«Ξεκούμπωσες το μεσαίο κουμπί του πουκαμίσου σου και πέρασες το χέρι σου κάτω από την μπανέλα του σουτιέν. Αναζήτησες τα δύο εξογκώματα στο στέρνο και στη μασχάλη σου, λες και θα μπορούσαν να είχαν εξαφανιστεί από μόνα τους, και στη συνέχεια άνοιξες την κάμερα του κινητού και κοίταξες το είδωλό σου στην οθόνη».
Της Βανέσσας Τόλια
Οι δρόμοι γυάλιζαν και γλιστρούσαν από τη βροχή. Μ'ένα περίτεχνο χτένισμα που σου πρόσθετε χρόνια και μια βαλίτσα στο χέρι, πλάτη στητή και νευρώδη που μαρτυρούσε ότι υπήρξες κάποτε αθλήτρια, και εύσαρκες, μυώδεις γάμπες που ξεχείλιζαν πάνω από τα ψηλοτάκουνα μποτάκια σου, πάτησες το πόδι σου ξαφνικά στην άσφαλτο από τη στενή νησίδα της λεωφόρου όπου στεκόσουν ασάλευτη, εξαναγκάζοντας τους οδηγούς να κόψουν ταχύτητα και να φρενάρουν απότομα για να περάσεις.
«Πάρτα, καριόλα» ξεφώνισε κάποιος βγάζοντας το χέρι του διάπλατα ανοικτό από το φιμέ τζάμι ενός τετρακίνητου τζιπ.
«Εκεί είναι η διάβαση» πρόσθεσε ένα άλλος πάνω σε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, δείχνοντας με τον αντίχειρα το φανάρι για τους πεζούς πίσω του.
«Να αυτοκτονήσεις θες πρωί-πρωί;» πετάχτηκε ξανά ο άντρας μέσα από το τζιπ κάνοντας τον σταυρό του. «Έχετε τρελαθεί όλοι μετά τα εμβόλια».
Κούνησες το χέρι σου σε μια αμήχανη, απολογητική χειρονομία που ήθελε να δείξει ευγνωμοσύνη, και διέσχισες τρέχοντας τη λεωφόρο με το βλέμμα καρφωμένο στην άσφαλτο, αποφεύγοντας να τους κοιτάξεις. Τα τακούνια σου δυσκολεύονταν να εναρμονιστούν με τον άχαρο διασκελισμό των ποδιών σου, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμα να σπάσουν. Κάλυψες το κεφάλι σου, με την κουκούλα από τη γούνινη ζακέτα της μητέρας σου που κατέβασες το προηγούμενο βράδυ από το πατάρι, και κατευθύνθηκες στη στάση του λεωφορείου. Στάθηκες για λίγο ακίνητη κάτω από το ρημαγμένο κουβούκλιο και κοίταξες από τα ανοίγματα της οροφής του τα σύννεφα που κινούνταν δυτικά.
Σαν σήμερα, σκέφτηκες, χωρίς να καταφέρεις να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου. Σαν σήμερα η μητέρα σου πριν από πέντε χρόνια, σαν σήμερα και η γιαγιά σου πριν από είκοσι. Ένας λυγμός που έπνιξες την τελευταία στιγμή, παρέμεινε σαν κουκούτσι από γιαρμά σφηνωμένο στον λαιμό σου, εμποδίζοντάς σε να αναπνεύσεις. Κούνησες το κεφάλι μπρος-πίσω μερικές φορές, έτριψες τα μάγουλά σου βίαια, για να συνέλθεις, κι αφού ξεκούμπωσες τη ζακέτα που μύριζε ακόμα ναφθαλίνη, έριξες μια μπουνιά ψηλά στο στομάχι σου, αφήνοντας ένα εκρηκτικό, ηχηρό ρέψιμο να απελευθερωθεί από μέσα σου και να σε ξαναφέρει στη ζωή.
«Σαν σήμερα» μουρμούρισες κλαίγοντας αυτή τη φορά με αναφιλητά.
Αναζήτησες στις τσέπες σου ένα χαρτομάντιλο. Φύσηξες τη μύτη σου όσο πιο δυνατά μπορούσες κι ύστερα σκούπισες με το μανίκι το βρεγμένο παγκάκι της στάσης και κάθισες. Κατέβασες το φερμουάρ από τα παπούτσια σου κι έξυσες τις γάμπες σου. Έβγαλες το κινητό από τη μπροστινή θήκη της βαλίτσας και κοίταξες την ώρα.
«Οκτώ το πρωί» σου είπε χθες στο τηλέφωνο η νοσοκόμα. «Οκτώ το αργότερο να είσαι στο χειρουργείο αύριο, νηστική, με τη μασχάλη ξυρισμένη. Και να φοράς αθλητικό σουτιέν. Μπουστάκι».
Ξεκούμπωσες το μεσαίο κουμπί του πουκαμίσου σου και πέρασες το χέρι σου κάτω από την μπανέλα του σουτιέν. Αναζήτησες τα δύο εξογκώματα στο στέρνο και στη μασχάλη σου, λες και θα μπορούσαν να είχαν εξαφανιστεί από μόνα τους, και στη συνέχεια άνοιξες την κάμερα του κινητού και κοίταξες το είδωλό σου στην οθόνη. Καθάρισες με το δάχτυλο το κραγιόν από τα μπροστινά σου δόντια κι έπειτα φίλησες το χέρι σου για να αφαιρέσεις το περιττό χρώμα από τα χείλη. Πρόβαλες το σαγόνι σου μπροστά, προκειμένου να κρύψεις τον εκ γενετής υπογναθισμό σου που ούτε η ορθοδοντική στο παρελθόν, ούτε η προσθετική επιθεμάτων σιλικόνης μπόρεσαν ικανοποιητικά να εξαλείψουν και χαμογέλασες. Χαμογέλασες πλατιά. Χαμογελούσες για ώρα. Μέχρι που το πρόσωπό σου έπαψε να σου ανήκει. Το βλέμμα σου πήρε την έκφραση του οίκτου. Την έκφραση του τρόμου και της ικεσίας κάθε έμψυχου όντος λίγο πριν τη σφαγή του.
«Σαν σήμερα», ίσα που πρόλαβες να ψελλίσεις και το χαμόγελό σου βάρυνε. Κύρτωσε στις γωνίες. Το σαγόνι σου γύρισε στη φυσική του θέση, η άκρη του ευθυγραμμίστηκε με τον λαιμό σου και τα δόντια σου έμειναν και πάλι εκτεθειμένα.
Έκλεισες την κάμερα του κινητού και το έριξες ξανά στη βαλίτσα. Στην στάση είχε μαζευτεί κόσμος. Μαθητές που περίμεναν κι αυτοί το λεωφορείο έδειχναν τα παπούτσια σου και γελούσαν. Σαν να ξύπνησες απότομα από όνειρο, σηκώθηκες από το παγκάκι και στάθηκες όρθια μαζί με τους υπόλοιπους. Είδες το λεωφορείο να πλησιάζει. Να στρίβει στη διασταύρωση και να κόβει ταχύτητα. Όταν ο οδηγός άνοιξε τις πόρτες, περίμενες να επιβιβαστούν πρώτα οι άλλοι. Όταν ήρθε η σειρά σου, κοντοστάθηκες. Πέρασες το χέρι σου μέσα από το πουκάμισο και αναστέναξες : «Σαν σήμερα», μουρμούρισες κι ένιωσες ξανά τον ίδιο κόμπο στον λαιμό.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Βανέσσα Τόλια γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Είναι απόφοιτος του τμήματος «Θεατρικών Σπουδών» του πανεπιστημίου της Νίκαιας της Γαλλίας, με μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία. Έχει ζήσει στη Νότια Γαλλία και στο Μιλάνο κι έχει εργασθεί για αρκετά χρόνια ως καθηγήτρια Γαλλικών. Από το 2012 ζει μόνιμα στην Ελλάδα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά : Books’journal, Χάρτης, Book Press και Fractal. Το πρώτο της βιβλίο «Ο κόσμος που ξέραμε» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του ΄24 από τις εκδόσεις Κέλευθος.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική και εκφραστική επιμέλεια.