Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Νίκου Σιδέρη «Πώς το παιδί μαθαίνει να ζητά λαμβάνοντας υπόψη και τον άλλον», που θα κυκλοφορήσει στις 8 Απριλίου από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τα παιδιά συνέχεια ζητούν από τους γονείς τους κάτι: Προσοχή, κουβέντα, παιχνίδι μαζί, αγκαλιά, καλούδια, ιστορίες, πλάκες, παρέα, πρακτικές ενέργειες… Μόλις αυτή η κουβέντα ειπωθεί, αμέσως φαίνεται προφανής. Στην καραντίνα, ωστόσο, η διαρκής συνύπαρξη μετέτρεψε αυτό που θεωρούνταν «αυτονόητη ρουτίνα» σε προβληματική εμπειρία και σε καταστάσεις δύσκολες στη διαχείρισή τους. Ο κλειστός χώρος της παρατεταμένης αναγκαστικής συμβίωσης οδήγησε αυτό το συνεχές ζητώ/ζητείν σε διαστάσεις πιεστικές, ανυπόφορες, ενίοτε ασφυκτικές, έως και εφιαλτικές.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού: Η πίεση από το διαρκές «ζητώ δίχως μέτρο, χωρίς να σκέφτομαι τι μπορεί ο άλλος» αποκάλυψε ότι μια τέτοια λογική στη σχέση παιδιών-γονιών δεν είναι αυτονόητη ούτε και δίχως αρνητικές επιπτώσεις. Αυτή η διαπίστωση δεν περιορίζεται μόνο στις έκτακτες συνθήκες της καραντίνας, αλλά ισχύει και για τις όποιες συνθήκες κανονικότητας. Με ή χωρίς καραντίνα, λοιπόν, το ζητούμενο είναι η κατάκτηση του έντεχνου αιτήματος. Έντεχνο αίτημα σημαίνει το εξής: Το παιδί να ζητά από τους γονείς του κάτι, λαβαίνοντας υπόψη και το ότι ο άλλος έχει πεπερασμένες δυνατότητες και αντοχές, καθώς και δικές του ανάγκες, διαθεσιμότητες και διαθέσεις. «Λαβαίνοντας υπόψη» σημαίνει ή να το σκέφτεται μόνο του ή να αποδέχεται και να κατανοεί την απάντηση των γονέων του όταν του λένε «Δεν μπορώ…».
Μια τέτοια στάση αποτελεί μείζονα αναπτυξιακή κατάκτηση του παιδιού, η οποία απαιτεί και χρόνο και κατάλληλο βιωματικό πλαίσιο και πρόσφορη παιδαγωγική μέθοδο από τους γονείς του (και άλλους, βέβαια). Και εξασφαλίζει ευρύτερη αυτονομία του παιδιού, ισότιμες σχέσεις, ωριμότητα στην κοινωνική ζωή, αμοιβαίο σεβασμό και ικανοποίηση όλων, προσωπικότητες και κοινότητες με ενσυναίσθηση και άτομα με αίσθηση συναισθηματικής ευθύνης.
Η καλλιέργεια της συναισθηματικής ευθύνης είναι ο οδηγός της προσέγγισής μας. Πρόκειται για μία αρετή, η οποία δεν είναι συνώνυμο της ενσυναίσθησης, όπως συχνά θεωρούν όσοι-ες πρωτακούν αυτή την έκφραση, υποκύπτοντας στον κοινό πειρασμό αναγωγής του νέου και πρωτόγνωρου στα γνωστά και ήδη υπάρχοντα σχήματα. Άλλωστε, όπως θα δούμε αναλυτικά, η ενσυναίσθηση από μόνη της δεν είναι αρετή, δεν είναι καλή αυτή καθαυτή, μάλιστα δε συχνά αποτελεί συνιστώσα κάκιστων συμπεριφορών, όπως η υλική ή συναισθηματική ή διανοητική εξαπάτηση! Ενώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατο όταν υφίσταται συναισθηματική ευθύνη. Πώς μπορούν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και κάθε ενήλικος σε θέση παιδαγωγού να υποστηρίξουν το παιδί σ’ αυτή την αναπτυξιακή διαδρομή; Η ανάλυση και κατανόηση του ζητήματος βασίζεται σε ισχυρές θεωρίες, που οι ειδικοί θα τις αναγνωρίσουν αμέσως, καθώς και σε δικές μου επεξεργασίες στο πεδίο της ψυχοπαιδαγωγικής πλαισίωσης του παιδιού στο σπίτι, στο σχολείο και στην κοινωνική ζωή. Οι θεωρητικές θέσεις εκτίθενται εδώ με τρόπο κατανοητό από κάθε συνήθη γονέα και παιδαγωγό, χωρίς βαρύγδουπες και ημι-ακατάληπτες διατυπώσεις που αναδεικνύουν τον ναρκισσισμό και την αυθεντία του γράφοντος. Η κατανοητή ανάλυση συνοδεύεται από πρακτικές οδηγίες, άμεσα εφαρμόσιμες στην καθημερινή οικογενειακή και σχολική ζωή (και όχι μόνο).
Οι θεωρητικές θέσεις εκτίθενται εδώ με τρόπο κατανοητό από κάθε συνήθη γονέα και παιδαγωγό, χωρίς βαρύγδουπες και ημι-ακατάληπτες διατυπώσεις που αναδεικνύουν τον ναρκισσισμό και την αυθεντία του γράφοντος. Η κατανοητή ανάλυση συνοδεύεται από πρακτικές οδηγίες, άμεσα εφαρμόσιμες στην καθημερινή οικογενειακή και σχολική ζωή (και όχι μόνο).
Όπως θα φανεί στην πορεία, οι αναλύσεις και οι οδηγίες αυτού του βιβλίου εστιάζουν μεν στο παιδί, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να λειτουργήσουν και ως αποκαλυπτική, ευεργετική πυξίδα για τις σχέσεις των ενηλίκων στο πλαίσιο κάθε κοινωνικής συναλλαγής και κάθε ανθρώπινης σχέσης.
✾ ✾ ✾
Ο κοινός σκοπός και της οικογένειας και του σχολείου ως προς την ανατροφή κάθε παιδιού μπορεί να ορισθεί ως εξής: Το παιδί να συγκροτηθεί ως αυτόνομο, επιθυμούν και ηθικό υποκείμενο. Αυτό το κοινό ψυχοπαιδαγωγικό ζητούμενο, ως ιδεώδες, ορίζει και το πεδίο της συνεργασίας, της συνέργειας και της εναρμονισμένης προσπάθειας οικογένειας και σχολείου. Ας δούμε λοιπόν τι σημαίνει κάθε συστατικό του.
Αυτόνομο υποκείμενο σημαίνει ότι οι γονείς έφεραν στον κόσμο ένα νέο πλάσμα για να ζήσει τη δική του ζωή σύμφωνα με τις δικές του λογικές. Και όχι για να είναι απλή προέκταση ή εξάρτημα-αξεσουάρ της δικής τους ύπαρξης, ή πολύ περισσότερο υποχείριο οποιουδήποτε τρίτου, περιπίπτοντας σε κατάσταση συναισθηματικής υποτέλειας και λειτουργώντας ως υπήκοος της βούλησης κάποιου άλλου. Κάποτε άκουσα με τ’ αυτιά μου ένα τετράχρονο παιδάκι στην ταβέρνα να γυρνάει στη μητέρα του και να τη ρωτάει όλο αγωνία: «Μαμάκα, μαμάκα μ’ αρέσει το κοτόπουλο;». Αυτή η κωμικοτραγική εκδήλωση εξάρτησης εικονογραφεί κάτι που δεν είναι σωστό να συμβεί σε κανένα παιδί. Επιθυμούν υποκείμενο σημαίνει ότι οι γονείς δεν βλέπουν το παιδί τους ως πλάσμα που έχει μόνο βιολογικές ανάγκες – να τρώει, να κοιμάται, να είναι στα ζεστά, να είναι υγιές, να ασκείται σωματικά…
Σημαίνει ακόμη ότι οι δάσκαλοί του δεν το βλέπουν σαν αντικείμενο που πρέπει να το εξοπλίσουν μόνο με χρήσιμες γνώσεις και αποτελεσματικές δεξιότητες «απαραίτητες στην αγορά εργασίας»… Σημαίνει ότι και οι γονείς και οι δάσκαλοι συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός παιδιού με γνώση και χαρακτήρα που ταιριάζουν στη δική του ψυχή και στο δικό του σώμα.
Για να επιτευχθεί αυτό, κάθε μεγάλος σε θέση παιδαγωγού οφείλει να ακούει το παιδί, να κατανοεί τη γλώσσα, τη σκέψη και τη φαντασία του, τις οπτασίες και τα όνειρά του. Να μιλά μαζί του και να του παρέχει τις απαραίτητες «Οδηγίες χρήσης του κόσμου των ανθρώπων» (και των πραγμάτων…), έτσι ώστε αργά ή γρήγορα το παιδί να αποκτήσει επαρκή κριτήρια για το εφικτό και το ανέφικτο στις εκάστοτε συγκεκριμένες συνθήκες. Να το ενθαρρύνουν να επιδιώκει τις επιθυμίες του, ικανοποιώντας ό,τι είναι εύλογο και εφικτό, αλλά και λέγοντας «Μη!» και «Όχι» ή «Όχι έτσι, αλλιώς!» όταν χρειάζεται. Αν το παιδί ζητήσει παγωτό στη βόλτα, η πιθανότητα να το απολαύσει είναι μεγάλη. Αν ζητήσει να πάρουμε άλογο στο σπίτι, το θέμα είναι λίγο σουρεαλιστικό. Είναι άλλωστε πασίγνωστο το έργο «Να πάρουμε σκυλάκι», που μεταφράζεται πάντοτε «Εγώ θα παίζω όταν θέλω μαζί του κι εσείς θα τρέχετε για όλα τα υπόλοιπα», άρα θέλει λίγο συζήτηση το πράγμα…
Έτσι λοιπόν, μέσα από την εναρμόνιση με το παιδί στο πεδίο της σκέψης, της γλώσσας και της πράξης, γονείς και παιδαγωγοί το βοηθούν να ακούει και να κατανοεί τις επιθυμίες του κατά τρόπο αυθεντικό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό, αναστοχαστικό. Έτσι καταφέρνει να τις εκφράζει χωρίς να φέρνει σε δύσκολη θέση τους άλλους, ούτε να προκαλεί στο ίδιο απογοητεύσεις και ματαιώσεις, που καμιά φορά μπορεί να είναι σκληρές και τραυματικές. Με αυτή τη μέθοδο, οι μεγάλοι βοηθούν το παιδί να συγκροτηθεί ως επιθυμούν υποκείμενο τόσο συμβάλλοντας στην ικανοποίηση εύλογων επιθυμιών του, όσο και εξοπλίζοντάς το με την ικανότητα να αποχαιρετά κάτι εξωπραγματικό ή επιζήμιο, ακόμη και αν είναι ηδύτατο και ευχάριστο. Τα γλυκίσματα με ζάχαρη είναι καλό παράδειγμα αυτής της διαλεκτικής διάκρισης: Κάποιες φορές, έστω και κατ’ εξαίρεση, τα χαιρόμαστε όλοι, πάντα όμως με μέτρο. Και όταν το μέτρο ή οι περιστάσεις υπαγορεύουν «όχι τώρα αυτό», αποχαιρετάμε το «ακατάλληλο έργο» δίχως κλάματα ή στριγκλιές και μούτρα και δράματα – τόσο τα παιδιά όσο και οι μεγάλοι, που το παράδειγμά τους μπορεί να είναι πολύτιμο για το παιδί.