Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη «Σύγχρονα κάτοπτρα της ελληνικότητας – Ιδέες και Ιδεολογήματα στον 20ο αιώνα», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«…επιχειρώντας, έτσι, μια συνοπτική επισκόπηση της σύγχρονης πεζογραφικής μας παράδοσης των πρώτων πενήντα χρόνων από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ο Δημήτρης Χατζής διαπίστωνε, σε σχέση με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, μια εντεινόμενη καθυστέρηση ενός αιώνα σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας μας, που ο ρυθμός της ανακόπηκε, από το 1880 και μετά, όταν η γλωσσική πολυφωνία έδωσε τη θέση της στο δίπολο καθαρεύουσας ή δημοτικής. Έκτοτε, και παράλληλα με την σχολή του δημοτικισμού, της οποίας ηγήθηκε ο Κ. Παλαμάς, εμφανίσθηκαν στο λογοτεχνικό προσκήνιο πεζογράφοι που μίλησαν για τη ζωή της τότε αγροτικής και ημιαστικής ελληνικής κοινωνίας, με προεξάρχοντες τους «ηθογράφους» Καλλιγά, Βικέλα, Βιζυηνό και τον σπουδαιότερο όλων, Παπαδιαμάντη. Έχοντας κατά νου την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Κ. Δημαρά, ο Δ. Χατζής παρατηρούσε, ότι οι πεζογράφοι αυτοί, κοιταγμένοι υπό ένα «αριστοκρατικό» πρίσμα, αντιμετωπίζονταν αρνητικά, ενώ υπό το « λαϊκιστικό» πρίσμα, θετικά, ώστε κατά την πάγια τακτική, να αλληλο-αποκλείονται.
Με τη διαφορά ότι ο Χατζής διέκρινε κι αυτός μια τρίτη άποψη, «μυστικιστική» ή επαγγελλόμενη την «επιστροφή στις ρίζες», η οποία, όμως, κακοποιούσε, εξίσου με τις άλλες δύο οπτικές, την ηθογραφική μας παράδοση. Περιέργως πως, ως να ήθελε να σώσει τη ηθογραφία, στη διάλεξή του, δεν έκανε μνεία σε πεζογράφους της πρώτης 20ετίας του 20ού αιώνα, δημιουργούς εκ παραλλήλου με τους «ηθογράφους» όπως ο Εμ. Ροΐδης, ο Κ. Χατζόπουλος, ο Κ. Θεοτόκης, ο Κ. Χρηστομάνος, ο Μ. Μητσάκης, κ.ά. Δεν απέφυγε, πάντως, να συνδέσει την ανανέωση της πεζογραφίας μας με την επαναστατική έκρηξη της Νέας ποίησης, εφόσον αυτή, με πρωτουργό και δάσκαλό της, τον Κ. Καβάφη, οδηγούσε τη γενιά του ’30 σε ρήξη με την ηθογραφία και την δημώδη ποιητική της. Και ενώ απέδωσε στους εκπροσώπους της –αστούς, επαναστατημένους αναρχικούς ή κομματικούς επαναστάτες–, τη δημιουργία της ζωντανής γλώσσας της πεζογραφίας, αποκάλεσε την γενιά του ‘30 «χτικιασμένη» γενιά, πάσχουσα από την κληρονομική νόσο του επαρχιώτικου ελληνοκεντρισμού που της στέρησε το σθένος να δει σε βάθος την ελληνική πραγματικότητα. Το επόμενο χάσμα που εντόπιζε στην πεζογραφία της 20ετίας 1945-1967 από το οποίο αναδύθηκε η πεζογραφία της μεταπολίτευσης, το απέδωσε στην δικτατορία του ’67.
O Δ. Χατζής δικαίως αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν μια τέτοια «μισή και ανολοκλήρωτη παράδοση» να είναι οδηγός και στήριγμα στη μυθιστορηματική απόδοση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, που την κίνησή της καθόριζαν όροι της παγκόσμιας συγκυρίας...
Με όλα τα παραπάνω χάσματα, που προκαλούν ρήξεις στη συνέχεια της πεζογραφικής μας παράδοσης του 20ού αι., ο Δ. Χατζής δικαίως αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν μια τέτοια «μισή και ανολοκλήρωτη παράδοση» να είναι οδηγός και στήριγμα στη μυθιστορηματική απόδοση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, που την κίνησή της καθόριζαν όροι της παγκόσμιας συγκυρίας, ενόσω δοκιμαζόταν από την κοσμοθεωρητική, ιδεολογική και ηθική κρίση που προκαλούσε η μαζική κουλτούρα της κατανάλωσης και της πλαστής ευημερίας;
Με εξαίρεση πρωτοπόρους πεζογράφους, από τους οποίους αναφέρει μόνον τον Γ. Σκαρίμπα, αλλά όχι τον Γ. Μπεράτη ή τον Ε. Γονατά, η πεζογραφία μας, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα κοινωνικά οικονομικά και πολιτικά ζητήματα του καιρού της, με κομμένες τις ρίζες της παραμελημένης ή παραποιημένης παράδοσής μας, χωρίς μια σταθερή αφετηρία και χωρίς τρόπους αντίστασης, βρισκόταν και αυτή στη δίνη της παγκόσμιας κρίσης που προκαλούσε η παρακμή του αστικού κόσμου. Έτσι, παραδεχόταν :
«Όλοι είμαστε μετέωροι, προσωρινά τοποθετημένοι, ταξικά απροσδιόριστοι».
Κάτω από αυτές τις συντριπτικά νέες συνθήκες μιας παραμόνιμης παγκόσμιας κρίσης, που μας ωθούσε να τις συνειδητοποιήσουμε, ο Δ. Χατζής τοποθετούνταν, τώρα, πάνω σε μια ριζικά διαφορετική «ιδεολογική» (ή μήπως και οντο-γνωσιοθεωρητική;) βάση, ομολογώντας την αδυναμία επιστροφής στην παράδοση έτσι όπως την είχε στοιχειοθετήσει, από τον εμφύλιο μέχρι την επάνοδό του από την εξορία. Γιατί παραδεχόταν πως η αναφορά σε μια θολή και αδιασαφήνιστη ελληνικότητα είναι καρπός μιας λαϊκίστικής δημαγωγίας. Απερίφραστα, έτσι, ομολογούσε ό,τι αρνούμαστε να ομολογήσουμε σαράντα χρόνια μετά:
«Το πρόβλημα του σημερινού πεζογράφου, όπως και κάθε καλλιτέχνη, είναι νομίζω τούτο: Πώς, αποκτώντας συνείδηση του εαυτού του και της εποχής του, θα περάσει από τις συμπληγάδες του παλιού, από τη μια μεριά, και του αρνητικού, από την άλλη, σε μια νέα δημιουργική σύλληψη της ζωής. Πώς, δηλαδή, πρωτοπορώντας και προφητεύοντας, θα εκφράσει εκείνο που είναι ουσιαστικά νέο στη ζωή... και θα μιλήσει με τους σημερινούς ανθρώπους, με τη δική τους γλώσσα».