει να πιστεύεις με βεβαιότητα ότι η πατρίδα σου είναι μοναδικά ωραία, ότι οι νεκροί γονείς σου στάθηκαν άψογοι, ότι εκείνος ο έρωτας, εκείνη η φιλία υπήρξε δώρο Θεού, ότι εσύ μικρός ήσουν ευτυχισμένος, ή αξιολύπητα δυστυχισμένος. Η νοσταλγία ξαναγράφει πράγματα που ζήσαμε, σε ποίημα ή μυθιστόρημα, σε ρομάντσο, τραγωδία ή σκληρή περιπέτεια, προσφάτως σε επιστημονική φαντασία, κι ένα σωρό είδη γραφής.
Κατά τρόπο παράδοξο ο άνθρωπος δεν προσπαθεί μόνο να φτιάξει το μέλλον του, προσπαθεί να φτιάξει και το παρελθόν του. Λογικά στα χέρια σου κρατάς πια μονάχα ένα παρόν και ένα μέλλον, είναι τα μόνα που μπορείς να δημιουργήσεις πια. Άλλο όμως το λογικό, άλλο το ψυχολογικό.
Κατά τρόπο παράδοξο ο άνθρωπος δεν προσπαθεί μόνο να φτιάξει το μέλλον του, προσπαθεί να φτιάξει και το παρελθόν του. Λογικά στα χέρια σου κρατάς πια μονάχα ένα παρόν και ένα μέλλον, είναι τα μόνα που μπορείς να δημιουργήσεις πια. Άλλο όμως το λογικό, άλλο το ψυχολογικό.
Η νοσταλγία κάνει πίσω, οπισθοδρομεί προς τα τετελεσμένα. Δεν υπάρχει εκείνο που λένε, πως: ό,τι έγινε έγινε. Δεν τελειώνεις οριστικά με όσα πέρασες, ό,τι συνέβη δεν ολοκληρώθηκε οπωσδήποτε τότε που ημερολογιακά έληξε. Οι αμφιβολίες εξάλλου περί χρόνου είναι γνωστές και ποικίλα διατυπωμένες. Όσο περνούν τα χρόνια και μεγαλώνεις αδιάκοπα, στιγμή τη στιγμή ηλικιώνεσαι, τόσο τα εδάφη της νοσταλγίας που κατέκτησες απλώνονται κι άλλο στην υδρόγειο σφαίρα της συνείδησής σου. Όσο γερνάς, λιγοστεύουν οι περιοχές των ονείρων και των σχεδίων, η μνήμη κερδίζει και επεκτείνεται. Αυτό μοιάζει για κανόνας, που ως τέτοιος σέρνει και τις εξαιρέσεις του.
Είναι λογικό λοιπόν εκείνοι που λαχταρούν να συντηρήσουν τη νιότη τους, να μην κακογεράσουν και πέσουν στο περιθώριο, να φροντίζουν να βρίσκουν νέα ενδιαφέροντα στο σήμερα, νέες δραστηριότητες, να ξεκινούν στόχους, διεκδικήσεις, αγωνίσματα, προσπάθειες που τους ξεπερνούν ίσως. Έτσι όπως άλλοι αρπάζονται από το παρελθόν, οι δραστήριοι αρπάζονται από ένα μέλλον ακόμα και μετά τα ογδόντα τους. Καλά γράφουν τα πατερικά κείμενα ότι στο τώρα, στο αεί του σήμερα, συναντιέσαι με την αλήθεια και την όντως ζωή. Το μόνο πραγματικό είναι το σήμερα, το παρελθόν έφυγε και χάθηκε, ενώ το μέλλον δεν ήρθε ακόμα. Μόνο με το τώρα σου να συζείς για να ζεις. Στην πράξη όμως δεν τα πάμε καλά με το εδώ και τώρα μας. Τον περισσότερο μοναχικό χρόνο μας τον περνάμε είτε αναπολώντας, είτε ονειροπολώντας τα παλιά. Το εδώ και τώρα το αισθανόμαστε σαν πρόχειρο, του χεριού μας, λίγο και ασταθές, σαν έτοιμο να φύγει, νερό στα δάχτυλα· επειδή ακριβώς ετούτο μονάχα κατέχουμε, δεν του δίνουμε αξία. Νομίζουμε δηλαδή ότι κατέχουμε, ενώ δεν κατέχεις ό,τι σου είναι αδιάφορο.
Οι νοσταλγοί τα πάνε καλύτερα με τη μοναξιά τους, κουβαλούν μαζί τους, όπου κι αν βρεθούν, ένα συναρπαστικό προσωπικό ημερολόγιο, μυθιστόρημα, ξεφυλλίζουν σελίδες, διαγράφουν παραγράφους ή κεφάλαια, υπογραμμίζουν ή ξαναγράφουν συμπληρώματα πάνω από παλιές φράσεις.
Έχουν δηλαδή αρκετή δουλειά με τη μοναξιά και την ψυχολογία τους. Και βέβαια έχει ενδιαφέρον αλλά είναι και επικίνδυνο να είσαι εσύ ο ίδιος ψυχολόγος του εαυτού σου. Η θεραπεία χρειάζεται ένα ξένο αυτί.
Οι δραστήριοι τύποι, αντιθέτως, τη φοβούνται τη μοναξιά, ενέχει τον κίνδυνο να θυμηθούν και να καθηλωθούν, η συντροφιά με τον παρελθόντα εαυτό τους δεν τους ευχαριστεί, θέλουν να πιστεύουν ότι η ζωή τραβάει μπροστά, μην τη χάσουμε!
Η νοσταλγία όντως είναι σειρήνα, κάποτε πρέπει να κλείνουμε τα αυτιά όταν διασχίζουμε θάλασσες και παραλίες νήσων και το καράβι πλησιάζει την ακτή των Σειρήνων. Ακούγεται το τραγούδι τους! Η επιστροφή του νόστου δεν είναι του γούστου τους, πρόκειται για άτομα των έργων, του προχωρώ και του μην κοιτάς πίσω σου. Αυτό βέβαια οφείλεται στον χαρακτήρα τους, αλλά είναι και μια ελεύθερη επιλογή τους. Την ευθύνη μιας ελεύθερης επιλογής δεν τη γλιτώνεις ποτέ σου, ούτε στα πιο αιφνίδια, ούτε στα πιο τυχαία.