«Εκείνη άνοιξε το σακί και σχεδόν ψηλαφιστά, άρχισε να βγάζει τα κόκαλα. Έπνιξε τον πρώτο λυγμό, αλλά ο δεύτερος δεν χώρεσε μέσα της. Τ’ αγκάλιαζε ένα ένα, λες και κρατούσε μωρό, τα σταύρωνε, τα φιλούσε, τα ξέπλενε με τα δάκρυά της, και μετά τα έβαζε μέσα στον τάφο».
Του Γιώργου Μάλου
Στον ανήφορο οι ρόδες ζορίζονταν μέσα στη λάσπη. Λούτσα στον ιδρώτα, με τα χέρια κοκαλωμένα από το κρύο, με το στανιό κατάφερνε να κουμαντάρει το τιμόνι για να μη του φύγει στον γκρεμό. Φορούσε ένα χοντρό σκουφί μέχρι τ’ αυτιά, μάλλινη κανατιέρα [1] κάτω από τη φανέλα, και πάνω από το σακάκι, μια μπατανία [2], από μαλλί κι αυτή. Μια ώρα τώρα οδηγούσε μες στο λασπόδρομο με τα φώτα σβησμένα. Όταν πλησίαζε σε φυλάκιο, έσβηνε τη μηχανή κι έστηνε αυτί. Μόλις σιγουρευόταν ότι οι στρατιώτες κοιμούνταν, έβαζε μπρος και προχωρούσε.
Δίπλα του καθόταν αμίλητη μια σκιά, που είχε πάρει το σχήμα του παλτού της. Πού και πού, τής έριχνε κλεφτές ματιές να δει κάτω από το μαύρο μαντήλι που κάλυπτε τα κάτασπρα μαλλιά της, κι ας μην είχε κλείσει ακόμα ούτε τα πενήντα. Τα μάγουλά της ήταν σκαμμένα, δυο τάφροι ανάμεσα στην κορυφή της μύτης και τα ορύγματα των ματιών της. Τα χείλη της, λες κι ήταν ραμμένα με σπάγκο, άνοιγαν με κόπο, για να ξανακλείσουν αμέσως με κρότο. Τα κατάστικτα χέρια της, με δέρμα λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο να τυλίγει τις φάλαγγες των δακτύλων της, τα κρατούσε σφιχτά πάνω από το σακί, που είχε στην αγκαλιά της, και τα χώριζε μόνο για να κάνει το σταυρό της κάθε φορά που το φορτηγό έπεφτε σε καμιά γούβα.
«Αρβάραμε» [3], τής είπε κι έσβησε τη μηχανή. «Επιτέλους, θ’ αναπαυτεί κι αυτός», έσκασε στο χείλι του ένα μειδίαμα, και της έκανε νεύμα δείχνοντας το σακί. «Εμείς να δούμε πότε θα τον βρούμε τον δικό μας», συνέχισε. «Μάς ξυρίσανε, μάς κουρέψανε, μάς κλείσανε τις εκκλησιές, και τώρα δεν μάς δίνουν ούτε τον αποθαμένο μας να τον θάψουμε, να ησυχάσει κι εκείνος, να ησυχάσουμε κι εμείς», και το χείλι του ίσιωσε και πάλι.
«Να την πεις όλη την Ακολουθία», τον κάρφωσε με τα μάτια της, που ψήνονταν από τον πυρετό. «Δέκα χρόνια περιμένω να τον θάψω», η φωνή της βάρυνε κι άλλο, λες κι έβγαινε από καταπακτή, όχι από λαιμό γυναίκας. «Κι ας γίνει ό,τι θέλει μετά», κι άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω με το σακί στα χέρια της.
Έμπηξαν τα πόδια τους στη λάσπη κι άρχισαν να περπατάνε στα τυφλά. Με το ζόρι φτάσανε μέχρι τον τάφο, κρυμμένο κάτω από κλαδιά. Γονάτισε, έβαλε το χέρι του μέσα κι άρχισε να χαϊδεύει τα πλαϊνά. Το χώμα είχε ρουφήξει καλά τη βροχή. Σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του. Στην αρχή έβγαλε ένα πετραχήλι. Το ξεδίπλωσε, το φίλησε και το φόρεσε πάνω από την μπατανία. Έχωσε το χέρι του πάλι στο σακάκι κι έβγαλε ένα μικρό ξύλινο σταυρό, τυλιγμένο σε δυο γαλανόλευκες λουρίδες ύφασμα. Στο τέλος, έβγαλε κι ένα φλασκί και ράντισε σταυρικά τον τάφο με κόκκινο κρασί. Τότε μόνο άρχισε να ψέλνει ψιθυριστά. «Ἀνάπαυσον, ὁ Θεὸς τὸν δοῦλόν σου, καὶ κατάταξον αὐτόν ἐν Παραδείσῳ, ὅπου χοροὶ τῶν Ἁγίων, Κύριε, καὶ οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες».
Εκείνη άνοιξε το σακί και σχεδόν ψηλαφιστά, άρχισε να βγάζει τα κόκαλα. Έπνιξε τον πρώτο λυγμό, αλλά ο δεύτερος δεν χώρεσε μέσα της. Τ’ αγκάλιαζε ένα ένα, λες και κρατούσε μωρό, τα σταύρωνε, τα φιλούσε, τα ξέπλενε με τα δάκρυά της, και μετά τα έβαζε μέσα στον τάφο.
«Φώτισον ἡμᾶς πίστει σοι λατρεύοντας, καὶ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἐξάρπασον», συνέχιζε να ψέλνει, προσπερνώντας κάποιες από τις αρχαίες ελληνικούρες που τον δυσκόλευαν, μέχρι που έφτασε στο Δι' εὐχῶν.
Εκείνη σταυροκοπήθηκε τρεις φορές, πήρε το φλασκί, τα ράντισε κι έριξε μια χούφτα λάσπη. Εκείνος ξεκρέμασε το πετραχήλι, πήρε ένα φτυάρι κι άρχισε να γεμίζει την τρύπα. Αφού έριξε και την τελευταία φτυαριά, κάρφωσε το σταυρό πάνω από το σωρό με τη λάσπη και τον σκέπασε με τα κλαδιά.
Σηκώθηκε και την αγκάλιασε κάτω από την μπατανία του. «Χρόνια περιμένουμε να μας πουν πού τον έχουνε πετάξει», και την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του. «Εσύ, τουλάχιστον, τώρα ξέρεις που είναι ο γιος σου», και τη λάσκαρε4. Με τα χέρια να τρέμουν απ’ το κρύο, με το ζόρι κατάφερε ν’ ανάψει τσιγάρο. «Εγώ, πάλι, όχι», και φύσηξε τον καπνό.
Η λάσπη είχε βαρύνει κι άλλο. Τα πόδια τους είχαν παγώσει στα σκισμένα παπούτσια τους. Με αργό κουφό βήμα φτάσανε στο φορτηγό. Εκείνος βολεύτηκε στη θέση του οδηγού, έβαλε μπροστά τη μηχανή κι άναψε τα φώτα. Τα μάτια της τον κάρφωσαν σαν πρόκα στον τοίχο. «Τουλάχιστον δεν με φίλησες όπως ο Ιούδας», οι λέξεις της έβγαιναν σαν βόλια από το στόμα της.
Ένα δυνατό φως την πέτυχε στο δοξαπατρί. Η πόρτα άνοιξε με βρόντο. Δυο στρατιώτες με το αστέρι στο δίκοχο την άρπαξαν από το χέρι και την έσυραν μέχρι τον τάφο. Τότε του κάνανε σήμα να μαρσάρει δυνατά τη μηχανή.
1. Αντρικό φανελάκι τύπου Μινέρβα, συνήθως βαμβακερό, ενίοτε κι από άλλο ύφασμα (π.χ. μαλλί) (ιταλ. cannotiera)
2. Κουβέρτα, συνήθως μάλλινη (τουρκ. battaniye)
3. Φτάσαμε! (ιταλ. arrivare)
4. Απελευθερώνω, χαλαρώνω το κράτημα.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιώργος Μάλος, με καταγωγή από τη Χειμάρρα, γεννήθηκε στο Ελμπασάν το 1984. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στη Γερμανία και οικονομικά στην Αγγλία. Έχει εκδώσει μια μονογραφία στον τομέα του εμπορικού δικαίου (Η αποζημίωση πελατείας στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014) και σειρά επιστημονικών άρθρων σε νομικά περιοδικά. Έχει ήδη γράψει (τουλάχιστον) ένα λογοτεχνικό βιβλίο – στο μυαλό του. Τώρα θέλει να το γράψει και στο χαρτί. Διαβάζει, γράφει, ζει κι εργάζεται στις Βρυξέλλες.