Προδημοσίευση αποσπάσματος από την ανθολογία κειμένων του Κώστα Κουτσουρέλη «Η Πλάνη του Γκαίτε – Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Δεν αληθεύει ο ισχυρισμός ότι η σημασία της μετάφρασης είναι σήμερα ευρύτερα αναγνωρισμένη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Όλα δείχνουν ότι ο κόσμος μας τείνει προς την ολιγογλωσσία και όχι προς την πολυγλωσσία, σε πολλούς δε και κρίσιμους τομείς προς την μονογλωσσία, την πλήρη επικράτηση της αγγλικής.
Παράδειγμα: οικονομία. Δεν είναι πολύς καιρός από τότε που η γαλλική κυβέρνηση χρειάστηκε να επιβάλει διά νόμου στα διοικητικά όργανα των γαλλικών εταιρειών όταν συνεδριάζουν στη Γαλλία να κάνουν χρήση της γλώσσας του Ρακίνα και όχι εκείνης του Σαίξπηρ. Παράδειγμα: επιστήμη. Η περίφημη Zeitschrift für Physik, το κορυφαίο γερμανόφωνο περιοδικό της φυσικής επιστήμης το οποίο ίδρυσε μ.ά. ο Άλφρεντ Αϊνστάιν στις αρχές του 20ού αιώνα, ήδη από τη δεκαετία του 1990 δημοσίευε κείμενα αποκλειστικά στα αγγλικά. Πλέον κυκλοφορεί ως European Physical Journal. Και στους δύο αυτούς κρίσιμους κλάδους, επιστήμη και οικονομία, ο ρόλος της μετάφρασης τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δεν αναβαθμίστηκε, αλλά αντιθέτως τείνει ουσιαστικά να εκλείψει.
Επίσης δεν αληθεύει ο ισχυρισμός ότι οι υπηρεσίες της μετάφρασης, και εκεί ακόμη όπου έχουν ζήτηση, είναι διπλής κατευθύνσεως. Σχεδόν το ένα στα δύο βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας στα ελληνικά είναι μετάφραση, και απ’ αυτά, τα δύο τρίτα προέρχονται από μία και μόνο γλώσσα, τα αγγλικά. Σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Γερμανία το μερίδιο των μεταφράσεων είναι υγιώς μικρότερο, κυμαίνεται γύρω στο 20 με 25%. Και εκεί όμως, οι αγγλόφωνοι τίτλοι έχουν την συντριπτική πρωτοκαθεδρία. Αντίθετα, σε ΗΠΑ και ΗΒ το μερίδιο των μεταφράσεων στη γενική βιβλιοπαραγωγή είναι αμελητέο, της τάξεως του 2 ή του 4%.
Αν επιμένουμε στην παρομοίωση της μεταφραστικής λειτουργίας με γέφυρα, καλό είναι να εξηγήσουμε ότι η γέφυρα αυτή την περισσότερη ώρα είναι μονοδρομημένη, πόρρω απέχει από το να εξυπηρετεί εξίσου όλες τις γλωσσικές κοινότητες. Το ανισοβαρές των ανταλλαγών στις περισσότερες περιπτώσεις είναι έντονο. Η Unesco το 2015 κατέγραφε 27.422 μεταφράσεις από ξένες γλώσσες προς τα ελληνικά. Αντιστρόφως, από τα νέα ελληνικά προς όλες τις άλλες γλώσσες οι καταγεγραμμένοι τίτλοι είναι σχεδόν έξι φορές λιγότεροι, μόλις 4.862. Και φυσικά τα 17.342 μεταφρασμένα βιβλία από τα αρχαία ελληνικά δεν αντισταθμίζουν το πρόβλημα. Το μεταφραστικό εθνικό μας ισοζύγιο είναι όπως και το εμπορικό: χρονίως παθητικό. Και ό,τι ισχύει για την Ελλάδα ισχύει λίγο πολύ για όλες τις χώρες που η γλώσσα τους ανήκει στις λεγόμενες ελάσσονες ή λίγο διαδεδομένες.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί μεταφραστές γερμανικής ποίησης που είναι και οι ίδιοι ποιητές αξιόλογοι. Μάταια θα αναζητήσει κανείς έστω και έναν ελληνομαθή ποιητή και μεταφραστή στην Γερμανία. Τι επιπτώσεις έχει αυτό στην ποιότητα των μεταφράσεων εκατέρωθεν; Ποια ποίηση παρουσιάζεται επαρκέστερα μεταφραζόμενη, η ελληνική στη Γερμανία ή η γερμανική στην Ελλάδα;
Προ πάντων όμως δεν αληθεύει ο ισχυρισμός ότι, και με αυτά τα ποσοτικά δεδομένα ακόμη, η μετάφραση εντέλει αμβλύνει την ανισοτιμία των γλωσσών και των πολιτισμών και ότι, τέλος πάντων, συντελεί στην έξοδο των ολιγότερο γνωστών εξ αυτών από την απομόνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μάλλον βέβαιο ότι την ανισοτιμία αυτή την οξύνει. Ας αναλογιστούμε, επί παραδείγματι: σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί μεταφραστές γερμανικής ποίησης που είναι και οι ίδιοι ποιητές αξιόλογοι. Μάταια θα αναζητήσει κανείς έστω και έναν ελληνομαθή ποιητή και μεταφραστή στην Γερμανία. Τι επιπτώσεις έχει αυτό στην ποιότητα των μεταφράσεων εκατέρωθεν; Ποια ποίηση παρουσιάζεται επαρκέστερα μεταφραζόμενη, η ελληνική στη Γερμανία ή η γερμανική στην Ελλάδα; Και τι συνέπειες έχει αυτό γενικότερα, για το διεθνές στάτους της μιας και της άλλης;
Ύστερα, οι σπουδαίοι μεταφραστές, σε όλες τις γλώσσες, σπανίζουν. Κατά μία γνώμη μάλιστα είναι λιγότεροι από τους σπουδαίους συγγραφείς. Κι αυτό, διότι ένας σπουδαίος μεταφραστής, αφενός μεν πρέπει να έχει όλα τα γλωσσικά και εκφραστικά χαρίσματα του σπουδαίου συγγραφέα, αφετέρου δε να μην έχει τη φιλοδοξία εκείνου να δημιουργήσει ένα εντελώς πρωτότυπο έργο. Συνδυασμός σπάνιος: όσοι διαθέτουν γλωσσικές δεξιότητες τέτοιες, όπου έχουν τη δυνατότητα τις αφιερώνουν στο δικό τους έργο. Και τέτοια δυνατότητα παρέχουν συνήθως οι μεγάλες χώρες, που έχουν και αναλόγου μεγέθους βιβλιαγορές ικανές να συντηρήσουν τους συγγραφείς τους. Μόνο στις λογοτεχνίες των λεγόμενων ελασσόνων γλωσσών, συναντούμε τόσους κορυφαίους συγγραφείς να μεταφράζουν για λόγους βιοποριστικούς, και όχι λίγες φορές να μεταφράζουν συγγραφείς εμφανώς κατώτερούς τους. Και ασφαλώς, εις βάρος του δικού τους πρωτότυπου έργου. Γιατί ποιος ξέρει τι θα έγραφαν ακόμη ο Παπαδιαμάντης, ή ο Κοσμάς Πολίτης ή ο Άρης Αλεξάνδρου αν δεν είχαν το μεροδούλι να τους πνίγει; Σε χώρες όπως η Ελλάδα, για να παραφράσω τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, η μετάφραση πρέπει να φάει λογοτέχνη για να βγει.
Με τα παραπάνω, στοιχεία για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου που μέλλει κάποτε να γραφεί, το θέμα μας ασφαλώς δεν εξαντλείται. Έδωσα όμως, νομίζω, μια εικόνα της περιπλοκής του, της διαπλοκής της μετάφρασης με την πολιτική, μια εικόνα της μετάφρασης ως πολιτικής, εν προκειμένου ως μέσου για τον πορισμό και τον μερισμό της φήμης – ετερωνύμου ως γνωστόν της ισχύος. Η ιδέα ότι οι πολιτισμοί διαλέγονται ισοτίμως μεταξύ τους, η προσδοκία ότι ο Νεοέλληνας και ο Αγγλοαμερικανός συγγραφέας θα μπορέσουν κάποια στιγμή να σταθούν μαζί στην ίδια αφετηρία γραμμή, δεν είναι μόνο εξωπραγματική, είναι ανόητη.
Νά γιατί σήμερα τα περισσότερα προβλήματα της μετάφρασης είναι προβλήματα πολιτικά, όχι αισθητικά. Λ.χ. εκείνο το δίλημμα που έγινε της μόδας εξαιτίας του Μπένγιαμιν, το αν δηλαδή η μετάφραση πρέπει ή δεν πρέπει να δείχνει ότι είναι μετάφραση, αν οφείλει να αφομοιώνει το αλλότριο μέσα της ή να ξενοτροπεί. Το ότι πράγματι συμβαίνει, μας το δείχνει η πράξη όχι η υψηλή θεωρία. Οι «μείζονες» γλώσσες κατά κανόνα ισοπεδώνουν τα κείμενα που καταδέχονται να υποδεχτούν από τις «μικρές», τα ενσωματώνουν πλήρως στους δικούς τους τρόπους. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, επιλέγουν μόνο συγγραφείς που τους ταιριάζουν εξαρχής. Ο Αγγλοαμερικάνος λ.χ. κολακεύεται με τον Καβάφη γιατί αναγνωρίζει σ’ αυτόν πολλές από τις δικές του αναγνωστικές συνήθειες· ο Παπαδιαμάντης, αντίθετα, επειδή του είναι πολιτισμικά, ακόμη και κοσμοθεωρητικά, terra incognita και επειδή η εξοικείωση με το έργο του απαιτεί δυσανάλογη επένδυση χρόνου και κόπου, τον αφήνει συνήθως αδιάφορο.
Με τις «ελάσσονες» γλώσσες το πράγμα είναι περιπλοκότερο. Σ’ αυτές, η μετάφραση είναι κάποιες φορές επίδειξη μιμητισμού (ο μεταφραστής σπεύδει να ξενοτροπήσει για να μας καταπλήξει με το πόσο εξοικειωμένος είναι με την αλλοδαπή γραμματεία – φαινόμενο συνηθισμένο εδώ σε μας). Τις περισσότερες φορές είναι απλώς διεκπεραιωτική, μηχανική εισαγωγή της ξένης αξίας και επιφανειακή προσαρμογή της χωρίς άλλες αξιώσεις.
Σπανίως τα όσα λέγονται για τη μετάφραση σήμερα προδίδουν έναν βαθύτερο προβληματισμό πάνω στην πολιτική φύση της μεταφραστικής σχέσης, πάνω στην καταστατική ανισότητα των γλωσσών και των πολιτισμών, πάνω στο τι οφείλει η μεταφραστική κοινότητα μιας γλώσσας όχι να αναδεχθεί, αλλά ενίοτε και να απορρίψει, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αποστολή της. Γιατί υπάρχει πάντα κάτι το αναφομοίωτο, το απόλυτα ξένο στα αλλότρια – κάτι που αν θες να μείνεις ο εαυτός σου κι όχι ένα σκάρτο είδωλο, δεν γίνεται να το κοπιάρεις ατιμωρητί. Πόσο μάλλον που όποιος προδίδει τον εαυτό του, ούτε τον ξένο μπορεί ποτέ στ’ αλήθεια να δεξιωθεί.