
«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα της Εύας Στάμου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τις τελευταίες μέρες είχα σταματήσει να τη σκέφτομαι. Προσπαθούσα να απασχολώ το μυαλό μου με άλλα θέματα, καθώς αγωνιζόμουν να επανασυνδεθώ με φίλους και γνωστούς που είχα αποκλείσει από τη ζωή μου.
Με πείραζε που οι περισσότεροι με αντιμετώπιζαν σαν βαριά ασθενή στο στάδιο της ανάρρωσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι με είχε καταλάβει μια ετεροχρονισμένη ντροπή που με εμπόδιζε να αντιταχθώ στα συγκαταβατικά τους σχόλια. Ουσιαστικά, έπαιζα το παιχνίδι τους, γιατί είχα κουραστεί· το είχα ανάγκη να επιστρέψω στον κόσμο τους, τον δικό μου, οικείο κόσμο.
Τέσσερα καλοκαίρια και τρεις χειμώνες μαζί της, ασφυχτικά κλεισμένη στη γυάλα σαν το ψάρι που βρέθηκε από το ποτάμι στο ενυδρείο και πέρναγε τις μέρες να χαζεύει τη δική του αντανάκλαση στα γυάλινα τοιχώματα.
Ας το πιάσουμε από την αρχή, από τη βραδιά της γνωριμίας μας στο Γκάζι, στην τουαλέτα του σκοτεινού μπαρ, εκεί που ζαλισμένη στάθηκα δίπλα της στον καθρέφτη και άρχισα να της μιλάω ακατάσχετα καθώς με κοιτούσε με περιέργεια, χαμογελώντας. Λίγα λεπτά αργότερα μου πρότεινε να καθίσω στο τραπέζι τους, να με κεράσει μια μπίρα – έκανε παρέα με κάτι μεγαλύτερες τύπισσες, γύρω στα σαράντα, που συμπεριφέρονταν λες και βρίσκονταν στο σαλόνι του σπιτιού τους.
Δεν ήταν η μόνη που είχε προσφερθεί να μου αγοράσει ποτό ή να χορέψει μαζί μου, αλλά ήταν η πρώτη στην πρόταση της οποίας –χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί– ανταποκρίθηκα. Ιδιαίτερα όμορφη δεν την έλεγες, μα είχε ωραίο στιλ που δεν ακολουθούσε τη μόδα της εποχής· και έπειτα συγκέντρωνε όσα έλειπαν από μένα: ήταν μελαχρινή, ψηλή και αθλητική. Η δική μου εμφάνιση υπήρξε πιο συνηθισμένη, μια μικροκαμωμένη ξανθιά της οποίας το ντύσιμο υπάκουγε σε όλους τους παραδοσιακούς κανόνες: μακριά μαλλιά, στενό και κοντό φόρεμα, ψηλά τακούνια. Δεν το αποκλείω σε κάποιους να φαινόμουν μπανάλ, μα η παρουσία μου στο μαγαζί είχε προκαλέσει θύελλα θετικών αντιδράσεων ανάμεσα στα κορίτσια που είχαν βγει για να φλερτάρουν εκείνο το βράδυ του Ιουλίου.
Τα πράγματα προχώρησαν γρήγορα, ένιωθα σαν πρωταγωνίστρια ερωτικής ταινίας που είχε πάνω της στραμμένα όλα τα βλέμματα. Η έξαψη των γυναικών που με περιβάλλανε με ωθούσε να ερεθίζομαι με τη δική μου εικόνα, να νιώθω όλο και πιο πρόθυμη να αφεθώ σε κάτι που μου φαινόταν απόλυτα φυσικό.
Όταν αρχίσαμε να φιλιόμαστε αμφιταλαντευόμουν ακόμα, αναποφάσιστη για την έκβαση της βραδιάς, πιστεύοντας κατά βάθος ότι το παιχνίδι μας θα ακολουθούσε τους κανόνες που όριζαν τις έως τότε σχέσεις μου: οι άντρες ζητούσαν και εγώ προσεκτικά παραχωρούσα ένα κομμάτι του εαυτού μου, παίρνοντας μέρος στην αδιάκοπη διαπραγμάτευση των αισθημάτων και του σώματος που συνηθιζόταν ανάμεσα στα δύο φύλα. Ήταν όμως η πρώτη φορά που βρέθηκα στην αγκαλιά μιας γυναίκας και αυτό με έκανε να αισθάνομαι πιο ασφαλής, επιτρέποντας στις άμυνές μου να υποχωρήσουν ευκολότερα.
Ανεβήκαμε στο μηχανάκι και φύγαμε για το σπίτι της δυο ώρες σχεδόν μετά τη γνωριμία μας. Θυμάμαι ότι γέλαγα με το παραμικρό, είχα άγχος μα ταυτόχρονα ένιωθα ενθουσιασμένη με την περιπέτειά μου· κατά βάθος ανυπομονούσα να τελειώσει ώστε με ύφος ανωτερότητας να διηγηθώ τα πάντα στις κολλητές μου την επόμενη μέρα. Ήμουν γνωστή στις συντροφιές για την επαναστατική μου διάθεση και την τάση να παραβιάζω τα όρια – να μία ακόμη ευκαιρία να αποδείξω την τόλμη μου.
Έως εκείνη τη μέρα η σωματική επαφή ήταν για μένα μια διαδικασία με συγκεκριμένα στάδια, που η επιτυχία της κρινόταν αποκλειστικά από το τελικό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιούσα το σώμα μου για να προσελκύσω τους εραστές μου και όχι για να τους χαρίσω με το άγγιγμά μου ηδονή. Θεωρούσα πως αυτό ήταν αρκετό, εκεί τελείωνε ο ρόλος μου. Ήθελα τα πάντα να προχωρούν δίχως εμπόδια, χωρίς εμβάθυνση. Ο στόχος ήταν πάντα η στιγμιαία απόλαυση και όχι ο έρωτας.
Το πάθος της με μετέτρεψε σε αντικείμενο λατρείας, αλλάζοντας τον τρόπο που σκεφτόμουν για τον εαυτό μου. Μέσα σε μία νύχτα ήρθαν τα πάνω κάτω. Μετακόμισα από το πατρικό μου στο σπίτι της το επόμενο πρωί, παρατώντας τους δικούς μου σύξυλους. Βρέθηκα σε μια δίνη από πρωτόγνωρες καταστάσεις που αντιμετώπιζα άλλοτε με φόβο, άλλοτε με ενθουσιασμό, αναγκασμένη να παίρνω καθημερινά αποφάσεις για θέματα που μέχρι τότε δεν με είχαν καν απασχολήσει.
Η περιπέτεια της μιας βραδιάς έγινε δεσμός πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω. Ήμουν ειλικρινής με όλους για το είδος σχέσης που με συνέδεε μαζί της, αφήνοντας απροστάτευτο τον εαυτό μου απέναντι στο μίσος. Ανακαλώ βλέμματα γεμάτα κακία, μορφασμούς αποδοκιμασίας, βρισιές και σχόλια χυδαία που χαράχτηκαν μέσα μου ανεξίτηλα. Θυμάμαι εκείνους τους φαντάρους που μας ακολουθούσαν ένα βράδυ στην Πατησίων φωνάζοντας: «ευχαρίστως να σας γαμήσουμε για να δείτε τι χάνετε» και τη μεσήλικη περιπτερού στο Παγκράτι που οργισμένη μας δήλωσε κατάμουτρα: «Δεν πουλάω τσιγάρα σε ανώμαλες». Συνήθως γελούσαμε πολύ μετά από τέτοια περιστατικά –σαν αντίδραση στο αρχικό σοκ–, φιλιόμασταν με πάθος και συνεχίζαμε τη ζωή μας· χαιρόμασταν τη διαφορετικότητά μας σαν να ήταν κάποιου είδους εύσημο.
Τα Σαββατοκύριακα του έρωτα ακολουθούσαν οι Δευτέρες της γκρίνιας, της ζήλιας και των ανελέητων συγκρούσεων που, αν και έμοιαζαν οριστικές, ξεπερνιόντουσαν γρήγορα για να δώσουν τη θέση τους στη συγχώρεση, τη μετάνοια και την αναζωπυρωμένη καύλα – ο κύκλος συνεχιζόταν αέναα.
Ήταν μια σχέση χωρίς φρένα. Βυθίστηκα με ζήλο σε μια σειρά από μικρές και μεγάλες εξαρτήσεις: το οινόπνευμα, το τσιγάρο, τα ναρκωτικά με προτίμηση την ηρωίνη που με έκανε να χαλαρώνω, να ξεχνάω τα πάντα, να έχω τις πιο δυνατές παραισθήσεις· ήμουν προικισμένη με μια οργιώδη φαντασία που έβρισκε επιτέλους διέξοδο.
Όποτε σταματούσε εκείνη να πίνει και να παίρνει χάπια σε μια προσπάθεια να σταθεί στα πόδια της, να μην υποφέρει από κρίσεις άγχους, να γίνει πιο αποδοτική στη δουλειά της, την τράβαγα με λύσσα προς τα κάτω, στον πάτο που ένιωθα πως ήταν κολλημένα τα πόδια μου, με τη σιγουριά πως θα μου το ανταπέδιδε λίγο καιρό αργότερα.
Το σπίτι της –ένα ψηλοτάβανο διαμέρισμα στο Κολωνάκι που έβλεπε σε εσωτερική αυλή–, ενώ στην αρχή της σχέσης μας ήταν διακοσμημένο με μεράκι και τακτοποιημένο, έμοιαζε πλέον με έναν ρυπαρό λαβύρινθο γεμάτο ρούχα, βιβλία και αντικείμενα κάθε είδους – ένας χάρτης της ψυχικής μας κατάστασης που μέρα τη μέρα γινόταν πιο περίπλοκη και αδιέξοδη.
Η ζήλεια της που ανάβλυζε με την παραμικρή αναφορά στην προηγούμενη ζωή μου, μετά από κάθε τυχαία συνάντηση με φίλους ή γνωστούς, σε κάθε χαμόγελο ή βλέμμα μου προς κάποιον άντρα, ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στη σχέση μας. Άρχισα να γίνομαι βίαιη, να απαντώ στις ερωτήσεις και τις κατηγορίες της με χτυπήματα και χαστούκια, σε μια προσπάθεια να την κάνω να πάψει να μιλά, να την εξαφανίσω από το οπτικό μου πεδίο, έστω προσωρινά.
Ο τρόπος της να αντιμετωπίζει τα ξεσπάσματά μου ήταν να γίνεται υποχωρητική, να μου κάνει τα χατίρια, να μου αγοράζει δώρα, να μετατρέπεται σταδιακά σε ένα πλάσμα δουλικό που δεν είχε καμία σχέση με την περήφανη γυναίκα που με είχε γοητεύσει λίγα χρόνια πριν.
«Είσαι ο άντρας της σχέσης;» με είχε ρωτήσει υπομειδιώντας η ψυχοθεραπεύτριά μου, υπονοώντας ότι αυτού του είδους η κακοποιητική συμπεριφορά ήταν αντρικό προνόμιο. Τη μίσησα αυτόματα, μα ακόμα περισσότερο μίσησα την ερωμένη μου.
Τότε ήταν που αποφάσισα να δώσω τέλος. Θα μπορούσα να την είχα προετοιμάσει για τον χωρισμό, μα δεν είχα τα κότσια να εξηγηθώ μαζί της, δεν άντεχα μια ακόμα αντιπαράθεση. Εξαφανίστηκα χωρίς προειδοποίηση. Μια μέρα γύρισε από τη δουλειά και δεν ήμουν πια εκεί, είχα στοιβάξει τα πράγματά μου σε δυο μεγάλες βαλίτσες και είχα φύγει. Γύρισα στον κόσμο μου, μακριά από εκείνον τον στρόβιλο των παθών και του πάθους μου.
Την τελευταία φορά που την είδα, μια εβδομάδα μετά την αναχώρησή μου για να της επιστρέψω το κλειδί του διαμερίσματος, με κόπο μιλούσε και αντιδρούσε στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Ο χωρισμός μας την είχε βρει σαν δυστύχημα, ένα ξαφνικό χτύπημα της μοίρας που την είχε αφήσει στην άκρη του δρόμου, τραυματισμένη. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι έκανα το σωστό – μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί, κουβαλάω μέσα μου την εικόνα της νιώθοντας άλλοτε ένα ρίγος ηδονής και άλλοτε πόνο.
*Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας, Δρ Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπεύτρια. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Η επίσκεψη» (εκδ. Αρμός).