«Έβλεπε συχνά στον ύπνο της ένα τρελό όνειρο, πως λέει το σπίτι τους γίνονταν πλωτό, αρμένιζε σε θάλασσες απάνεμες και δεν ξανάπιαναν στεριά».
Διήγημα της Λένας Γκοργκούνη
Το σπίτι τους μετακινούνταν σε διαφορετική περιοχή της πόλης κάθε λίγους μήνες. Έτσι όπως το λέω, ολόκληρο, ακέραιο, άλλαζε γειτονιά. Το δικό τους και μερικών ακόμη. Όταν συνέβη για πρώτη φορά πριν από εφτά χρόνια, ξαφνιάστηκαν. Ο μπαμπάς της τρόμαξε, μα λίγο μετά το συνήθισαν. Η συνήθεια γίνεται βάλσαμο όταν υπάρχεις μέσα της, μια λούπα που σε ναρκώνει. Και δεν το ξανασυζήτησαν.
Έλαβε το στίγμα για τη νέα οδό δύο ώρες πριν χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι και για δύο ώρες έστελνε πλατιά χαμόγελα προς κάθε κατεύθυνση, πράγμα περίεργο για όλους εκεί που γνώριζαν τον ευέξαπτο και κυκλοθυμικό χαρακτήρα της. Τόσο, που αν δεν την ήξερες θα την έλεγες και γλυκιά. Ήταν τρομερά χαρούμενη που θα επέστρεφαν έστω και για λίγο στη συγκεκριμένη γειτονιά. Εκεί μαλάκωνε η ψυχή της. Επανέρχονταν συχνά πυκνά στα ίδια μέρη. Σε μια αμετακίνητη πόλη είναι πάντα συγκεκριμένα τα κινητά σπίτια, αν συνέβαινε σε όλα θα δημιουργούνταν χάος, για σκεφτείτε το λίγο;
Τα δύσκολα συνέβαιναν συνήθως στις άλλες γειτονιές. Ανατολικά, ας πούμε, σ’ εκείνο το μέρος που το σπίτι συνόρευε με τον οικισμό των Ρομά, ήταν πάντα ανήσυχη πως κάτι θα συμβεί.
Διέσχισε όλο τον κάθετο άξονα της πόλης με αστείο γρήγορο βηματισμό αναπηδώντας ανά λίγα βήματα στο ένα της πόδι όπως παλιά και μόνο όταν έφτασε στη νότια πλευρά της πόλης κι έστριψε προς την οδό Ζαρίφη έτρεξε με φόρα προς το σπίτι και χύμηξε μέσα φωνάζοντας… Μαμαααά! Τέλειο; Η γυναίκα καθισμένη στον καναπέ μ’ ένα δίσκο με το μεσημεριανό στα πόδια της, χαμογέλασε νεύοντας το κεφάλι κάτω, είπε αν πεινάς έχω μαγειρέψει και ξανά έστρεψε το βλέμμα στην οθόνη μπροστά της. Η Αγάπη ήταν ήδη στο μπαλκόνι, έβλεπε, ανέπνεε, άκουγε και άγγιζε τη θάλασσα μπροστά της. Όλα αυτά καθώς και η πρωτοφανής ηρεμία της μαμάς την ξεγέλασαν. Τα δύσκολα συνέβαιναν συνήθως στις άλλες γειτονιές. Ανατολικά, ας πούμε, σ’ εκείνο το μέρος που το σπίτι συνόρευε με τον οικισμό των Ρομά, ήταν πάντα ανήσυχη πως κάτι θα συμβεί. Βέβαια είχαν φροντίσει να μην τους βλέπουν χτίζοντας ένα τοιχίο στην αυλή και φυτεύοντας ψηλά δέντρα, όμως οι ακατάληπτες φωνές και η δυσωδία έφταναν ακόμη και μέσα στο σπίτι. Και κυρίως η φτώχεια τους. Όλα αυτά διάβρωναν και τους ίδιους, ο μπαμπάς θύμωνε πιο συχνά, έβριζε περισσότερο και με μεγαλύτερη φαντασία, η μαμά ξεχνούσε να γυρίσει σπίτι και όταν βρισκόταν εκεί έκανε ανεξήγητα πράγματα όπως το να κλείνεται τις ώρες που δούλευε ο μπαμπάς στο υπνοδωμάτιο με έναν συνάδελφό της για να δουλεύουν πιο ήσυχα ή να την παίρνει ο ύπνος στο πάτωμα μεθυσμένη.
Τα βόρεια προάστια ήταν πιο εκλεπτυσμένα και ήταν ευκολότερο να γίνει ένα με τους κατοίκους. Σαν το παιχνίδι «κάνε ό,τι κάνω». Τους παρατηρούσε και τους μιμούνταν. Αν έδειχνε ευγένεια την περνούσαν για ευγενική, αν περπατούσε στητή με καθαρά ρούχα φαινόταν σαν καλοαναθρεμμένη και αν μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα έπειθαν πως πρόκειται για μια καθωσπρέπει οικογένεια.
Η μαμά τους εγκατέλειψε για τα καλά τις ημέρες του νοτιοανατολικού σπιτιού. Αν την παραδέχτηκε σε κάτι είναι στο ότι δεν υποσχέθηκε τίποτα, δεν άφησε καμία ελπίδα να πλανιέται στης Αγάπης το κεφάλι κι έτσι εξ αρχής το κορίτσι δεν περίμενε την επιστροφή της. Τους είπε δεν αντέχω άλλο κι αυτό ήταν. Μακάρι να συνέχιζαν να υπήρχαν έτσι η μαμά κι ο μπαμπάς μ’ αυτόν τον λάθος τρόπο, τους καυγάδες και τις απουσίες τους, παρά καθόλου. Τους είχε συνηθίσει έτσι και έπαιρνε ό,τι περίσσευε από αυτούς. Έζησε τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι την ενηλικίωσή της με τον μπαμπά της ακολουθώντας τους κανόνες των στιγμάτων, σε κάθε αλλαγή ο καθένας πάλευε να απορροφήσει την πίκρα του άλλου.
Έβλεπε συχνά στον ύπνο της ένα τρελό όνειρο, πως λέει το σπίτι τους γίνονταν πλωτό, αρμένιζε σε θάλασσες απάνεμες και δεν ξανάπιαναν στεριά. Ήταν και οι τρεις εκεί και κανείς δεν εγκατέλειπε το καραβόσπιτο, όχι επειδή δεν μπορούσε μέσα στο πέλαγος αλλά επειδή δεν ήθελε, μιας και η αγάπη διαχέόταν ανάμεσά τους σαν υγρό σε συγκοινωνούντα δοχεία και τους κάλυπτε ολοκληρωτικά σφραγίζοντας κάθε επικίνδυνη ρωγμή.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Ελένη Γκοργκούνη είναι 55 ετών, γεννήθηκε και ζει στην Αλεξανδρούπολη. Παρακολουθεί σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
❉
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια