
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Patrick Radden Keefe «Μην πεις λέξη: Βία και προδοσία στη Βόρεια Ιρλανδία – Η κρυφή ιστορία του IRA» (μτφρ. Κωστής Πανσέληνος), το οποίο κυκλοφορεί στις 27 Μαΐου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ!
Οι ανοιξιάτικοι κρόκοι είχαν ήδη ανθίσει στα πάρκα και τα μνημεία του Λονδίνου στις 8 Μαρτίου του 1973. Ήταν μια Πέμπτη, ένα ψυχρό, κρυστάλλινο ανοιξιάτικο πρωινό. Ύστερα από έναν βροχερό αγγλικό χειμώνα, οι κάτοικοι του Λονδίνου είχαν επιτέλους αποτολμήσει να βγουν από τα σπίτια τους και να απολαύσουν τον ήλιο. Η βασίλισσα βγήκε από το παλάτι του Μπάκιγχαμ για να επιθεωρήσει τα πρώτα άνθη που είχαν ξεπροβάλει στον κήπο της. Τα μέσα μεταφοράς απεργούσαν εκείνη την ημέρα και οι εργαζόμενοι είχαν αναγκαστεί να μεταβούν στις δουλειές τους στην πόλη με αυτοκίνητα. Το κεντρικό Λονδίνο, επομένως, είχε κατακλυστεί από οχήματα. Λόγω της αυξημένης κίνησης, η πόλη είχε καταργήσει τους συνήθεις περιορισμούς γύρω από το παρκάρισμα για την ημέρα. Αυτοκίνητα βρίσκονταν παντού – σε ζώνες στάσης/στάθμευσης, σε σημεία όπου το παρκάρισμα κανονικά δεν επιτρεπόταν, και σε ζώνες ελεγχόμενες με παρκόμετρα ώρες ολόκληρες μετά τη λήξη του κουπονιού.
Λίγο μετά το μεσημέρι, κατά τις 2, χτύπησε το τηλέφωνο στα κεντρικά των Times του Λονδίνου. Απάντησε μια νεαρή εργαζόμενη που λεγόταν Ελίζαμπεθ Κέρτις, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει τη βάρδια της στο τηλεφωνικό κέντρο. Άκουσε τη φωνή ενός άνδρα, που μιλούσε πολύ γρήγορα και με βαριά ιρλανδική προφορά. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε, αλλά στη συνέχεια αντιλήφθηκε πως ανέφερε τις περιγραφές διάφορων αυτοκινήτων και τις τοποθεσίες όπου βρίσκονταν. Η υπαγόρευση αυτή κράτησε λίγο περισσότερο από ένα λεπτό, και η Ελίζαμπεθ, παρά το αρχικό σάστισμά της, σημείωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πριν κλείσει, ο άνδρας είπε: «Οι βόμβες θα εκραγούν σε μία ώρα από τώρα».
Ο δημοσιογράφος Μάρτιν Χάκερμπι είχε εκείνη την ημέρα βάρδια στην αίθουσα σύνταξης. Άκουσε την Κέρτις να υπαγορεύει τις πληροφορίες για τις βόμβες σε μια συνάδελφό της. Η κοντινότερη τοποθεσία που ανέφερε ήταν το Ολντ Μπέιλι, το κεντρικό ποινικό δικαστήριο του Λονδίνου, σε μικρή απόσταση από τα γραφεία της εφημερίδας. Ο Χάκερμπι έφυγε από το γραφείο τρέχοντας. Έψαχνε ένα πράσινο Φορντ Κορτίνα με την πινακίδα –υποθέτοντας πως η Κέρτις είχε καταφέρει να τη σημειώσει σωστά– ΥΝS 649Κ. Ο Χάκερμπι έφυγε από το γραφείο στις 2 και έφτασε στο γνωστό λιθόκτιστο δικαστήριο λίγα λεπτά αργότερα. Χτισμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, το Ολντ Μπέιλι είχε φιλοξενήσει μερικές από τις πιο διάσημες δίκες στην ιστορία της χώρας. Ένας μεγαλοπρεπής τρούλος διακοσμούσε τη βαριά τοιχοδομή, με ένα μπρούτζινο άγαλμα της Δικαιοσύνης στην κορυφή, με τα χέρια απλωμένα, να κραδαίνουν μια ρομφαία και μια πλάστιγγα.
Λίγο μετά το μεσημέρι, κατά τις 2, χτύπησε το τηλέφωνο στα κεντρικά των Times του Λονδίνου. Απάντησε μια νεαρή εργαζόμενη που λεγόταν Ελίζαμπεθ Κέρτις, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει τη βάρδια της στο τηλεφωνικό κέντρο.[...] Η υπαγόρευση αυτή κράτησε λίγο περισσότερο από ένα λεπτό, και η Ελίζαμπεθ, παρά το αρχικό σάστισμά της, σημείωνε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πριν κλείσει, ο άνδρας είπε: «Οι βόμβες θα εκραγούν σε μία ώρα από τώρα».
Δεκάδες αυτοκίνητα βρίσκονταν παρκαρισμένα γύρω από το κτίσμα, και ο Χάκερμπι άρχισε να αναζητεί το Κορτίνα ανάμεσά τους. Το εντόπισε αρκετά γρήγορα, ακριβώς μπροστά από το δικαστήριο: ένα πράσινο Φορντ Κορτίνα Εστέιτ με πινακίδα YFN 469Κ, τόσο κοντά σε αυτό που έψαχνε ώστε να είναι σίγουρος πως το είχε βρει. Κοιτάζοντας μέσα στο αυτοκίνητο από το τζάμι, είδε ένα ζευγάρι μαύρα γάντια αφημένα στο πάτωμα και ένα δοχείο αεροζόλ. Ο Χάκερμπι περίμενε την άφιξη της αστυνομίας, και ύστερα από ένα χρονικό διάστημα που του φάνηκε σαν αιωνιότητα δύο ένστολοι αξιωματικοί κατέφθασαν στο σημείο, στις 2:33, και άρχισαν να επιθεωρούν το όχημα. Απομάκρυναν τους περαστικούς και απέκλεισαν την περιοχή βάζοντας κορδέλες. Ο Χάκερμπι κατέφυγε στην είσοδο ενός κτίσματος, περίπου είκοσι μέτρα μακριά από το Κορτίνα, και περίμενε εκεί.
Το σχέδιο για τη μεταφορά της εκστρατείας με τις βομβιστικές επιθέσεις στην Αγγλία ήταν εν μέρει ιδέα της Ντολόρς Πράις. Ο IRA είχε τοποθετήσει εκατοντάδες βόμβες στα εμπορικά κέντρα της Βόρειας Ιρλανδίας. Αν ο στόχος του ήταν η καταστροφή της οικονομίας, θα είχε σημειώσει λαμπρή επιτυχία. Για τους πολίτες της Βόρειας Ιρλανδίας, είτε καθολικοί ήταν αυτοί είτε προτεστάντες, η ρουτίνα των βομβιστικών επιθέσεων είχε καταστήσει τη διαβίωσή τους ανυπόφορη: έπαιζες κορόνα γράμματα την ίδια σου τη ζωή κάθε φορά που έβγαινες να αγοράσεις μια καρτέλα αυγά. Μπορεί ο IRA να μην προτίθετο να αφαιρέσει ζωές αμάχων, αλλά ζωές αμάχων ήταν αυτές που χάνονταν, πολλές, και καμιά σημασία δεν είχε αν αυτοί ήταν καθολικοί ή προτεστάντες. Η Ματωμένη Παρασκευή είχε αποτελέσει μια ιδιαίτερα θλιβερή περίσταση, αλλά δεν ήταν η μόνη – αμέτρητες βομβιστικές επιθέσεις με μικρότερο βεληνεκές είχαν κοστίσει ζωές και ανθρώπινα μέλη, μειώνοντας αργά αλλά σταθερά την υποστήριξη για τη βίαιη εκστρατεία ανάμεσα στους μετριοπαθείς ιρλανδούς ρεπουμπλικάνους. Το χειρότερο απ’ όλα, μιας και όλες αυτές οι βόμβες εκρήγνυντο μέσα στα σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας, ήταν πως δεν έκαναν σχεδόν καμία εντύπωση στον πραγματικό τους στόχο – τους Βρετανούς. Το αγγλικό κοινό, ασφαλές στην αντίπερα όχθη της Ιρλανδικής Θάλασσας, έδειχνε μόνο σπάνια να ασχολείται με τα τεκταινόμενα στη Βόρεια Ιρλανδία. Το όλο πράγμα έμοιαζε να αποτελεί μια πραγματική μελέτη στη στρατηγική παράνοια: οι Ιρλανδοί συνέχιζαν να ανατινάζονται μεταξύ τους σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να πλήξουν τους Άγγλους, ενώ οι Άγγλοι δεν έπαιρναν χαμπάρι. Αυτό είχε ενοχλήσει την Πράις. «Ο πόλεμος αυτός είναι μισός δικός τους» έλεγε στον Μικρούλη Πατ Μακλούρ, τον αρχηγό των Αγνώστων, κάθε νύχτα που περνούσαν σε ένα κρησφύγετο, στα διαλείμματα των επιχειρήσεών τους. «Ο μισός είναι δικός μας. Όμως ο άλλος μισός είναι δικός τους, και ένα κομμάτι του πρέπει να διεξάγεται στα δικά τους εδάφη». Ήταν πλέον βέβαιη πως «ένα γρήγορο, ξαφνικό χτύπημα –μια επιδρομή στην καρδιά την ίδια της Αυτοκρατορίας– θα έφερνε καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι η ανατίναξη είκοσι αυτοκινήτων οπουδήποτε στον Βορρά της Ιρλανδίας».
Αφού παρουσίασε τα επιχειρήματά της στον Σον Μακ Στίφεν, ο οποίος ενέκρινε την πρότασή της, η Πράις συνεργάστηκε με τον Μακλούρ και τον Τζέρι Άνταμς ώστε να καταστρώσουν ένα πρώτο σχέδιο για να τυλίξουν το Λονδίνο στις φλόγες. Οι εμπρηστικοί μηχανισμοί κατασκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν λαθραία στο Λονδίνο, και το σχέδιο ήταν πως μια ομάδα γυναικών θα μετέβαινε στην πόλη αεροπορικώς και θα τους τοποθετούσε σε καταστήματα της Όξφορντ Στριτ. Πριν μπορέσουν όμως να τοποθετήσουν τους μηχανισμούς, ανακάλυψαν πως το οξύ μέσα τους είχε διαρρεύσει και τους είχε αχρηστέψει. Οπότε η Πράις, που βρισκόταν ήδη στο Λονδίνο, αναγκάστηκε να ακυρώσει την αποστολή της και να περιοριστεί σε έναν περίπατο δίπλα στον Τάμεση, κατά τη διάρκεια του οποίου πετούσε τη μια κούφια βόμβα μετά την άλλη στα νερά του.
Μιας και οι εμπρηστικοί μηχανισμοί δεν λειτούργησαν, αντ’ αυτών αποφάσισαν να τοποθετήσουν βόμβες σε οχήματα. Η ιδέα προήλθε από μέλη της Ταξιαρχίας του Μπέλφαστ. Όταν έφτασε η ώρα να στρατολογηθεί μια ομάδα που θα αναλάμβανε την αποστολή, εθελοντές από διαφορετικές μονάδες συγκεντρώθηκαν σε ένα κρησφύγετο στο Λόουερ Φολς. Ο Τζέρι Άνταμς τους εξήγησε πως είχαν σχεδιάσει μια εξαιρετικά επικίνδυνη αποστολή. Όποιος από τους εθελοντές συμμετείχε σε αυτή δεν θα έβλεπε ξανά το σπίτι του για αρκετό καιρό. Όσο μιλούσε ο Άνταμς, η Πράις βρισκόταν καθισμένη στο μπράτσο της πολυθρόνας του. Για να διαφυλαχθεί η μυστικότητα, ο Άνταμς παρέμεινε αρκετά αόριστος γύρω από τη φύση της αποστολής όσο απευθυνόταν στη μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών, παραθέτοντας ελάχιστες λεπτομέρειες γύρω από αυτήν, αλλά τόνισε πως όποιος συμμετείχε έπρεπε να είναι προετοιμασμένος να υποστεί την οργή του κράτους σε όλη της την έκταση. «Αυτή θα είναι μια δουλειά που μπορεί να οδηγήσει στην κρεμάλα» είπε. «Αν κάποιος δεν θέλει να συμμετάσχει, να σηκωθεί και να φύγει τώρα». Τους συμβούλευσε να βγουν από την πίσω πόρτα, και να φεύγουν ανά δέκα λεπτά ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή.
Η Πράις θεωρούσε πως ο Άνταμς γινόταν μελοδραματικός. Υποψιάστηκε πως είχε ξεσηκώσει τα δεκάλεπτα διαστήματα από ένα βιβλίο για τον Μάικλ Κόλινς. Όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί σηκώθηκαν και άρχισαν να φεύγουν. «Σιγά σιγά, μη με ποδοπατήσετε, παλικάρια» τους είπε ξερά η Πράις.
Όταν ολοκληρώθηκε αυτή η μικρή έξοδος, στο κρησφύγετο είχαν παραμείνει περίπου δέκα άτομα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο φίλος της Πράις και συνεργάτης της στους Αγνώστους, ο Χιου Φίνεϊ: μορφωμένος, λίγο πάνω από τα είκοσι πια, και φορώντας τα γνωστά γυαλιά του. Ο Φίνεϊ θα αναλάμβανε χρέη ως διαχειριστής του υλικού και θα ήταν υπεύθυνος για τα οικονομικά της επιχείρησης. Κράδαινε ένα χοντρό μάτσο χαρτονομίσματα των πέντε λιρών. Εκεί βρισκόταν και ο Τζέρι Κέλι, ένας ομορφάντρας νεαρός από το Λόουερ Φολς, τον οποίο η Πράις γνώρισε εκεί για πρώτη φορά. Ο Κέλι κρυβόταν επειδή είχε δραπετεύσει από τη φυλακή, όπου εξέτιε ποινή ύστερα από την καταδίκη του για ληστεία σε τράπεζα. Η Πράις τον βρήκε σπουδαίο τύπο. Και, φυσικά, βρισκόταν εκεί και η Μάριαν. Πάντα βρισκόταν εκεί η Μάριαν.
Ήταν όλοι τους τόσο νέοι. Πραγματικά παιδάκια. Το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της συμμορίας, ο Ουίλιαμ Άρμστρονγκ, ένας καθαριστής παραθύρων με λαδωμένα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω, ήταν 29 ετών. Η νεαρότερη ήταν η Ροσίν Μακνίερνι, μια κοπέλα 18 ετών με γουρλωμένα μάτια. Δούλευε ως δακτυλογράφος όταν είχε ενταχθεί στους Πρόβος έξι μήνες νωρίτερα. Ζούσε ακόμη με τους γονείς της.
Ως αρχηγός των Αγνώστων, ο Πατ Μακλούρ ήθελε να συμμετάσχουν στην επιχείρηση έξυπνα άτομα. Οπότε, διάλεξε την Πράις για να ηγηθεί. Διορίστηκε, όπως το είπε η ίδια, «διοικήτρια ολόκληρου του πράγματος». Θα είχε δύο υπαρχηγούς που θα αναφέρονταν απευθείας σε αυτήν, τον Χιου Φίνεϊ και τη Μάριαν Πράις. Κανείς από τους εθελοντές δεν διέθετε εμπειρία σε αποστολές πίσω από τις γραμμές του εχθρού, οπότε ο Μικρούλης Πατ κανόνισε να πάνε ένα ταξίδι πέρα από τα σύνορα για μια εντατική εκπαίδευση στη χρήση εκρηκτικών και χρονοδιακοπτών.
Όπως θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει και η θεία Μπρίντι, η παρασκευή βομβών στον IRA ήταν μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και ανακριβής επιστήμη. Ο Μπρένταν Χιουζ διηγιόταν ιστορίες για τον προπάππο του, ο οποίος, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, είχε προσπαθήσει να πετάξει μια χειροβομβίδα σε ένα τεθωρακισμένο όχημα αλλά αυτή είχε σκάσει στο χέρι του. Οι Πρόβος είχαν σημειώσει βέβαια θεαματική βελτίωση στην κατασκευή βομβών τα τελευταία χρόνια, καθώς τις έφτιαχναν σε κάθε ευκαιρία που έβρισκαν. Οι εθελοντές του IRA δεν είχαν σταματήσει να αυτοανατινάζονται με τις βόμβες τους, το αντίθετο μάλιστα. Απλώς τα ατυχήματα αυτά, όπως παρατήρησε ένας συγγραφέας, λειτουργούσαν πλέον περισσότερο σαν ένα «μακάβριο είδος “φυσικής επιλογής”», που διαχώριζαν διά παντός τους ικανούς από τους ανίκανους. Αυτοί που επιβίωναν ήταν αυτοί που έπαιρναν και τις μεγαλύτερες προφυλάξεις, και τελικά οι Πρόβος παρήγαγαν μια σειρά από πραγματικά θρυλικούς κατασκευαστές βομβών. Ανέπτυξαν και έναν πενηντασέλιδο εικονογραφημένο οδηγό, τον οποίο μελετούσαν εις βάθος οι επίδοξοι ειδήμονες στα εκρηκτικά. Παρείχε οδηγίες για την κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών με τη χρήση των πιο απίθανων κοινότοπων οικιακών εξαρτημάτων – λάδι για κεριά, μανταλάκια για τα ρούχα, μια βόμβα με καρφιά κατασκευασμένη από ένα κουτί μπίρα, καλαμάκια που χρησιμοποιούνταν ως φιτίλια.
Οι βόμβες σε αμάξια, που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στη σύγκρουση στις αρχές του 1972, αποτελούσαν μια τρομακτική απομάκρυνση από την πεπατημένη, επειδή μέχρι το σημείο εκείνο το μέγεθος των περισσότερων βομβών περιοριζόταν αναγκαστικά λόγω του ατόφιου βάρους των εκρηκτικών ουσιών που ήταν κάθε φορά σε θέση να κουβαλήσουν μια χούφτα παραστρατιωτικοί. Το να κρύψεις μια βόμβα σε ένα αυτοκίνητο σήμαινε πως μπορούσες να κατασκευάσεις έναν τεράστιο μηχανισμό, τον οποίο στη συνέχεια οδηγούσες κατευθείαν στο σημείο όπου ήθελες, και να φύγεις αποκεί με την ησυχία σου. Ενώ μια βαλίτσα ή μια σακούλα παρατημένη σε ένα πολυσύχναστο μαγαζί μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τραβήξει την προσοχή, τα αυτοκίνητα αποτελούσαν το τέλειο καμουφλάζ, καθώς βρίσκονταν παντού. «Τα αυτοκίνητα αποτελούσαν το πλέον ιδανικό δοχείο και παράλληλα το πλέον ιδανικό μέσο μεταφοράς των βομβών» έγραφε ο Σον Μακ Στίφεν το 1975. «Απέδιδαν πολύ μεγαλύτερες διοικητικές, βιομηχανικές και οικονομικές ζημιές ανά αποστολή. Και απαιτούνταν λιγότεροι εθελοντές για να τα φέρουν στον στόχο». Στους δρόμους του Μπέλφαστ, ένα και μόνο άδειο, εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο ήταν αρκετό για να σπείρει τον πανικό, να διώξει όλο τον κόσμο από την περιοχή και να τραβήξει την προσοχή των αρχών, άσχετα από το αν μέσα είχε πράγματι τοποθετηθεί μια βόμβα ή όχι.
Τον Φεβρουάριο, έξι οχήματα είχαν κλαπεί υπό την απειλή όπλου στο Μπέλφαστ και είχαν οδηγηθεί στη Δημοκρατία. Όταν τα οχήματα αυτά επανεμφανίστηκαν στους δρόμους του Δουβλίνου στις αρχές Μαρτίου, είχαν βαφτεί σε διαφορετικό χρώμα και έφεραν πλαστές πινακίδες. Τελικά, μόνο τέσσερα από αυτά θα μετέβαιναν στο Λονδίνο: ένα Φορντ Κορσέρ, ένα Χίλμαν Χάντερ, ένα Βόξολ Βίβα – και το πράσινο Φορντ Κορτίνα. Στο καθένα από αυτά βρισκόταν προσεκτικά τοποθετημένος ένας τεράστιος εμπρηστικός μηχανισμός, με περισσότερα από 50 κιλά εκρηκτικά σε σκόνη, πακεταρισμένα σε πλαστικές σακούλες, μαζί με μια δεσμίδα από ζελατινοδυναμίτιδα. Το κάθε φορτίο βρισκόταν κρυμμένο κάτω από το πίσω κάθισμα και συνδεόταν, μέσω ενός εκρηκτικού καλωδίου, με ένα κουτί στο κάθισμα του συνοδηγού, το οποίο περιείχε έναν χρονοδιακόπτη – ένα απλό μεταποιημένο οικιακό ρολόι.
Διάλεξαν την ημέρα διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος στη Βόρεια Ιρλανδία, με το ερώτημα αν η περιοχή έπρεπε να παραμείνει κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου. Η αποστολή, σύμφωνα με τον Κέλι, είχε στόχο να νιώσει η Αγγλία στο πετσί της «την πραγματικότητα της αποικιοκρατίας».
Έναν μήνα πριν από την επιχείρηση, η Ντολόρς Πράις είχε ταξιδέψει στο Λονδίνο για μια αναγνωριστική αποστολή μαζί με τον Μάρτιν Μπρέιντι, έναν μυώδη συναγωνιστή της με πυκνά φρύδια, ο οποίος είχε δουλέψει στο παρελθόν σε εστιατόριο του Ουέστ Εντ και γνώριζε πώς να τριγυρίζει στην πόλη. Οι Άγνωστοι είχαν επιλέξει οι ίδιοι τους στόχους και τους είχαν παρουσιάσει στην ηγεσία του Μπέλφαστ προς έγκριση. Οι στόχοι ήταν προσεκτικά επιλεγμένοι ώστε «να προκαλέσουν συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα» εξήγησε αργότερα ο Τζέρι Κέλι. Όσο εξοικειωμένο κι αν ήταν το βρετανικό κοινό με πηχυαίους τίτλους εφημερίδων γύρω από τις καταστροφές στη Βόρεια Ιρλανδία, μια σειρά από εκρήξεις στο κέντρο του Λονδίνου θα άλλαζε διά παντός τα πράγματα. Διάλεξαν την ημέρα διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος στη Βόρεια Ιρλανδία, με το ερώτημα αν η περιοχή έπρεπε να παραμείνει κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου. Η αποστολή, σύμφωνα με τον Κέλι, είχε στόχο να νιώσει η Αγγλία στο πετσί της «την πραγματικότητα της αποικιοκρατίας».
Στις 5 Μαρτίου, η ομάδα χωρίστηκε σε δύο γκρουπ. Ο Χιου Φίνεϊ οδήγησε το πρώτο γκρουπ πέρα από την Ιρλανδική Θάλασσα, μεταφέροντας το Κορτίνα και το Βίβα με το φέρι που συνδέει το Δουβλίνο με το Λίβερπουλ. Την επόμενη μέρα, το δεύτερο γκρουπ, υπό τη διεύθυνση της Μάριαν Πράις, μετέφερε το Κορσέρ και το Χίλμαν Χάντερ. Όταν όμως το φέρι έφτασε στο Λίβερπουλ και τα αυτοκίνητα χρειάστηκε να περάσουν από το τελωνείο, ανέκυψε ένα πρόβλημα με το Χάντερ. Είχε να κάνει με την πινακίδα του. Ο Μάρτιν Μπρέιντι ήταν ο οδηγός του, ενώ η μικρή Ροσίν Μακνίερνι καθόταν στο πίσω κάθισμα. Οι τελωνειακοί φάνηκε να υποψιάζονται πως προσπαθούσαν να περάσουν ένα ξένο όχημα στο Ηνωμένο Βασίλειο από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας χωρίς να πληρώσουν τον φόρο εισαγωγής. Όσο μιλούσαν, η Ροσίν έτρεμε στο πίσω κάθισμα και η ανησυχία της διαρκώς εντεινόταν. Ανακοίνωσε πως έπρεπε να πάει στην τουαλέτα και βγήκε από το αμάξι.
Όταν επέστρεψε μερικά λεπτά αργότερα, ο τελωνειακός που συνομιλούσε με τον Μπρέιντι χρειάστηκε να ασχοληθεί με ένα φορτηγό που εμπόδιζε τη ροή της κυκλοφορίας. Τα νεαρά μέλη του IRA έμειναν εκεί όπου βρίσκονταν, αβέβαιοι για το τι θα αποφάσιζε όταν θα επέστρεφε. Όμως πλέον καθυστερούσαν και οι ίδιοι τη ροή της κυκλοφορίας, και ένας άλλος αξιωματικός του τελωνείου τους έγνεψε να περάσουν. Σύμφωνα με το αρχικό πλάνο, τα δύο τελευταία κλεμμένα αμάξια προορίζονταν να μεταφερθούν κι αυτά με το φέρι, για να συμπληρωθεί ο αριθμός των έξι βομβών που θα έφερναν στην Αγγλία, αλλά ύστερα από τη λαχτάρα στο τελωνείο το γκρουπ ήρθε σε επαφή με τους συναγωνιστές του στην Ιρλανδία και τους προειδοποίησε να μη στείλουν τα δύο τελευταία οχήματα, γιατί ήταν ανοιχτό το ενδεχόμενο οι αρχές να είχαν ψυλλιαστεί τι συνέβαινε.