baladeur

«Ο Λουκάς και ο Άκης είχαν όνειρο ζωής να αποκτήσουν μια κατοικία στη μέση του πουθενά: στους αγρούς και τα παρατημένα χωράφια. Στους πρόποδες των φαγωμένων λόφων και τα ξεραμένα ποτάμια. Σε τόπους λησμονημένους και τραχείς˙ μακριά από τις βουερές κυψέλες των ανθρώπων και των έργων τους». 

Του Βασίλη Τσιρώνη

Ο Βασίλης καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε δεχτεί να αφήσει τη δροσερή ηρεμία του δωματίου του, τα βιβλία και το κρεβάτι του για να ταξιδέψει μες στην πύρινη καρδιά του καλοκαιριού, δυο μίση ώρες μακριά από το σπίτι του, με το κλιματισμό του αυτοκινήτου χαλασμένο. Οδηγούσε ο σύντροφός του ο Λουκάς με τα νεύρα τσιτωμένα˙ δίπλα του καθόταν ο κολλητός του, ο Άκης, ασίγαστα ομιλητικός, αιώνια παραδαρμένος στο υπέροχο λαμπρό του κόσμο, ενώ πίσω σωριαζόταν εκείνος, κάθιδρος και λευκός σαν τον πανί, με την καρδιά του πότε να βαράει σαν ταμπούρλο, ακανόνιστα και άναρχα, και πότε να βυθίζεται σχεδόν άλαλη στα σκοτεινά τοιχώματα του στήθους του.

Πήγαιναν στην Μεσσηνία, να δουν ένα εξοχικό σπίτι που οι δύο φίλοι είχαν σταμπάρει σε μια αγγελία στο διαδίκτυο. Προτιμούσαν να του ρίξουν μια ματιά πρώτα με την ησυχία τους, παρά να ζητήσουν ραντεβού απευθείας με τους μεσίτες. Ο Λουκάς και ο Άκης είχαν όνειρο ζωής να αποκτήσουν μια κατοικία στη μέση του πουθενά: στους αγρούς και τα παρατημένα χωράφια. Στους πρόποδες των φαγωμένων λόφων και τα ξεραμένα ποτάμια. Σε τόπους λησμονημένους και τραχείς˙ μακριά από τις βουερές κυψέλες των ανθρώπων και των έργων τους. Ήθελαν μια εναλλακτική λύση όταν τα πράγματα θα έσφιγγαν. Όταν η εντροπία της πόλης και της ζωής τους θα γινόταν ανυπόφορη και πνιγηρή και θα όφειλαν να διασώσουν τους εαυτούς τους για να μην παραφρονήσουν.

Από τότε που είχε γνωρίσει τον Λουκά και μοιραία τον παιδικό του φίλο Άκη, τους θυμάται να επαναλαμβάνουν με δονκιχωτικό πείσμα αυτή τους την επιθυμία. Κάθε φορά που μιλούσαν γι’ αυτό -και ήταν παραπάνω από συχνά-, τα χείλη τους άνθιζαν˙ φωτίζονταν τα πρόσωπά τους. Ημέρευαν και ουρανοβατούσαν με βλέμματα θαρρείς αδραγμένα από το όνειρο της μελλοντικής τους φυγής. Τίποτε άλλο δεν έμοιαζε να έχει σημασία για εκείνους πάρα μόνο αυτό.

Ο Βασίλης δεν δυσκολεύτηκε και πολύ για να μαντέψει πως η ιδέα της εξοχικής κατοικίας ανήκε καθ’ ολοκληρίαν στο Άκη, σ’ αυτόν τον αλαζόνα μοσχαναθρεμμένο με τα μοδάτα σορτσάκια και τα πολύχρωμα τατουάζ που έγραφε ακατάληπτα άρθρα εδώ εκεί για τη σαγήνη της ιερής φύσης και τα οφέλη του τροφοσυλλεκτικού κομμουνισμού και συμμετείχε σ’ έναν νεοσύστατο πολιτικό φορέα των Πρασίνων και πως όσο και να ήθελαν να την παρουσιάζουν ως δήθεν ταυτόχρονη επιφοίτηση και ως μυστικιστικό επιστέγασμα της αδερφικής τους σχέσης, στην ουσία ήταν ο πόθος του ενός που είχε συμπαρασύρει με την ορμή του και τον άλλον. Μια δύο φορές που είχε επιχειρήσει να τους το επισημάνει ή να αντιτάξει αντεπιχειρήματα για όσα σχεδίαζαν, οι δυο φίλοι τον αντιμετώπισαν με σκαιότητα. Ο δεσμός τους φάνταζε ακατάλυτος˙ λες και ένας αόρατος ομφάλιος λώρος τους συνένωνε σθεναρά και τροφοδοτούσε τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις τους με την αναγκαιότητα του αίματος.

Η διάπυρη εθνική κυμάτιζε σαν θαμπωμένο γυάλινο παραπέτασμα. Τα σίδερα των αυτοκινήτων άστραφταν φλεγόμενα, καθώς κατάπιναν τα χιλιόμετρα της ασφάλτου.

Η μέρα ήταν ζέστη˙ αρχαίος ήλιος από πέτρα και λάβρα. Η διάπυρη εθνική κυμάτιζε σαν θαμπωμένο γυάλινο παραπέτασμα. Τα σίδερα των αυτοκινήτων άστραφταν φλεγόμενα, καθώς κατάπιναν τα χιλιόμετρα της ασφάλτου. Ο Βασίλης αισθανόταν το λαιμό του ξεραμένο˙ αλλεπάλληλα κύματα ημικρανίας τύλιγαν τους κροτάφους του. Του ερχόταν αναγούλα, αλλά δεν τολμούσε να πει κουβέντα. Αν άρθρωνε μια λέξη θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Έστρεψε το βλέμμα του πέρα από το παράθυρο προσπαθώντας να αποξεχαστεί. Οι δρόμοι δεν είχαν την κίνηση που περίμενε. Την επομένη, ήταν η μέρα του δημοψηφίσματος και είχε υπολογίζει να πέσουν πάνω στο σύνολο της πόλης που φυγαδευόταν στις εξοχές και τα χωριά. Ο μόνος συνωστισμός που συνάντησαν ήταν μες στα όρια της Αθήνας. Τα πλήθη των ανθρώπων που φιδογύριζαν στα μηχανήματα των τραπεζών. Τα τρομώδη βλέμματα που δεν είχαν απωλέσει την ελπίδα τους. Οι διαπληκτισμοί και οι εντάσεις. Η γοητεία μιας κωμικοτραγικής εξέγερσης που υποσχόταν τα αδύνατα.

Κάποια στιγμή, του φάνηκε πως πρόσεξε μια πινακίδα προς το αρχαιολογικό χώρο των Βασσών να λαμπυρίζει στο πλάι και ευθύς μια χτένα του χρόνου σαν να όργωσε το τριχωτό της κεφαλής του και του μαλάκωσε τον δριμύ πόνο. Θυμήθηκε τον ναό του Απόλλωνα στην Αρκαδία για τον οποίο του μιλούσε ο πατέρας του, τότε που ήταν ακόμα θαυμαστό παιδί˙ το άσκεπο σκέλεθρο από ασβεστόλιθο, με τις εξορυγμένες μετόπες και ζωφόρους που έστεκε απρόσιτο και λησμονημένο στην ερημιά των πάντων, περικυκλωμένο από γυμνές χαράδρες. Τόπος μαγικός έλεγε και ξανάλεγε με τη απαλή στοργική φωνή του. Κατοικία του Απόλλωνα και της δίδυμης του Αρτέμιδος. Αν πατήσεις εκεί πάνω το πόδι σου, θα νιώσεις στα ρουθούνια σου την θεϊκή τους πνοή. Θα δεις τυχαίες κλωστές του μυθικού φωτός που δεν έχουν ολότελα σβήσει. Το σφυροκόπημα του πονοκεφάλου του άρχισε σιγά σιγά να χαλαρώνει. Πήρε μια βαθιά ευεργετική ανάσα και αναστέναξε συγκρατημένα. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου με τρόπο και σκούπισε την υγρασία των ματιών του. Οι δυο φίλοι στα μπροστινά καθίσματα γελούσαν βροντερά˙ αλλάζαν τους σταθμούς στο ραδιόφωνο και αυξομείωναν την ένταση. Εκείνον έδειχναν να τον είχαν ολότελα ξεχάσει: λες και είχαν συμφωνήσει εκ των προτέρων να τον αγνοήσουν. Λες και δεν είχαν καμία διάθεση να έρθουν αντιμέτωποι με τα θλιβερά μούτρα και την καταρρακωμένη του ψυχολογία – αφού είχε επιμείνει να τους ακολουθήσει και να μην κάτσει στα αυγά του, αφού είχε επιμείνει να τους κουβαληθεί και να τους κάνει χαλάστρα, ας τα έβγαζε πέρα μόνος του με το κουβάρι των παράλογων φόβων του.

Όταν έφτασαν στον οικισμό, ο οποίος συνόρευε με το εξοχικό σπίτι, είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Η κίνηση στους δρόμους του ήταν ελάχιστη˙ σκυλιά αλυχτούσαν μέσα από τις αυλές˙ ορθάνοιχτα παράθυρα πρόσφεραν θέα σε οικογενειακά τραπέζια. Σ’ ένα μαραζωμένο καφενείο στην κεντρική πλατεία μια ομάδα από γερόντια είχαν μαζευτεί σαν γροθιά κάτω από το ίσκιο ενός πυκνόφυλλου δέντρου και λογομαχούσε έντονα. Ο Λουκάς τους προσπέρασε με βιάση, σταμάτησε έξω από την πετρόκτιστη εκκλησία και προσπάθησε να ανακατευθύνει το gps. Η δημοσιά είχε τσακίσει σ’ ένα σωρό χωμάτινα παρακλάδια που περιπλέκονταν πέριξ του οικισμού˙ ο αχνιστός λαβύρινθός της οδηγούσε παντού και πουθενά. Αν δεν ήσουν από εκείνα τα μέρη ή δεν είχες ξαναπάει, επιβαλλόταν να αυτοσχεδιάσεις τη διαδρομή σου η να καταδεχτείς την βοήθεια των ξένων.

Το αυτοκίνητο ζεμάταγε. Τα κορμιά τους άρχιζαν να στάζουν από τον ιδρώτα. Ο Λουκάς κατακόκκινος και τσιτωμένος πάλευε να ρυθμίσει τη συσκευή. Τα δάχτυλά του έτρεμαν˙ ψέλλιζε βρισιές μέσα από τα δόντια του˙ αγκομαχούσε. Ο Βασίλης πίσω του είχε γίνει μούσκεμα. Μια υγρή σκούρα κηλίδα είχε απλώσει στη πλάτη του καθίσματος του και έμοιαζε έτοιμη να τον καταπιεί. Σκούπισε το μέτωπό του και στριφογύρισε στην μουσκεμένη του φωλιά. Από τότε που ήταν μικρός ντρεπόταν υπερβολικά για τον ιδρώτα του. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι τον έβλεπαν ως βρομιά˙ ως μια ακάθαρτη, αποκρουστική αντίδραση ενός σιχαμερού σώματος που έλιωνε και αναλωνόταν λόγω της κακοφτιαγμένης φύσης του.

Μια ξερακιανή, μεσόκοπη γυναίκα βγήκε κάποτε από την πλαϊνή πύλη της εκκλησίας με ένα κουβά στο χέρι και βλέποντάς τους κοντοστάθηκε ξαφνιασμένη. Έπειτα, στράφηκε προς το μέρος των γέρων και τους έκανε νοήματα δείχνοντας το σταματημένο αυτοκίνητο. Κάποιοι σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους και κοίταξαν προς τα κει ερωτηματικά. Ακούστηκαν μασημένα επιφωνήματα. Σκόρπια λόγια με αβέβαιο παραλήπτη. Δεν αναγνώριζαν τους επιβάτες και αυτό είχε εξάψει την περιέργειά τους. Άνθρωποι χωρίς όνομα στα μέρη τους ήταν το λιγότερο αξιοπερίεργοι.

«Κοίτα τους σκατόβλαχους, θράσος», είπε οργισμένα ο Λουκάς. «Βρήκαν ασχολία να σκοτώσουν το χρόνο τους.»

«Γιατί δεν πάμε να τους ρωτήσουμε για το σπίτι;» είπε ο Άκης. «Σίγουρα θα ξέρουν που βρίσκεται. Παίζει να είναι και ο ιδιοκτήτης ανάμεσά τους.»

«Ναι σιγά μη μπλεχτούμε με αυτούς. Δεν έχω καμία όρεξη. Άλλωστε, πάνω κάτω έχω καταλάβει που περίπου είναι. Προτιμώ να κάνουμε μερικούς κύκλους παραπάνω παρά να περάσουμε από ανάκριση τρίτου βαθμού. Ας το δούμε πρώτα τι παίζει εκεί και αν είναι επιστρέφουμε αργότερα.»

Ο Λουκάς έβαλε ξανά μπρος στη μηχανή και χώθηκε στο στενό της εκκλησίας. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν συντονισμένα προς το μέρος τους κι ύστερα έσβησαν τρεμουλιάζοντας στην ελαιώδη αχλή. Πέρασαν πρώτα από μια συστάδα πέτρινων σπιτιών του προηγούμενου αιώνα, που είχαν αναπαλαιωθεί χωρίς να χάσουν την επιβλητική αυστηρότητά τους, αφήσαν πίσω τους το μίνι μάρκετ και το δημοτικό σχολείο του οικισμού και λίγο μετά έφτασαν στα όρια του, εκεί όπου τα μπαλωμένα στενά δρομάκια διασταυρώνονταν σε άπειρες διακλαδώσεις, κυλώντας άναρχα προς πάσα κατεύθυνση. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, έστριψε προς ένα χωμάτινο μονοπάτι στα δεξιά του και συνέχισε στη δεντροσκέπαστη κοίτη του. Και από τις δυο πλευρές συναντούσαν αναρίθμητα περιφραγμένα οικόπεδα με ελιές, διάσπαρτα οικήματα, κακοτράχαλες ανηφόρες. Στο βάθος αναφαίνονταν οι όγκοι ενός φαιοπράσινου βουνού. Ο ανέφελος βαθυκύανος ουρανός αγκάλιαζε τα πάντα.

Ήταν ένα δίπατο, λιλιπούτειο κτίσμα με νησιώτικη αισθητική˙ κατάλευκο, με μπλε παράθυρα και μια εξωτερική σκάλα να οδηγεί στον επάνω όροφο, φάνταζε κατά τι παράταιρο με την ανεπιτήδευτη τραχιά φυσιογνωμία της περιοχής

Το εξοχικό σπίτι βρισκόταν στο τέρμα ενός παράδρομου, ο οποίος με λίγη φαντασία και τύχη οδηγούσε στην εθνική οδό. Ήταν ένα δίπατο, λιλιπούτειο κτίσμα με νησιώτικη αισθητική˙ κατάλευκο, με μπλε παράθυρα και μια εξωτερική σκάλα να οδηγεί στον επάνω όροφο, φάνταζε κατά τι παράταιρο με την ανεπιτήδευτη τραχιά φυσιογνωμία της περιοχής. Οι δυο φίλοι άρχιζαν γρήγορα να αισθάνονται πως είχαν φτάσει στη γη της επαγγελίας˙ όλα τους φαίνονταν ειδυλλιακά: το καλοδιατηρημένο πηγάδι, οι επιμελημένες συστοιχίες με τις ελιές, το ξεραμένο πλατύ ρέμα στα ακροσύνορα του οικοπέδου. Ο Βασίλης πάλι δεν έδινε δεκάρα για όλα αυτά˙ έβλεπε μονάχα το αποστεωμένο σκύλο που ερχόταν διστακτικά προς το μέρος τους από τα γειτονικά χωράφια. Τα υγρά, φωτεινά του μάτια. Τα τσιμπούρια και τα αγκάθια που ταλαιπωρούσαν το θαμπό, τσιτωμένο του δέρμα. Παρά το μαύρο του το χάλι κατάλαβε πως πρόκειται για ένα νεαρό κυνηγόσκυλο που είχε αμοληθεί στην εξοχή. Ποιος τέρας, συλλογίστηκε με αγανάκτηση, ποιο θλιβερό κτήνος είχε εγκαταλείψει ένα τόσο ευγενικό και όμορφο πλάσμα στην τύχη του;

Μόλις τον πλησίασε στην απόσταση του ενός μέτρου, σωριάστηκε στο έδαφος και άπλωσε το μπροστινό του πόδι σαν να τον καλόπιανε. Η ουρά του χτυπούσε ασθενικά το χώμα. Σχημάτιζε ασαφείς δακτυλίους. Γύρω του πήραν αμέσως να βουίζουν μύγες και λογής λογής ζουζούνια, αλλά δεν έβρισκε τη δύναμη να τα διώξει. Το βλέμμα του ήταν ολόισιο βαθύ και ρημαγμένο˙ αιώνια αφοσιωμένο σε εκείνους που το έφεραν σ’ αυτή την αθλιότητα.

Ο Βασίλης γέμιζε ένα πλαστικό ποτήρι με νερό και κομμάτιασε μια τυρόπιτα σε μικρές μπουκιές. Ύστερα τα έβαλε πάνω σε μια χάρτινη σακούλα και τα άφησε μπροστά του. Το σκυλί πετάχτηκε ευθύς από τη θέση του και όρμησε να φάει αφήνοντας κηλίδες από χρυσό κάτουρο στο διάβα του. Ένιωσε τη γλώσσα του και τα κοφτερά του δόντια˙ είδε τα γουρλωμένα μάτια να δακρύζουν από ανακούφιση που κάποιος είχε επιτελούς νοιαστεί και γι’ αυτόν. Δεν επιχείρησε να το χαϊδέψει ακόμα γιατί δεν ήξερε πως θα αντιδράσει. Το άγγιγμα και η φυσική επαφή μπορεί να του αφύπνιζαν άλλου είδους εφιάλτες˙ χέρια βαριά που δεν υψώθηκαν για να προσφέρουν τρυφερότητα.

Ο Λουκάς και ο Άκης στο μεταξύ είχαν επιθεωρήσει περιμετρικά το οικόπεδο και τώρα επέστρεφαν πίσω συζητώντας με θέρμη. Οι χροιές των φωνών τους είχαν πάψει πια να ξεχωρίζουν, λες και οι γλώσσες τους φύτρωναν από ένα και μόνο στόμα. Μόλις πρόσεξαν το Βασίλη με την καινούργια του παρέα, στα χείλη τους σχηματίστηκε το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο.

« Βλέπω δεν έχασες το χρόνο σου, βρήκες φιλαράκι» είπε ο Λουκάς, ρίχνοντας μια αφ’ υψηλού ματιά στον σκύλο. «δεν σε πολυενδιάφερει να δεις το σπίτι, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, εμάς μας αρέσει. Μας αρέσει πολύ. Θα κάνουμε μια βόλτα από τους γείτονες να δούμε αν γνωρίζουν τον ιδιοκτήτη. Μπορεί κάποιος να έχει και τα κλειδιά για να το δούμε και το μέσα. Κοίταξε εσύ μην το παραταΐσεις και μας πάρει στο κατόπι μέχρι την Αθήνα. Κακό του κανείς. Δεν τους κάνεις καλό. Αύριο πάλι νηστικό και μόνο του θα είναι.»

Ο Βασίλης επίνευσε στα χαμένα και άφησε τη στιγμή να περάσει. Δεν υπήρχε λόγος να τσακωθεί ή να αντιδικήσει. Δεν είχε ούτε την διάθεση, ούτε τις δυνάμεις να γκρεμίσει έναν αμετανόητα ναρκισσευόμενο από το άλογό του. Γι’ αυτό θα φρόντιζε η ίδια η ζωή˙ ο αμετάκλητος χρόνος και τα παραφερνάλια του. Καθώς τους παρατηρούσε να ξεμακραίνουν και να κυλούν στο πλαϊνό μονοπάτι, κομμάτιασε άλλη μια τυρόπιτα με τα χέρια του και την έδωσε στο σκύλο. Εκείνο την άρπαξε με ένα επιδέξιο σάλτο και την κατάπιε με δυο μπουκιές. Ύστερα επέστρεψε στον ευεργέτη του για να δει αν είχε να του προσφέρει κάτι άλλο. Τα μάτια του είχαν ζωηρέψει. Η κίνησή του είχε ανακτήσει μια ιδέα από την σφριγηλότητα της νιότης του.

«Δεν έχω κάτι άλλο, φιλαράκο μου. Δυστυχώς. Ό,τι είχα στο έδωσα.»

Ο σκύλος σαν να κατάλαβε τι του είχε πει, χαμήλωσε ταπεινά το κεφάλι του, έκανε μερικούς κύκλους γύρω από τον εαυτό του και ξάπλωσε στο ίσκιο μιας κοντινής ελιάς. Έμεινε εκεί ακοίμητος να παραμονεύει το κάθε του βήμα. Να καιροφυλακτεί την ώρα που θα το καλούσε και πάλι κοντά του.

Ο Βασίλης κοίταξε το γειτονικό λοφίσκο. Καθώς μια δέσμη από μπαμπακένια σύννεφα χαμήλωνε στην κορφή του, πήρε να πνέει ένα αδύναμο ζεματιστό αεράκι. Το μάτι του έπεσε στα πρόχειρα σπιτάκια που έστεκαν διάσπαρτα και πυρπολημένα από το ήλιο, ανάμεσα στα χρυσαφένια λιόδεντρα και τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα των οικοπέδων˙ στα νωχελικά πλάσματα που σέρνονταν ωσάν σκιές του εαυτού τους στις ξεχασμένες και απόμακρες ιδιοκτησίες των αφεντικών τους. Και τότε αντιλήφθηκε πως η μοναξιά και η εξορία ήταν η νόρμα σ’ αυτόν τον κόσμο και πως δεν ήταν ούτε προνόμιο ούτε αποκλειστική τιμωρία των ανθρώπων. Μόνο που τα ζώα, στην προκειμένη περίπτωση τα σκυλιά την αντιμετώπιζαν με πολλή μεγαλύτερη αξιοπρέπεια από εκείνον. Δεν μεμψιμοιρούσαν συνεχώς ούτε κατηγορούσαν θεούς και δαίμονες για την θλιβερή τους μοίρα. Δεν ζούσαν συλλογιζόμενα ακαταπαύστως την εκδίκηση, την τρέλα και το θάνατο. Ευχαριστιούνταν και υπέφεραν με μια ενστικτώδη σοφία. Με μια θαυμαστή επίγνωση πως η τυχαία ύπαρξή τους δεν είναι πέρα και πάνω απ’ όλα. Κι έτσι ακροβατούσαν όλους αυτούς τους αιώνες στις αβύσσους, έχοντας το βλέμμα τους μόνιμα στραμμένο σε ανθηρά λιβάδια.

Η φωνή και τα σφυρίγματα του Λουκά τον βρήκαν ξαπλωμένο στις ρίζες της ελιάς, δίπλα στο σκύλο. Πετάχτηκε με τα ακροδάχτυλά του μουδιασμένα ακόμα και κινήθηκε προς το μέρος του. Είχε αισθανθεί πρωτύτερα μια ξαφνική ζάλη και έναν κόμπο στο στομάχι και φοβήθηκε μη τυχόν σωριαστεί κατάχαμα. Με την πλάτη του στο κορμό του δέντρου, γερμένος στον ευεργετικό ίσκιο, η θολούρα που πύκνωνε πίσω από τα μάτια του, υποχώρησε. Κάποια μυρμήγκια που είχαν παραστρατήσει από την πορεία τους, άρχισαν να σκαρφαλώνουν στη μπλούζα και στα πόδια του˙ έντομα ιερά που του θύμιζαν τα αρχαία του καλοκαίρια. Η μνήμη πύρωσε από μια δέσμη φθαρμένων εικόνων˙ θάλασσες, πρόσωπα και στρυμωγμένα δωμάτια που περίμεναν την επιστροφή του. Αν έβλεπε εκείνη τη στιγμή την αντανάκλασή του σε μια επιφάνεια θα συναντούσε ένα τρομαγμένο παιδί.
Ο Λουκάς προπορευόταν μιλώντας στο κινητό του. Ο διάλογος γινόταν στα αγγλικά και αφορούσε την εξοχική κατοικία. Το μονοπάτι ήταν σκασμένο και γεμάτο λακκούβες˙ στην αντίθετη πλευρά υψώνονταν τουμπανιασμένοι τοίχοι οικοπέδων. Έφτασαν στην αυλή ενός σπιτιού χωρίς να του ρίξει ούτε ένα βλέφαρο. Περνώντας την καγκελόπορτα τον έπνιξε η μυρωδιά τηγανισμένου κρέατος. Στο δάπεδο της δεκάδες σκουριασμένα εργαλεία έδιναν την εντύπωση θερινής παρακμής. Σε ένα τραπέζι κάτω από μια πυκνή φυλλωσιά, ο Άκης συζητούσε με έναν γέρο˙ είχε το κεφάλι του σκυμμένο και χαμογελούσε αμήχανα. Ο σβέρκος του ήταν κατακόκκινος λες και είχε φάει καρπαζιές.

«Ρωσική ρουλέτα παίζει ο άτιμος.» είπε ο γέρος φτύνοντας σάλια. «Έτσι και προχωρήσει ό,τι έχει στην κούτρα του και μας βγάλει από την Ευρώπη, θα γίνει χαλασμός. Θα καταλήξει στο Γουδί, στο εκτελεστικό. Ο στρατός δεν αστειεύεται.»

Ο Άκης έμενε στην ίδια στάση σαν να χαρτογραφούσε τους κορινθιακούς άκανθους από τα πλακάκια της αυλής.

«Εντάξει, εμείς μεγάλοι άνθρωποι είμαστε. Πέρασε η εποχή μας. Κουτσά στραβά τα καταφέραμε. Εγώ εσάς τους νέους σκέφτομαι. Πού θα ζήσετε άγριες μέρες. Πείνες και φτώχιες.»

«Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.» Ψέλλισε ο Άκης. «κάποιες φορές χρειάζεται κι εμείς οι ταπεινοί να σηκώνουμε το ανάστημά μας».

«Ναι βρε αγόρι μου, αλλά που να τα βάλουμε με τα θηρία της εβραϊκής μασονίας; Αυτοί τα έχουν όλα κανονισμένα από πριν στις λέσχες τους. Βλέπουν τώρα τον Τσίπρα αγραβάτωτο να τους κάνει τον καμπόσο και μπήζουν τα γέλια. Θα μας φάνε ζωντανούς, σου λέω.»

«Θα δούμε.» είπε ο Άκης ξέπνοα και πάλι.«Δεν έχουμε δα κι άλλη επιλογή.»

Από την εξώπορτα του σπιτιού ξεπρόβαλλε μια καμπουριασμένη γυναίκα με ένα δίσκο στο χέρι. Γκρίζες τούφες έπεφταν στο σκαμμένο της πρόσωπο˙ φαρδιές λωρίδες από ιδρώτα κηλίδωναν το γαριασμένο νυχτικό της. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω καθώς τον χαιρετούσε βεβιασμένα και στράφηκε προς το τραπέζι. Άφησε τα ποτήρια με το νερό και ένα μπολ με πατατάκια στον Άκη και τον άντρα της και τους ρώτησε αν ήθελαν λίγο παγωτό. Εκείνοι κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους και άρχισαν να τσιμπολογάνε. Η γυναίκα έκανε μια γκριμάτσα αδιαφορίας και γύρισε προς τα πίσω παραπατώντας.

«Εσύ νεαρέ θες ένα νερό; Ένα παγωτάκι;»

«Όχι, σας ευχαριστώ», είπε ο Βασίλης. «Είμαι μια χαρά.»

«Ό,τι θες» αποκρίθηκε εκείνη, ενώ βυθιζόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα στην πόρτα. «Αν είναι, μου λες, μην ντρέπεσαι. Και μην στέκεσαι όρθιος, παιδί μου. Έχει ένα σωρό καρέκλες εδώ χάμω. Κάθισε όπου θες.»

Ο Βασίλης αναγκάστηκε να καθίσει στην πρώτη που είδε, αν και θα προτιμούσε να επιστρέψει στον κορμό της ελιάς, παρέα με το σκύλο. Δεν ήξερε γιατί τον είχαν φωνάξει. Δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται εδώ. Πάντοτε ένιωθε άβολα στα σπίτια των ξένων˙ με άτομα που δεν θα σκοτιζόταν ποτέ να τα γνωρίσει. Ο Λουκάς συνέχιζε να μιλάει στο τηλέφωνο με τον ιδιοκτήτη, κάνοντας βόλτες στην αυλή˙ η φωνή του τώρα είχε ένα γρέζι εκνευρισμού. Μια εξημμένη παραφωνία. Από ό,τι έπιανε ο Βασίλης από τα θραύσματα της συζήτησης, ο τύπος δεν ήθελε να παρακάμψουν το μεσιτικό γραφείο και να διαπραγματευτούν για το σπίτι μεταξύ τους, γιατί δεν ήθελε να κρεμάσει μια φίλη του που δούλευε εκεί. Ο Λουκάς είχε γίνει πυρ και μανία με το πείσμα του άλλου, αλλά προς το παρόν συνέχιζε να παλεύει για να τον μεταπείσει.

Η μέρα φάνταζε άγρια και ατέλειωτη. Η γυναίκα άνοιξε μια χάρτινη βεντάλια με μαύρη δαντέλα στις άκρες της και άρχισε να την ανεμίζει στο πρόσωπό της. Τα χαρακτηριστικά της έμοιαζαν να αλλάζουν κάθε φορά που την χτύπαγε το ρεύμα σαν να ερχόταν στο φως μια ρωγμή από τις ενδότερες σκέψεις της. Σε κάποια φάση στύλωσε το βλέμμα της πίσω από την πλάτη του και η βεντάλια έμεινε κεραυνόπληκτη στο χέρι της. Στην ίριδα των ματιών της άστραψε μια ωχροκίτρινη κηλίδα κατάπληξης. Κάτι πήγε να πει μα αντί αυτού μάσησε μια κραυγή. Ο Βασίλης στράφηκε προς τα νώτα του και είδε μια μαύρη σκιά να ποδοβολάει στην αυλή και να κρύβεται πίσω από τις φυλλωσιές. Αμέσως μετά την είδε να ξαναβγαίνει και να μυρίζει τα πήλινα κεσεδάκια των γλαστρών. Ήταν το κυνηγόσκυλο των αγρών. Το εγκαταλειμμένο πλάσμα που είχε βρει επιτελούς έναν δρόμο και έναν άνθρωπο να ακολουθήσει.

Η γυναίκα πετάχτηκε από τη θέση της, πήρε ένα σκουπόξυλο και το τράνταξε στο στήθος της. Τα μυτερά δόντια της πρόβαλαν μέσα από το μισάνοιχτο βυσσινί της στόμα.

«Μα ποιανού είναι αυτό; Πως μπήκε μέσα στην αυλή; Δείτε τι κουβαλάει πάνω του, θεέ μου. Ένα σωρό αρρώστιες θα έχει».

Ο άντρας της στράφηκε ανέκφραστος.

«Δεν το έχω ξαναδεί εδώ γύρω. Νερό θα θέλει να πιεί».

«Θα με πήρε από πίσω την ώρα που ερχόμουν» είπε ο Βασίλης γνέφοντας νευρικά στο σκύλο.

«Δικό σας είναι;» ρώτησε εμβρόντητη η γυναίκα.

«Όχι. Το βρήκα να τριγυρνάει κοντά στο σπίτι. Κάποιος θα τον έχει παρατήσει.»

Ο σκύλος εμφανίστηκε ξανά και μπλέχτηκε μες στα πόδια του. Έπεσε ανάσκελα και έκανε κωλοτούμπες από τη χαρά του. Του έγλειφε τα δάχτυλα και έβγαζε μελιστάλαχτους γρυλισμούς. Με τα πολλά και με μια σειρά από πελαγωμένες μανούβρες κατάφερε να τον οδηγήσει προς την καγκελόπορτα. Ο Λουκάς που στο μεταξύ είχε κλείσει το τηλέφωνο, είχε σταθεί και τον παρατηρούσε με τη γνώριμη, απροσμέτρητη οργή του.

«Μα είσαι τελείως ηλίθιος;» είπε τσακίζοντας με θυμό κάθε λέξη στα δόντια του. «Το άφησες να σε ακολουθήσει και δεν έκλεισες την πόρτα πίσω σου; Τόσο χαμένος στον κόσμο σου είσαι πια;»

Ο Άκης, ο υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων, ο παθιασμένος αρθρογράφος για την προστασία και την σίτιση των αδέσποτων, αρκέστηκε να χαζογελάσει. Ο Βασίλης αισθάνθηκε τώρα σαν να βρίσκεται σε λάκκο των λεόντων και πως ό,τι κι αν προσπαθούσε να τους αντιγυρίσει, πάντοτε κάποιος θα ήταν στα νώτα του έτοιμος να το εκμεταλλευτεί και να του χιμήξει. Τα χείλη του σαν να είχαν μπουκώσει από στάχτη. Δεν υπήρχε νόημα να πει το οτιδήποτε. Σήκωσε το χέρι του αποχαιρετώντας τους και βγήκε στο χωματόδρομο. Ο σκύλος τον περίμενε λίγο πιο μπροστά κάνοντας ζιγκ ζαγκ στα μπαλώματα του εδάφους. Εκείνος τάχυνε κάπως το βήμα του και συνέχιζαν να περπατούν παράλληλα. Ο ήλιος δεν έλεγε να μερώσει. Πυρπολούσε το σύμπαν με τις ανήμερες στρατιές των ακτινών του. Φλόγιζε τα πάντα. Έφερνε τη συντέλεια του κόσμου μια ώρα αρχύτερα – ή όλως παραδόξως στην ακριβή ώρα της.

Το μυαλό του Βασίλη ήταν σε υπερδιέγερση. Οι δρόμοι που τόσο καιρό φοβόταν να ξεστρατίσει του φάνταζαν τώρα ως οι μόνοι δυνατοί. Αυτοί οι σκληροί δρόμοι της σύγκρουσης και της μοναξιάς, της απόγνωσης και της φυγής που κανένας δεν θέλει να βρεθεί, θα γίνονταν η σωτηρία του. Αν ήθελε να μην χάσει τα λογικά του, να μην γίνει δέσμιος του τρόμου που εγειρόταν μέσα του και τον κυβερνούσε, αν ήθελε να περισώσει κάτι από εκείνο το άστοργο πυρ που σιγόκαιγε μέσα του και οι αρχαίοι το ονόμαζαν ψυχή, όφειλε να αφανίσει όλα όσα υπήρχαν μέχρι πρότινος στη ζωή του. Μια πράξη πίστης στον εαυτό του στο παρά πέντε της εκμηδένισης. Ένα προσωπικό, επιτακτικά αναγκαίο auto da fe.

Περπάτησε για κάμποση ώρα χωρίς να σκέφτεται που πηγαίνει. Πέρασαν το ξεραμένο ρέμα στο πίσω μέρος του εξοχικού και βρέθηκαν σε μια γυμνή έκταση που στο βάθος της φύτρωνε μια βελανιδιά˙ μόνη και ανάδελφη, παραδομένη σαν όραμα στο πυρπολημένο τοπίο. Ξάπλωσε κάθιδρος στο ποδόγυρο του κορμού της με τα χέρια κάτω από το κεφάλι και κάλεσε το σκύλο κοντά του. Εκείνος ήρθε διστακτικά, με τα αυτιά του κατεβασμένα, λες και φοβόταν μη τυχόν ξυπνήσει τα στοιχειά του αρχαίου κόσμου που κατοικούσαν στο αιωνόβιο ξύλο του, κάθισε δίπλα του και έστρεψε το βλέμμα του προς τους γειτονικούς λόφους.

Το τηλέφωνό του χτυπούσε ασταμάτητα, μέχρι που το απενεργοποίησε. Στο πορτοφόλι του είχε ογδόντα ευρώ. Με αυτά τα λεφτά θα μίσθωνε έναν χωριανό για να τον πάει στην Αθήνα. Θα έπαιρνε και το σκύλο μαζί του, θα τον αναλάμβανε ο ίδιος. Στις κλήσεις και τα μηνύματα του Λουκά και του Άκη δεν θα απαντούσε ποτέ ξανά. Θα απέφευγε τους κοινούς γνωστούς. Θα όρθωνε ανάμεσά τους τείχη δυσάλωτα. Θα εξόριζε σε μια χώρα άγνωστη και αφιλόξενη ό,τι τόσο καιρό τον βασάνιζε. Θα απελευθερωνόταν μια και καλή.

Ο Βασίλης σχεδόν αποκοιμήθηκε κάτω από το ασημένιο φύλλωμα της βελανιδιάς. Το δέντρο θήλαζε το φως και το μετουσίωνε σε γαλήνη. Το σώμα του είχε αλαφρώσει. Ο χτύπος της καρδιάς του δεν ήταν πια άρρυθμος και ακανόνιστος. Δεν ίδρωνε, ούτε φοβόταν. Ένιωθε ανακούφιση. Την ανακούφιση που νιώθει κάποιος όταν μένει ολότελα μόνος στον κόσμο. Το πνιχτό κλαψούρισμα του σκύλου όμως τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Ή τον βύθισε σ’ ένα άλλο όνειρο. Όνειρο πανάρχαιο και σκοτεινό.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε μια αγέλη σκύλων να συναθροίζεται γύρω τους. Πλάσματα ραχιτικά και οστεώδη. Κουτσά και γερασμένα. Με λευκές πέτσες στα κουρασμένα μάτια τους. Με αυτιά μασημένα και τρύπια από τους λυσσώδεις τους καβγάδες. Είχαν περάσει το βαθούλωμα του ρέματος και τους πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Δεν έμοιαζαν αγριεμένα μα ούτε ήρεμα. Μόνο έρχονταν ακατάπαυστα σαν να υπάκουαν σε μια άλαλη επίκληση.

Στο νου του ήρθε αμέσως ο μύθος του Ακταιώνα, του δύστυχου κυνηγού που σπαράχτηκε από τα ίδια του τα σκυλιά, επειδή τόλμησε να δει όσα δεν έπρεπε. Το ανθρώπινο, φιλοπερίεργο βλέμμα έχει και τα όρια του. Η θνητότητα δεν δικαιούται να αγγίξει το θάμβος των ουράνιων άστρων. Λέγεται πως η εξοργισμένη θεά τον καταράστηκε να μεταμορφωθεί σε ελάφι μόλις θα ψέλλισε την πρώτη του λέξη. Ο λόγος, ο οποίος ήταν αχρείαστος για τα ζώα, γινόταν τώρα η καταδίκη των ξεροκέφαλων ανθρώπων: τους υπενθύμιζε πως οι λέξεις δεν είναι παρά δολερά φτιασίδια της κτηνώδης τους φύσης.

Τα σκυλιά τούς είχαν κυκλώσει. Έμεναν μαρμαρωμένα σε απόσταση αναπνοής και δεν έκαναν βήμα. Στα χείλη του υπήρχε μια λέξη εξευμενισμού, μια στοργική γητειά, αλλά δεν επιχειρούσε να την ξεστομίζει. Μια μέγγενη φόβου την είχε αρπάξει για τα καλά και την κρατούσε φυλακισμένη κάτω από τη γλώσσα του εις τους αιώνας των αιώνων.

vakxikon vasilis tsironisΔυο λόγια για τον συγγραφέα

Ο Βασίλης Τσιρώνης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές, νουβέλες και μυθιστορήματα. Η αναγέννηση μιας γυναίκας (εκδ. Βακχικόν) είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του.

politeia deite TA vivlia 250Χ102

 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ανάσκελα, σ’ ένα λασπωμένο χωράφι (διήγημα)

Ανάσκελα, σ’ ένα λασπωμένο χωράφι (διήγημα)

«Ο αξιωματικός τον διέταξε να τον ακολουθήσει. Η φωνή του, άκαμπτη, μια απόλυτη εξουσία που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. Περπάτησαν μέσα από το δάσος, ο Αλέξανδρος μπροστά, ο αξιωματικός πίσω του. Το σκυλί τους ακολούθησε, γαβγίζοντας σποραδικά, ένας ήχος σχεδόν ανθρώπινος στη θλίψη του».

Του Αλέξη Σταμά...

Δι’ εὐχῶν (διήγημα)

Δι’ εὐχῶν (διήγημα)

«Εκείνη άνοιξε το σακί και σχεδόν ψηλαφιστά, άρχισε να βγάζει τα κόκαλα. Έπνιξε τον πρώτο λυγμό, αλλά ο δεύτερος δεν χώρεσε μέσα της. Τ’ αγκάλιαζε ένα ένα, λες και κρατούσε μωρό, τα σταύρωνε, τα φιλούσε, τα ξέπλενε με τα δάκρυά της, και μετά τα έβαζε μέσα στον τάφο».

Του Γιώργου Μάλου

...
Η αγάπη αλλάζει σπίτια (διήγημα)

Η αγάπη αλλάζει σπίτια (διήγημα)

«Έβλεπε συχνά στον ύπνο της ένα τρελό όνειρο, πως λέει το σπίτι τους γίνονταν πλωτό, αρμένιζε σε θάλασσες απάνεμες και δεν ξανάπιαναν στεριά».

Διήγημα της Λένας Γκοργκούνη

Το σπίτι τους μετακινούνταν σε διαφορετική περιοχή της πόλης κάθε λίγους μήνες. ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Τα άπαντα» του Φραντς Κάφκα (κριτική) – Ταξικό στοιχείο και εξουσία στο έργο του Κάφκα

«Τα άπαντα» του Φραντς Κάφκα (κριτική) – Ταξικό στοιχείο και εξουσία στο έργο του Κάφκα

Για την έκδοση του τόμου του Φραντς Κάφκα [Franz Kafka] «Τα Άπαντα: Πρόζες – Διηγήματα – Παραβολές – Στοχασμοί» (μτφρ. Χρίστος Αγγελακόπουλος, εκδ. Οξύ). Σκίτσα © Φραντς Κάφκα.

Γράφει η Λαμπριάνα Οικονόμου

Η τάξη και η λογ...

Το Βακχικόν Βιβλιοπωλείο επιστρέφει στη Στοά Φέξη

Το Βακχικόν Βιβλιοπωλείο επιστρέφει στη Στοά Φέξη

Το Βακχικόν Βιβλιοπωλείο επιστρέφει από τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024 στη νέα του στέγη, Πατησίων 14, στην ιστορική Στοά Φέξη, στο κέντρο της Αθήνας.

Επιμέλεια: Book Press

Ο νέος, ανανεωμένος χώρος που δημιούργησαν οι εκδόσεις Βακχικόν θα λειτουργεί ως έκθεση (showroom) όλων των νέ...

«Στάχτη στο στόμα» της Μπρέντα Ναβάρο (κριτική) – Ένας χειμαρρώδης μονόλογος για το πένθος και την τρωτότητα

«Στάχτη στο στόμα» της Μπρέντα Ναβάρο (κριτική) – Ένας χειμαρρώδης μονόλογος για το πένθος και την τρωτότητα

Για το βιβλίο της Μπρέντα Ναβάρο [Brenda Navarro] «Στάχτη στο στόμα» (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδ. Carnivora). Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας «Στάχτες» [1895], του Edvard Munch.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Με μια πτώση ε...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ανταρκτική» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

«Ανταρκτική» της Κλερ Κίγκαν (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη συλλογή διηγημάτων της Κλερ Κίγκαν [Claire Keegan] «Ανταρκτική» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου), η οποία θα κυκλοφορήσει στις 3 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΟΙ ...

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

«Σωματογραφία» της Εύας Στάμου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Εύας Στάμου «Σωματογραφία», το οποίο κυκλοφορεί στις 2 Δεκεμβρίου από τος εκδόσεις Αρμός.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Κεφάλαιο 2ο

Εκείνη την εποχή καταπιανόμουν με την κατα...

«Μπάρμπα Μάρογιε» του Μάριν Ντζιτς (προδημοσίευση)

«Μπάρμπα Μάρογιε» του Μάριν Ντζιτς (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το θεατρικό έργο του Μάριν Ντζιτς [Marin Držić] «Μπάρμπα Μάρογιε» (μτφρ. Irena Bogdanović), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ


...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρεις νέες πεζογραφικές φωνές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Τρεις νέες πεζογραφικές φωνές από τις εκδόσεις Βακχικόν

Τρία μυθιστορήματα που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βακχικόν με τα οποία οι συγγραφείς τους συστήνονται στο αναγνωστικό κοινό με σύγχρονες και ιδιαίτερες ιστορίες.

Επιμέλεια: Book Press

Γιούλη Γιανναδάκη ...

Βία κατά των Γυναικών: 5 βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας μας αφυπνίζουν

Βία κατά των Γυναικών: 5 βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας μας αφυπνίζουν

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, προτείνουμε πέντε σύγχρονα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που καταπιάνονται με τη λεκτική, σωματική και σεξουαλική έμφυλη βία. «Σήκω από πάνω μου» (Μεταίχμιο) της Λίνας Βαρότση, «Μια γυναίκα απολογείται» (Τόπος) της Μαρίας Λούκα, «Διήγημας (Ακυ...

Μητέρα, κόρη, άλλο: Πέντε μυθιστορήματα για τη σχέση μάνας παιδιού

Μητέρα, κόρη, άλλο: Πέντε μυθιστορήματα για τη σχέση μάνας παιδιού

Πέντε σύγχρονα βιβλία μεταφρασμένης πεζογραφίας, τα οποία αναδεικνύουν τις πολλές εκφάνσεις της μητρότητας και την πολυσήμαντη σχέση μάνας-κόρης (τα τέσσερα από τα πέντε).

Γράφει η Φανή Χατζή

Ο E.M. Forster έγραψε στην ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ