Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Αλέξη Χατζηδάκη «Όψεις τουρισμού – Δεκαοχτώ δοκίμια για την τουριστική ανάπτυξη, τον σχεδιασμό του χώρου και την αρχιτεκτονική», που κυκλοφορεί από τις Cube Art Editions.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
ΥΠΕΡΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: ΑΠΕΙΛΗ Ή ΦΟΒΗΤΡΟ;
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Τα τελευταία χρόνια έχει αναβιώσει η πρόσληψη του τουριστικού φαινομένου από ορισμένες ομάδες πληθυσμού ως «κατάρας» που απειλεί την κοινωνική συνοχή, το τοπίο, το περιβάλλον και το κλίμα, την αισθητική αρμονία των προορισμών, την ισορροπία της πολεοδομικής και χωροταξικής διάρθρωσης ή, ακόμη, τα οικονομικά συμφέροντα των τοπικών επιχειρήσεων ή των παραδοσιακών επαγγελμάτων, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των κατοίκων στους τόπους υποδοχής. Ενώ οι ωφέλειες από την ανάπτυξη και τη διάχυση των τουριστικών δραστηριοτήτων σε ευρεία γεωγραφική κλίμακα είναι ορατές και γενικά αποδεκτές, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ενίσχυση των τοπικών οικονομιών, την τόνωση της απασχόλησης με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών, την προώθηση της διαπολιτισμικής κατανόησης, από την άλλη μεριά τα θετικά στοιχεία παρακάμπτονται, όταν δεν αγνοούνται, και έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Υποκύπτουν, υποτασσόμενα στη λογική της δαιμονοποίησης, του φόβου απέναντι στην αλλαγή, στο καινούργιο, στο ξένο, στο άλλο.
Έτσι εμφανίστηκε ένα νέο «φάντασμα να πλανιέται πάνω από την Ευρώπη» τον 21ο αιώνα, ο «υπερτουρισμός», δηλαδή όταν η υπερβολική και απρογραμμάτιστη διόγκωση και εξάπλωση του φαινομένου μαζικών τουριστικών ροών επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των κατοίκων και στην ποιότητα των εμπειριών των επισκεπτών.
O υπερτουρισμός δεν είναι βέβαια καινούργιο φαινόμενο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού χαρακτηρίζει μάλιστα τον όρο ως “buzzword”, που χρησιμοποιείται στη θέση υφιστάμενων εννοιών για τη διαχείριση του τουριστικού κορεσμού και της τουριστικής φέρουσας ικανότητας. Διότι κάποιο πραγματικό και σοβαρό αίτιο είχε υπάρξει που ανάγκασε π.χ. την Ισπανία γύρω στα 1980 να πάρει μέτρα για να ανακόψει την καλπάζουσα και αλόγιστη οικοδόμηση ενός μετώπου ξενοδοχειακών συγκροτημάτων στις παραλιακές περιοχές ή να κατεδαφίσουν ξενοδοχεία και να επιβάλουν φόρο στους αφικνούμενους τουρίστες στη Μαγιόρκα το 2000 και να υιοθετήσουν τον αναπροσανατολισμό της τουριστικής ανάπτυξης από την ποσοτική μεγέθυνση στην ποιοτική αναβάθμιση. Ακόμη και στη χώρα μας, για παρόμοιους λόγους, ήδη το 1986, με την Υπουργική Απόφαση 2647/1986 (ΦΕΚ 797/Β) χαρακτηρίστηκαν αρκετές περιοχές της χώρας (Κέρκυρα, Ρόδος, Χερσόνησος, Αθήνα και άλλες) ως «τουριστικά κορεσμένες» και «Περιοχές ελέγχου τουριστικής ανάπτυξης», επιβάλλοντας απαγορεύσεις και περιορισμούς, διότι θεωρήθηκε ότι οι υπάρχουσες υποδομές (σε κτίρια, δίκτυα, και λοιπά) δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των αυξανόμενων τουριστικών εισροών.
Πλούσια είναι και η σχετική βιβλιογραφία για την υπέρβαση της λεγόμενης «φέρουσας ικανότητας» των περιοχών που υποδέχονται τουρίστες. Κατά τον παλαιό ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, φέρουσα ικανότητα είναι «ο μέγιστος αριθμός τουριστών που μπορεί να απορροφήσει ένας τόπος χωρίς να υποβαθμίζεται η ποιότητα της εμπειρίας του επισκέπτη και χωρίς σοβαρές συνέπειες για την οικολογία του και τις κοινωνικοοικονομικές δομές του».
Στο εσωτερικό του τουριστικού πεδίου πρόκειται για την ανάπτυξη των διαδικτυακών παρόχων, τη μεγαλύτερη συνδεσιμότητα μέσω της χρήσης των κοινωνικών διαδικτυακών μέσων (social media), αύξηση των συνολικών τουριστικών ροών, απορρύθμιση των αερομεταφορών και μείωση του σχετικού κόστους των πτήσεων.
Έκτοτε η σχετική φιλολογία επικαλύφθηκε από τη συζήτηση με άξονα τη «βιωσιμότητα» (sustainability) της ανάπτυξης του τουρισμού, η οποία δέσποσε τις επόμενες δεκαετίες.
Η σχετικά πρόσφατη ανάδυση της έννοιας του υπερτουρισμού μπορεί να αποδοθεί σε ειδικές εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό του τουρισμού, όσο και σε εξωτουριστικά πεδία. Στο εσωτερικό του τουριστικού πεδίου πρόκειται για την ανάπτυξη των διαδικτυακών παρόχων, τη μεγαλύτερη συνδεσιμότητα μέσω της χρήσης των κοινωνικών διαδικτυακών μέσων (social media), αύξηση των συνολικών τουριστικών ροών, απορρύθμιση των αερομεταφορών και μείωση του σχετικού κόστους των πτήσεων. Στις εξελίξεις εκτός τουρισμού, και ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αύξηση του αριθμού των κατοίκων και των εργαζομένων στις τουριστικές πόλεις, η αύξηση της κινητικότητας, η αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου και η συνακόλουθη αύξηση των οχημάτων παράδοσης των παραγγελιών, τα οποία ασκούν πιέσεις στις υποδομές και τις υπηρεσίες. Επί πλέον, λόγω της μεταβολής των εργασιακών προτύπων και της συμπεριφοράς στον ελεύθερο χρόνο σε μια οικονομία εμπειριών, οι τουρίστες και οι κάτοικοι δεν κινούνται σε διαχωρισμένες ζώνες αλλά μοιράζονται από κοινού τον αστικό χώρο στη διάρκεια της ημέρας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τελικά διαφοροποιεί, εν μέρει τουλάχιστον, τον υπερτουρισμό είναι η ανάπτυξη κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στη συγκέντρωση τουριστικών δραστηριοτήτων στον χώρο.
Έχει αναπτυχθεί μια δημόσια συζήτηση, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, για τις αρνητικές επιπτώσεις του «υπερτουρισμού». Σ’ αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η κερδοσκοπία στη στέγαση και στη γη, ο κορεσμός και η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, η ιδιοποίηση και η εμπορευματοποίηση πολιτιστικών και περιβαλλοντικών στοιχείων.
Η υπέρβαση των αντοχών ορισμένων τουριστικών προορισμών, ιδιαίτερα μάλιστα σε αστικά κέντρα και σε δημοφιλή μικρά νησιά, έχουν καταστήσει τον υπερτουρισμό ως υπ’ αριθμόν ένα απειλητικό παράγοντα για τις τοπικές κοινωνίες. Επακόλουθο αυτού του φαινομένου είναι η λεγόμενη «τουρισμοφοβία» (“tourismophobia”), όπως έχει χαρακτηριστεί το φαινόμενο των κοινωνικών αντιδράσεων απέναντι στην ανεξέλεγκτη εξάπλωση της τουριστικής δραστηριότητας. Τέτοια παραδείγματα καταγράφονται κυρίως σε πολλές μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, όπως Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο, Βερολίνο, Βαρκελώνη, Παρίσι, Άμστερνταμ, Βενετία και άλλες, όπου διάφορες συλλογικότητες των κατοίκων πιέζουν τις τοπικές αυτοδιοικήσεις να πάρουν μέτρα περιορισμού ή απαγορεύσεων απέναντι στην εξάπλωση και την ένταση των τουριστικών δραστηριοτήτων.
Στη Βαρκελώνη, ειδικότερα, σημειώθηκαν και οι πρώτες οργανωμένες κινητοποιήσεις των κατοίκων ήδη τον Αύγουστο του 2014, κατά τις οποίες διαμαρτύρονταν για την απώλεια ταυτότητας της πόλης εξαιτίας του τουρισμού, με την εξαφάνιση του παλαιού κοινωνικού ιστού και του εμπορικού τομέα με τα παραδοσιακά καταστήματα σε όφελος των καφενείων, των μπαρ, και με ρυπαρούς δημόσιους χώρους. Ο όρος «τουρισμοφοβία» (“tourismophobia”) γεννήθηκε εκεί ακριβώς, το καλοκαίρι του 2016, με αφορμή την εκδήλωση μιας μικρής εξτρεμιστικής ομάδας φοιτητών και τις επιθέσεις σε τουρίστες. Ένοχος βέβαια θεωρείται ο τουρίστας και μάλιστα ο ξένος, και όχι η πολιτική τάξη που είναι ανίκανη να προβλέψει μακροπρόθεσμες δράσεις σχεδιάζοντας αξιόπιστες δημόσιες πολιτικές. Η εξωτερίκευση της ενοχής είναι πάντοτε αυτοαθωοτική. Είναι, φαίνεται, πιο εύκολο παντού να αποδίδεται η ευθύνη για τις αστοχίες, τα σφάλματα και τις δυστυχίες σε κάποιον εξωτερικό παράγοντα παρά στην ανικανότητα των εσωτερικών δυνάμεων να αντιμετωπίζουν τις δυσχέρειες, να υπερβαίνουν αδυναμίες και να προσφέρουν αποτελεσματικές λύσεις.