
Στις 12 Ιουνίου ζητήσαμε από τον Κωστή Γκιμοσούλη, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, να συμμετάσχει στην καλοκαιρινή μας θεματική με πρωτότυπα διηγήματα και τίτλο «Εγώ είναι ένα άλλ@», παραλλαγή του περίφημου Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό. Την επομένη, στις 13 Ιουνίου, μας έστειλε το διήγημα που δημοσιεύουμε σήμερα. Τις επόμενες ημέρες πληροφορηθήκαμε για την κατάσταση της υγείας του… Το διήγημα αυτό, χαρακτηριστικό της τρυφερής ματιάς του απέναντι σε όλον τον κόσμο, ήταν πιθανώς το τελευταίο που έγραψε.
Επιμέλεια: Book Press
– Με λένε Στέφανο ή Στεφανία;
– Δεν ξέρω. Εσύ πώς θέλεις να σε λένε;
– Η ταυτότητά μου γράφει Στέφανος, εγώ όμως πολύ συχνά αυτοαποκαλούμαι Στεφανία.
– Σαν τους αγγέλους που δεν έχουν φύλο.
– Όχι με θρησκευτικά κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά έχουν καταπίεση και τα μισώ.
– Εγώ, πώς να σε φωνάζω;
– Όπως θες.
– Σ’ έχω ακούσει, όπως ανεβοκατεβαίνεις τις σκάλες, να τραγουδάς ή να σφυρίζεις…
– Δεν το κάνω επίτηδες. Μου έρχεται έτσι, αυθόρμητα. Τώρα που το σκέφτομαι, πάντοτε έτσι κάνω…
Στεκόμασταν στον διάδρομο της πολυκατοικίας.Τυχαία συνάντηση. Δεν τον (την) ρώτησα πού έμενε πριν. Προσεκτικά ξυρισμένος(-η), διέκρινες από κοντά τα κομμένα γένια, το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του (της), αλλά στα πόδια γυναικεία παπούτσια μετά το λουλουδάτο κολάν. Ούτε ένα αδιάκριτο βλέμμα. Ούτε από τη μεριά του (της), ούτε από τη μεριά μου.
– Σκέφτομαι να αφήσω το διαμέρισμα.
– Γιατί;
– Πληρώνω κάθε μήνα τόσα ευρώ… δεν ξέρω αν αξίζει.
– Να πεις να σου κάνουν μείωση. Δεν είναι εύκολο να βρουν τέτοια εποχή έναν ενοικιαστή που να μην τους κρεμάσει…
– Είναι και η γειτονιά.
– Τι;
– Με κοιτούν περίεργα. Δεν ξέρουν πού να με κατατάξουν.
– Φαντάζομαι θα έχεις παντού αυτό το πρόβλημα.
– Ναι, το ’χω.
– Κοίταξε, μην το βάλεις κάτω. Μην τους αφήσεις να σε κάνουν…
– Ούτε κι εσύ.
Ξεκλείδωσα την πόρτα και φάνηκε η βιβλιοθήκη με τα βιβλία.
– Πω, πω.
Για να προλάβω την επόμενη φράση: Τα έχεις διαβάσει όλα αυτά; τον (την) ρώτησα αμέσως:
– Διαβάζεις πού και πού; Ούτε κι εγώ είμαι βιβλιοφάγος…
– Ναι, όταν δεν έχω άγχος. Ένα βιβλίο που να με χαλαρώνει…
– Τι σε χαλαρώνει;
Γέλασε.
– Δεν ξέρω.
Δεν του (της) έδωσα το Χρονικό του χρόνου του Stephen Hawking, παρόλο που βρισκόταν στο ράφι μπροστά μου. Έτσι απέφυγα την ερώτηση, που εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε γελοία «Από πού ερχόμαστε;» ή «Γιατί το σύμπαν είναι όπως είναι;». Του (της) έδωσα ένα άλλο βιβλίο, που δεν θα σας αποκαλύψω ποιο είναι. Του (της) είπα ότι μπορεί να μην του (της) αρέσει, και να μη βιαστεί καθόλου να μου το επιστρέψει. Μπορούσε ακόμα να το κρατήσει και δικό του (της) – αυτό δεν του (της) το ’πα. Μετά τον (την) είδα να φεύγει, να ανεβαίνει με σίγουρη ισορροπία τη σκάλα. Τον (την) άκουσα ν’ ανοίγει την πόρτα, να μπαίνει και να την κλείνει. Τότε έκλεισα κι εγώ τη δική μου.
Τις νύχτες φαντάζομαι τον Στέφανο ή τη Στεφανία ν’ ανοίγει το βιβλίο που μεταμορφώνεται σε κάτι ζωντανό και παρήγορο, με τρίχωμα απαλό. Ένα φιλικό αρκουδάκι ας πούμε, που να μην τον (την) αφήνει να φοβάται τη μοναξιά –δεν τον (την) έχω δει ποτέ συντροφιά με άλλον– ούτε επειδή είναι διαφορετικός ή διαφορετική. Να μη φοβάται τίποτα και κανέναν.
*Ο ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ (1960-2023) ήταν ποιητής και πεζογράφος. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Μπιλ ο χλομός» (εκδ. Καστανιώτη).